Θέσεις Και Απόψεις

Σε πρώτο ενικό

  • Από τα δώδεκα χρόνια μου που άρχισα να γράφω και για τα πενήντα χρόνια που ακολούθησαν, είχα ένα αξίωμα να υπηρετώ: Γράφε. Αν ο κόσμος χρειαστεί ποτέ αυτά που γράφεις, θα τ’ αναζητήσει, εσύ πρέπει να τα έχεις κάπου για να τα βρει. Αυτός είναι ο λόγος που δεν κυνήγησα ποτέ την πιθανότητα να βρω εκδότη για τα βιβλία μου. Περιμένω την στιγμή που θα χρειαστεί ο κόσμος αυτά που έγραψα. Ακόμα και να μην έρθει ποτέ μια τέτοια στιγμή, εγώ θα έχω κάνει αυτό που είχα στο μυαλό μου.

  • Το συγγραφικό μου έργο δεν χωράει στην εκδοτική βιομηχανία. Είναι περιττό. Ανήκει σε μια εποχή που πέρασε, δεν χαίρει εκτιμήσεως. Ίσως κάτι συμβεί στο μέλλον. Γι’ αυτό έχω εκδώσει και θα εκδώσω κάποια βιβλία μόνος μου. Μου αρκεί πάντως που δημοσίευσα έναν μεγάλο όγκο κειμένων στον “αραμπά”, στην “αναγγελία” και στα διάφορα – βραχύβια βέβαια – περιοδικά που κατά καιρούς υπηρέτησα, αλλά και στα sites, όπου δημοσίευσα μερικές χιλιάδες άρθρα. Χόρτασα την δημοσίευση. Τι άλλο θέλω;

  • Έχω γράψει σε όλα τα είδη του γραπτού λόγου. Δεκάδες εκατομμύρια λέξεις στο χαρτί. Πεζά και ποιήματα. Την ιδιότητα του συγγραφέα όμως δεν την αισθάνομαι. Ούτε την ιδιότητα του ποιητή. Αντιθέτως, αισθάνομαι την ιδιότητα του παραμυθογράφου. Αλλά κι αυτήν… έπρεπε να την εφεύρω, διαχωρίζοντάς την από εκείνη του παραμυθά. Αν με ρωτήσει κάποιος “τι είσαι;” και πρέπει ν’ απαντήσω ειλικρινά, θ’ απαντήσω “παραμυθογράφος”. Είναι το μόνο είδος του γραπτού λόγου που δεν χρειάζεται ν’ ασκήσω την “τέχνη της πρόκλησης” για να υπάρχω.

  • Αν οι εκδότες κέρδιζαν χρήματα από τους αναγνώστες, δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα στην λογοτεχνία. Οι εκδότες όμως δεν κερδίζουν χρήματα από τα βιβλία, αλλ’ από τους ίδιους τους συγγραφείς, για την ακρίβεια δε, από τους συγγενείς και τους γνωστούς των συγγραφέων. Αυτό είναι μεγάλη αλλαγή στην βιομηχανία του βιβλίου. Τα βιβλία που παράγουν, δεν διαφέρουν από τις τσιχλόφουσκες. Τ’ αγοράζεις, τα μασάς και τα φτύνεις. Δεν δέχτηκα να υπάρχει σε κυκλοφορία τέτοιο βιβλίο με τ’ όνομά μου στο εξώφυλλο.

  • Τα λογοτεχνικά βραβεία ήταν κάποτε αποδείξεις συγγραφικής ποιότητας. Δεν είναι πλέον. Ακόμα και τα πιο ξακουστά, έχουν διαψευστεί από την ίδια τη ζωή. Τα βραβεία, διάσημα ή μη, σε γενικές γραμμές, παραπλανούν το αναγνωστικό κοινό και στέλνουν τους αβράβευτους συγγραφείς στην κρεμάλα. Και πώς να είναι αξιόπιστα τα βραβεία, όταν δεν υπάρχουν πια κριτικοί;

  • Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πνευματική ηδονή από τη λαχτάρα ενός παιδιού που ζητάει από τους γονείς του το παραμύθι ενός συγγραφέα ή να μιλάει σε άλλα παιδάκια γι’ αυτό. Από την εποχή της “πολιτείας των λουλουδιών” ακόμη, και από τη δεκαετία του ’90 που δημοσίευα παραμύθια στον “αραμπά”, αλλά και από τότε που άρχισε η στήλη μου “παραμυθόπλοιο” στην “Αναγγελία”, συνέβη πολλές φορές, όχι μία.  Δεν υπάρχει μεγαλύτερο βραβείο απ’ αυτό. Και δεν θα το έκανα ανταλλαγή ούτε με το βραβείο Νόμπελ.

