Zephy Ross: “Η Κοκκινέλη, το τέρας του φωτός”

Το νέο του βιβλίο με τίτλο “η Κοκκινέλη, το τέρας του φωτός”παρουσίασε ο νέος συγγραφέας Zephy Ross την Τετάρτη 19 Ιουλίου το βράδυ, στον ωραίο και φιλόξενο χώρο του Fabrique du Cafe.

Μετά τα δύο μέχρι στιγμής μυθιστορήματα επικής φαντασίας (“η νύχτα και ο κεραυνός” και “το πλάσμα με τις δύο σκιές” από την σειρά “ο κόσμος του έλικα”) ο νεαρός συγγραφέας κάνει μία συγγραφική στάση για να πει (ή ν’ ακούσει) ένα παραμύθι, σαν εκείνο που άκουγε από τη γιαγιά του, όταν ήταν παιδί.

Έγραψε την “Κοκκινέλη” την εποχή της πανδημίας, ήταν ο δικός του τρόπος για ν’ αντισταθεί στις αρνητικές φορτίσεις εκείνου του καιρού. Απαντώντας με μια θετικότητα στον αρνητισμό, έδωσε διαφυγή στον εαυτό του γράφοντας ένα παραμύθι που, τώρα, μπορεί ν’ απολαύσει, όχι μόνο η γιαγιά του, αλλά και το αναγνωστικό κοινό.

Ο Zephy Ross είναι ψευδώνυμο που απορρέει ηχητικά από τον γλυκό άνεμο ζέφυρο. Γιος της Ηούς και του Αστραίου ο Ζέφυρος του μύθου είναι προσωποποίηση του δυτικού απαλού δροσερού ανέμου, του πουνέντε, όπως τον λένε οι ναυτικοί. Από αυτόν τον ζέφυρο αντλεί την αύρα του και ο Zephy Ross. Σκέπτεται, γράφει, μιλάει και κινείται στον χώρο με την απαλότητα του πουνέντε.

Δηλώνει Ελληνοκύπριος συγγραφέας επειδή είναι Ακαρνάν εκ πατρός και Κύπριος εκ μητρός. Ιστορικά και γεωγραφικά όμως (πρωτίστως δε μυθολογικά, όπως αρέσει και στον ίδιο) θα ήταν πιο σωστό να δηλώνει Ακαρνανοκύπριος. Αυτές τουλάχιστο είναι οι γλωσσικές αναλογίες, παρά τις στερεοτυπίες, αλλά δεν θα του κρατήσουμε και γινάτι που το λέει όπως το λένε όλοι: Ελληνοκύπριος. Στο κάτω – κάτω ένας συγγραφέας επικής φαντασίας μπορεί να λέει και να κάνει ό,τι θέλει. Αυτή άλλωστε την θεϊκή ελευθερία στην δημιουργία πλανητών και όντων παρέχει η λογοτεχνία και αυτός είναι ο λόγος που αδούλωτα πνεύματα σαν τον Ζέφυρο ασχολούνται με αυτήν. Άλλωστε, όπως όλοι του είδους του, όταν δε χορταίνει από τη μυθιστορία, γίνεται αυτόματα παραμυθάς, ποιητής, τραγουδοποιός ή κινηματογραφικός σκηνοθέτης. Όπου πάλι με τις νεράιδες καταπιάνεται: “Νεράιδες του δρόμου” είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του.

Η Στάλω Νικολάου και η Γεωργία Καποπούλου διάβασαν εκτενή αποσπάσματα του παραμυθιού και μας έδωσαν έτσι μία ακουστική γεύση από την ιστορία που ο αξιαγάπητος Ζέφυρος αφηγείται γραπτά.

Όλα σε τραβάνε απ’ το μανίκι να βάλεις το βιβλίο του στο μαξιλάρι για να το διαβάζεις σε μικρές δόσεις το βράδυ, αλλά μερικές προκαταρκτικές σημειώσεις μπορούν ίσως να διευκολύνουν την ανάγνωση, να την κάνουν ακόμα πιο απολαυστική. Για παράδειγμα, η εικονογράφηση της 17χρονης Χρύσας Ξανθοπούλου που – σε μια συνάντηση της σκιτσογραφικής φρεσκάδας της με την αφηγηματική φρεσκάδα του νεαρού συγγραφέα – έδωσε μιαν ακόμα διάσταση στο παραμύθι, εμπνέοντας την διδάκτορα της νεοελληνικής λογοτεχνίας Χρυσούλα Σπυρέλη να χαρακτηρίσει το έργο αυτό αριστούργημα.