  • Το μάρκετινγκ πουλάει ό,τι νά ‘ναι. Ακόμα και τα σκουπίδια, τα πουλάει για χρυσάφι. Το βιβλίο που φτάνει στο κοινό μέσω μάρκετινγκ, είναι πράγματι “ό,τι νά  ‘ναι”. Μόνη εγγύηση ποιότητας είναι πια η φήμη του βιβλίου, όταν ταξιδεύει “από στόμα σε στόμα”. Αλλ’ αυτό – ακόμα και όταν συμβαίνει – αργεί. Αργεί τόσο που – στο μεταξύ – ο συγγραφέας “πεθαίνει στην ψάθα”.

  • Ο μόνος τρόπος για να ζήσει κάποιος επαγγελματικά από την δουλειά του συγγραφέα στην εποχή μας, είναι να τον επιλέξει ένας εκδότης μέσα στο πλήθος των συγγραφέων και ν’ ασκήσει την εμπορική τέχνη του κλασσικού εκδότη στην προώθηση της συγγραφικής τέχνης του κλασσικού συγγραφέα. Οι εκδότες όμως δεν εκδίδουν πια βιβλία για την αξία του κειμένου, αλλά για τον κύκλο γνωριμιών ή επιρροών του συγγραφέα. Οι εξαιρέσεις αυτής της άθλιας πρακτικής συμβαίνουν μόνο για κάποιο εκδοτικό άλλοθι.

  • Ο αληθινός εκδότης είναι αναγκαίος για τον αληθινό συγγραφέα, επειδή η εκδοτική τέχνη αποτελεί το αξιόπιστο φίλτρο της συγγραφικής τέχνης, είναι μια εγγύηση που ο αναγνώστης παίρνει στα σοβαρά. Μέχρι πρότινος ήταν ένα ανάχωμα προστασίας του αναγνώστη από τον πληθωρισμό των γραφιάδων που διεκδικούσαν συγγραφικές δάφνες χωρίς να το αξίζουν. Το πρόβλημα είναι ότι οι σύγχρονοι εκδότες εμπορεύονται ασύστολα το φίλτρο αυτό και δίνουν τον υψηλό τίτλο του συγγραφέα σε όποιον πληρώσει την “εγγύηση ποιότητας” που παρέχουν. Είναι σα να λέμε ότι ένας χυμώδης αρσενοκοίτης πληρώνει αδρά τον πατριάρχη για να τον ανακηρύξει εξαϋλωμένο άγιο. Ζούμε ήδη την φάση της κόπωσης από αυτό, θα ζήσουμε κάποια στιγμή και την κηδεία της λογοτεχνίας.

  • Ο γραφιάς που αγόρασε τον τίτλο του συγγραφέα από τον εκδότη, δεν μπορεί ν’ αντέξει σε καμία κριτική. Αυτός είναι ο λόγος που απαξιώθηκε η βιβλιοκριτική και στην θέση της εμφανίστηκε η βιβλιοπαρουσίαση. Για να υπάρχει τώρα και να διατηρηθεί στο στερέωμα ο συγγραφέας, επιστρατεύει γνωστούς και φίλους. Αυτοί, από φιλότιμο, καθόλου όμως από αγάπη στην ανάγνωση, αγοράζουν το βιβλίο του συγγραφέα. Με το παρασιτική αυτή λογιοσύνη κατακρεούργησαν την λογοτεχνία, έκλεψαν το φωτοστέφανο της δόξας από τα γνήσια ταλέντα της συγγραφής, ματαίωσαν την ανάγνωση βιβλίων ως λειτουργία λύτρωσης του καθημερινού ανθρώπου, άρα εκβαρβάρισαν την κοινωνία. Όλο αυτό έφερε φυσιολογικά μία κόπωση που ήδη ταλανίζει όλους, εκδότες, συγγραφείς και, φυσικά, το ίδιο το αναγνωστικό κοινό.

  • Μέσα στη βαριά ομίχλη της σύγχρονης εκδοτικής βιομηχανίας η αυτοέκδοση αποτελεί πράξη αντίστασης, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει διασταυρούμενη βάση κριτηρίων. Ο αληθινός συγγραφέας έχει όμως κάθε λόγο να εκδώσει το βιβλίο μοναχός του, παρά το γεγονός ότι μερικές φορές δεν πείθει ούτε τη μάνα του. Είναι μια τραγωδία. Γράφει όμως γιατί δε μπορεί να κάνει αλλιώς. Αν του στερήσεις το γράψιμο, θα πεθάνει από ασφυξία. Είναι σα να στερείς από το αηδόνι τη λαλιά.

  • Για την αυτοέκδοση δεν έχω ενδοιασμούς. Παρά το κυρίαρχο αξίωμα ότι, αν δεν αναλάβει εκδότης το έργο σου, δεν γίνεσαι ποτέ συγγραφέας, είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε ότι: Ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο ως αυτοέκδοση το 1827. Το ίδιο έκαμε ο Μαρσέλ Προυστ το 1896. Η  Βιρτζίνια Γουλφ δημοσίευσε τα περισσότερα έργα της μέσω του οίκου Hogarth Press, τον οποίο ίδρυσε η ίδια το 1917. Ο Αλέξανδρος Δουμάς έκαμε αυτοέκδοση τα περισσότερα έργα του. Την αυτοέκδοση επέλεξε αρχικά και η J. K. Rowling, η δημιουργός του μεγαλύτερου σύγχρονου εκδοτικού φαινομένου που ακούει στο όνομα Harry Potter. Κοντά σ’ αυτούς και πολλοί διάσημοι και άσημοι συγγραφείς που το έργο τους απορρίφθηκε από τους εκδότες.

  • Λένε ότι η Ελληνική γλώσσα είναι μικρή γλώσσα και γι’ αυτό ο συγγραφέας που γράφει σ’ αυτήν δεν έχει ορίζοντα. Μικρό είναι το μάτι τους! Η Ελληνική γλώσσα δεν εμπόδισε τον Καβάφη και τον Καζαντζάκη να γίνουν διάσημοι. Είναι τιμή για τον συγγραφέα να γράφει στην Ελληνική γλώσσα  κι ας τη μιλούν λίγοι, ας τη νιώθουν ακόμα λιγότεροι. Γιατί αυτή η γλώσσα είναι Μητέρα και Τροφός όλων των γλωσσών.

  • Λένε ότι η λογοτεχνία δε μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο. Κάνουν λάθος. Ο ρόλος της λογοτεχνίας είναι σημαντικότερος από εκείνον της πολιτικής. Και να γιατί: Η πολιτική διαχειρίζεται τα στερεότυπα που σχηματίζονται στον συλλογικό νου. Η λογοτεχνία τα συντρίβει στον ατομικό νου. Η πολιτική αντιστοιχεί στην στεριά, η λογοτεχνία στη θάλασσα. Η λογοτεχνία είναι σαν το νερό των ωκεανών που εξατμίζεται, γίνεται σύννεφο και πέφτει πάλι στη γη άλλοτε σαν τη βροχή, άλλοτε σαν το χιόνι. Μέρος της βροχής και του χιονιού πέφτει στην στεριά, ποτίζει δηλαδή την πολιτική. Από την εποχή του Ομήρου η λογοτεχνία είναι η ανίκητη αναζωογονητική δύναμη του πολιτισμού που αλλάζει αενάως τον κόσμο. Δεν είναι αισθητό σ’ εμάς, επειδή συμβαίνει έξω από το ανθρώπινο ρολόι.

  • Τα παιδικά βιβλία που κυριαρχούν στην αγορά, θεμελιώνονται στην εικόνα, όχι στον λόγο, άρα δεν έχουν καμία σχέση με την λογοτεχνία. Κυρίαρχη Ιδέα είναι πλέον το Φαίνεσθαι, αντί του Είναι, οι θνησιγενείς εντυπώσεις, αντί της αθάνατης ουσίας. Τα παιδικά βιβλία έχουν σχέση με την ζωγραφική, με το παιγνίδι, ενδεχομένως με το θεατρικό δρώμενο, σε καμία περίπτωση όμως με την λογοτεχνία. Η λεξιπενία της νεολαίας και η πασιφανής αδυναμία να εκφράζει τα αισθήματά της αρμονικά, συνδέεται με αυτό το διαρκές έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.