Έχεις μπροστά σου δύο νέους ανθρώπους που μετατρέπουν τα όνειρα σε λογοτεχνία ο ένας, σε εικονοτεχνία ο άλλος, μιλούν δε για την Τέχνη σα να ήταν ο τρόπος που αναπνέουν.

Ωραία.

Τι έχουμε εδώ;

Έχουμε ένα ονειρικό αφήγημα που σπάει τους τακτοποιητικούς κανόνες της λογοτεχνίας όπως την ξέραμε. “Η Κοκκινέλη” ψιθυρίζει στ’ αυτί μας ότι δεν τελείωσε ο σχηματισμός της γης, αλλά συνεχίζεται, με λιώσιμο των πάγων στους πόλους, κατακλυσμούς, εκρήξεις ηφαιστείων, νέες καταβυθίσεις ηπείρων. Οι ήρωες δεν έχουν ούτε καταγωγή, ούτε μέλλον, συμπεριφέρονται σαν σκιές της Ιστορίας, χωρίς οι ίδιες να έχουν ιστορία.

Δε μπορείς να το κρίνεις, ούτε να το κατακρίνεις. Το κείμενο του Ζέφυρου θυμίζει αφοπλιστικά στον αναγνώστη ότι “αυτό είναι, όχι άλλο”.

Δεκτό.

Είναι όμως και τ’ άλλο: Δεν έχεις περιθώριο να μείνεις προσηλωμένος σε αυτά που ήξερες, αντιθέτως, το κείμενο σε προκαλεί να μάθεις αυτά που δεν ήξερες, να αισθανθείς τον κόσμο αλλιώς, ακόμα κι ανάποδα.

Δεν ξέρω αν η λογοτεχνία στην οποία μας καλεί ο συγγραφέας να κολυμπήσουμε, είναι γέννημα του νέου κόσμου που χτίζεται ή αποτελεί εξέλιξη της λογοτεχνίας που ξέραμε, όσοι θητεύσαμε στην παλιά. Ούτε ξέρω αν η ψυχή αυτού του νέου λογοτεχνικού κόσμου είναι θνητή ή αθάνατη. Το βέβαιο είναι ότι, αν και αμνήμων, μας καλεί να τη γνωρίσουμε και να την εντάξουμε στη ζωή μας. Ανήκει σ’ εμάς η επιλογή αν θ’ ανταποκριθούμε στο κάλεσμα ή όχι, αν θα εισέλθουμε στην αίθουσα του βασιλικού της θρόνου ή θα μείνουμε ακατάδεχτοι στο καλύβι μας περιμένοντας την πανσέληνο.

Ο Ζέφυρος μεταφέρει την ποιητικότητα μιας κινηματογραφικής αφήγησης στον πεζό λόγο, αντιστρέφοντας τη γνωστή μέχρι τώρα μεταφορά του πεζού στον κινηματογράφο. Δημιουργεί έτσι ένα νέο, καλύτερα να το πεις: σύγχρονο είδος παραμυθικού λόγου, χωρίς ωστόσο να προδίδει τα βασικά συστατικά της κλασικής ιστορίας, γιατί έχει στο πετσί του την αφηγηματική σφραγίδα της έμψυχης γιαγιάς, πάει όμως ακόμα πιο πέρα: Αναπαριστά έναν ξεχασμένο κόσμο, τον αλλοδιάστατο εκείνο κόσμο των νεράιδων και των ρεματιανών δαιμόνων, των ξωτικών και των αερικών, έναν αιθερικό κόσμο με τον οποίο συνομιλούσαν οι παλιοί βουκόλοι, ορίζοντας έτσι μία πραγματικότητα που μοιάζει να έχει χαθεί, αλλά, όχι, ζει στις μνήμες του λαού ή, τουλάχιστον, παραπέμπει σ’ αυτές.

Όπως και νά ’χει, ζει, θα ζει. Θα ζει όσο υπάρχουν στον απάνω κόσμο οι γιαγιάδες και οι παππούδες που τον θυμούνται, αλλά δεν τους πιστεύει κανείς.

Έτσι κάπως είναι τα μάγια: “Σε παίρνουν και σε σηκώνουν”. Έτσι δηλαδή είναι τα λογοτεχνικά μάγια: Σε παίρνουν στα φτερά τους και σε ταξιδεύουν άηχα στα σύννεφα της άυλης γης, συντρίβοντας πίσω τα σίδερα που κρατούσαν αιχμάλωτο στο έδαφος ένα κορμί καιόμενο, έτοιμο να εκραγεί, να γίνει ουράνιο τόξο.

Αν όλο αυτό δεν είναι μια ηδονική λογοτεχνική πλάνη, μπορεί να είναι ο παραμυθικός κόσμος του κοντινού μέλλοντος.

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top