  • Υπάρχει μία κυρίαρχη Σχολή Σκέψης στην παιδική λογοτεχνία που κατηγοριοποιεί τα βιβλία όσον αφορά τις ηλικίες των παιδιών. Αυτό, πρακτικά, σημαίνει ότι διαβαθμίζεται η ευφυία των παιδιών και στρωματοποιείται με κριτήριο τις κυρίαρχες παιδαγωγικές αντιλήψεις, τις οποίες βέβαια καθορίζουν πατερναλιστικά οι ενήλικες. Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι μια φρίκη. Συνιστά μια τυραννία των ενηλίκων επί των ανηλίκων. Η ίδια Σχολή Σκέψης δέχεται ορισμένο λεξιλόγιο και απορρίπτει άλλο. Έχω να πω μια μικρή ιστορία επ’ αυτού: Όταν ο ένας από τους δύο γιους μου ήταν μωρό εφτά μηνών, του μιλούσα με τον ίδιο τρόπο που μιλούσα στη μαμά του, χωρίς αλλαγή ύφους ή επιλογή λέξεων. Με άκουσε μια γειτόνισσα στο χωριό και είπε ειρωνικά: “Ναι, τώρα, τα κατάλαβε όλα όσα του είπες”. Απάντησα: “Να είσαι σίγουρη ότι τα κατάλαβε όλα”. Λοιπόν, σ’ εκείνη τη συνομιλία μου με το μωρό, χρησιμοποίησα μία δική μου λέξη που έφτιαξα εκείνη την στιγμή. Την λέξη εκείνη δεν την χρησιμοποίησα έκτοτε ποτέ. Κι έμεινα έκπληκτος, χρόνια μετά, όταν ο γιος μου, μαθητής του Γυμνασίου πια, σε μια συζήτηση που κάναμε, χρησιμοποίησε τη λέξη εκείνη φυσιολογικά εν τη ρύμη του λόγου του, σα να ήταν η πιο φυσική λέξη της γλώσσας που μιλάμε! Ανέβλυσε φυσιολογικά μέσ’ από τη μνήμη του και βγήκε στην ομιλία του. Έτσι πείσθηκα ότι μπορούμε να μιλάμε σ’ ένα μωρό ακόμα και για προχωρημένα μαθηματικά. Θα τα καταλάβει τέλεια. Άρα η κυρίαρχη Σχολή Σκέψης που διαμορφώνει σήμερα την βιομηχανία του παιδικού βιβλίου, κινείται σύσσωμη σε λάθος κατεύθυνση.

  • Για το τι καταλαβαίνει το παιδί ακούγοντας ή διαβάζοντας ένα παραμύθι και για το πώς πρέπει να γράφει ο συγγραφέας παιδικές ιστορίες, έχουν ειπωθεί πολλά, έχουν γραφεί άλλα τόσο. Είναι πολύ “πονεμένη ιστορία”. Θα παραθέσω λοιπόν εδώ ένα περιστατικό και θα το σχολιάσω: Ένας αγαπημένος φίλος απόχτησε δίδυμα, αγόρι και κορίτσι. Ένα μήνα πριν γεννηθούν, ο γιατρός είπε ότι το αγόρι είναι 2.700 γραμμάρια και το κορίτσι είναι 1.600 γραμμάρια. Η εντύπωση που έδινε η εικόνα, είναι ότι το ένα έμβρυο “καταπιέζει” το άλλο. Όταν γεννήθηκαν τα δίδυμα, το αγόρι ήταν πάλι 2.700 γραμμάρια, δεν είχε πάρει ούτε ένα γραμμάριο. Το κορίτσι όμως πλησίαζε τα δύο κιλά. Ο γιατρός εξήγησε στους γονείς ότι το αγόρι “σταμάτησε να παίρνει βάρος για να πάρει βάρος η αδερφή του”. Το περιστατικό αυτό φανερώνει πολλά πράγματα. Πρώτο και καλύτερο ότι ο άνθρωπος από την εμβρυακή του κατάσταση, όταν ακόμα είναι στην κοιλιά της μάνας του, έχει την θεϊκή δύναμη να παχαίνει ή ν’ αδυνατίζει κατά βούληση. Αν όμως έχει την δύναμη αυτή, έχει κι άλλες δυνάμεις, τις οποίες χάνει, όταν γεννιέται. Δεν τις χάνει όταν γεννιέται, αλλά, όταν εφαρμόζονται πάνω του οι νόμοι των ενηλίκων, αρχικά, και του Σχολείου, αργότερα, δηλαδή της εκπαίδευσης. Εκ-παίδευση πάει να πει ότι “στερώ από το ον την παιδεία του (που έχει εκ φύσεως) και στην θέση της βάζω την δική μου”. Αν λοιπόν ο συγγραφέας αγνοεί την φύση των πραγμάτων, δεν επικοινωνεί με την παιδική ψυχή, αλλά την κατηχεί. Με άλλα λόγια, η παιδική λογοτεχνία, δεν είναι λογοτεχνία, επειδή μετατρέπεται σε προέκταση του εκ-παιδευτικού συστήματος. Όσο διασκεδαστική και αν είναι, δεν απέχει από την ανθρωποκτόνα κατήχηση. Στην θετική ανάγνωση αυτού της προσέγγισης, έχω να πω ένα: Το παιδί δεν επικοινωνεί με τις λέξεις, αλλά με τις μυρουδιές των λέξεων. Ακόμα κι αν ο συγγραφέας χρησιμοποιεί “δύσκολες” λέξεις, άγνωστες για το παιδί του νηπιαγωγείου ή του Δημοτικού Σχολείου, το παιδί αισθάνεται με όρους φωτός τον πυρήνα του Σύμπαντος.

  • Η κυρίαρχη Σχολή Σκέψης επέβαλλε επί δεκαετίες στα παιδικά βιβλία το happy end. Σήμερα γίνονται παγκοσμίως συζητήσεις για το θέμα αυτό. Οι ειδικοί αποφαίνονται ότι δεν είναι αναγκαίο το happy end. Τα πανεπιστήμια κάνουν έρευνες και, πλέον, διαμορφώνουν μια νέα λογοτεχνική τάση, η οποία επαναστατεί εναντίον της χαζοχαρούμενης αυτής ιδέας, η οποία στο μεταξύ έπλασε γενιές και γενιές παιδιών σε όλο τον κόσμο. Με την “πολιτεία των λουλουδιών” που τύπωσα το 1980, μπορώ να πω ότι υπήρξα πρωτοπόρος αυτής της επαναστατικής ιδέας. Είχα κατηγορηθεί πολύ γι’ αυτό τότε. Σαράντα χρόνια μετά, δικαιώνομαι, μπορώ να πω, με τον πιο επίσημο και τον πιο επιστημονικό τρόπο.

  • Εγώ γράφω παραμύθια με λογοτεχνικούς όρους. Δεν γράφω παραμύθια για παιδιά, αλλά παραμύθια για το παιδί που έχουν οι άνθρωποι μέσα τους, όποια ηλικία και αν έχουν. Βάζω ισότιμα το παραμύθι, ως είδος, πλάι στο ποίημα, το διήγημα και το μυθιστόρημα. Αυτό με αφήνει εκτός συγγραφικού κλίματος και εκτός εκδοτικής βιομηχανίας. Αν δεν είχα δημιουργήσει ένα μικρό αναγνωστικό κοινό στην πόλη μου, το Αγρίνιο, μετά από τριάντα χρόνια επίμονης δημοσιογραφικής και συγγραφικής εργασίας, ακόμα σήμερα θα έβραζα στο ζουμί μου.

  • Υπάρχουν δύο κατηγορίες για το παραμύθι: Το λαϊκό και το έντεχνο. Το λαϊκό παραμύθι είναι προφορικό, ακόμα και όταν έχει καταγραφεί και περιέχεται σε βιβλίο. Το έντεχνο δεν είναι προφορικό, αλλά γραπτό, ακόμα και όταν χρησιμοποιεί αφηγηματικούς κώδικες του λαϊκού παραμυθιού. Παραμυθάς είναι αυτός που αφηγείται παλιά παραμύθια στους άλλους, αυτός όμως που διαβάζει παραμύθια στο μαξιλάρι του παιδιού του, δεν είναι παραμυθάς. Τον παραμυθά τον δημιουργεί η μετάδοση της προφορικής παράδοσης. Παραμυθοποιός είναι αυτός που σκαρώνει παραμύθια ο ίδιος για να τ’ αφηγηθεί προφορικά πάντα στους άλλους. Και διαφέρει από τον παραμυθογράφο. Παραμυθογράφος είναι αυτός που γράφει παραμύθια δικής του επινόησης και είναι αντίστοιχος του χρονογράφου, του διηγηματογράφου ή του μυθιστοριογράφου.

  • Δεν εμπιστεύομαι τα διάσημα παραμύθια του Σαρλ Περό και των Αδελφών Γκριμ – ιδίως εκείνα που πήρε στα χέρια της η “Ντίσνεϊ” – για τον λόγο ότι αποτελούν ωραιοποιήσεις πολύ βίαιων λαϊκών μύθων που ξεκινούν από τον βιασμό και φτάνουν μέχρι τον κανιβαλισμό. Τα Ελληνικά λαϊκά παραμύθια όμως είχαν την καλή τύχη να ΜΗΝ προκαλέσουν το ενδιαφέρον της εκδοτικής βιομηχανίας, γεγονός που μας επιτρέπει σήμερα να εντρυφήσουμε σ’ αυτά και να φτάσουμε σχετικά εύκολα μέχρι τον πανάρχαιο πυρήνα τους.

  • Ο παραμυθογράφος βλέπει τον κόσμο μέσ’ από τα παραμύθια του: Το “Σύστημα” που μας τυραννάει, είν’ ένας δράκοντας που έπιασε στασίδι στην πηγή και δεν αφήνει τους ανθρώπους να πιουν νερό. Καμία δύναμη στη γη δε μπορεί να νικήσει αυτό το τέρας. Θα νικηθεί όμως από τον εαυτό του.

  • Ο Γάλλος Σαρλ Περό που εγκατέστησε το παραμύθι στην σύγχρονη λογοτεχνία, γεννήθηκε το 1628, μόλις 12 χρόνια μετά τον θάνατο του Ισπανού Μιγκέλ ντε Θερβάντες, το 1616, ο οποίος εγκατέστησε στην σύγχρονη λογοτεχνία το μυθιστόρημα. Ιστορικά λοιπόν, τα δύο είδη θα έπρεπε να ωριμάσουν παράλληλα, δεν έγινε όμως αυτό. Και δεν έγινε, επειδή το μυθιστόρημα “καπάρωσε” τους μεγάλους, ενώ το παραμύθι “καπάρωσε” τα παιδιά. Για τον διαχωρισμό αυτό ευθύνεται η αστικοποίηση, η οποία διέρρηξε τον μέχρι τότε συνδεκτικό ιστό μεταξύ αστικού και αγροτικού πληθυσμού, διέκοψε βίαια τη μετάδοση της προφορικής γνώσης, γκρέμισε τις γέφυρες μεταξύ των γενεών βαφτίζοντας κανονιστικά εκπρόσωπο της συντήρησης την παλιά και εκπρόσωπος της προόδου τη νέα. Η αποκατάσταση αυτής της σοβαρής διαταραχής επείγει, διότι δεν αφορά μόνο την ισορροπία της λογοτεχνίας, αλλά και την ισορροπία της ίδιας της κοινωνίας.

  • Και βέβαια υπάρχει μετρήσιμη λογοτεχνική αξία για το έντεχνο παραμύθι και μάλιστα σε βαθμό που δεν υπάρχει για κανένα άλλο είδος του γραπτού λόγου: Να γοητεύονται οι ανήλικοι αναγνώστες στον ίδιο βαθμό με τους ενήλικους αναγνώστες ή το αντίστροφο. Ακόμα μεγαλύτερος βαθμός λογοτεχνικής αξίας υπάρχει για το παραμύθι που γοητεύει τους αμύητους στην λογοτεχνία αναγνώστες, σε αντιπαραβολή με τους μυημένους. Αυτό είναι η πεμπτουσία! Μόνο το παραμύθι και το τραγούδι μπορούν να το πετύχουν αυτό. Το παραμύθι συγκινεί τους λόγιους και τους έλλογους, όσο ακριβώς και τους άλογους. Γιατί το παραμύθι είναι το μόνο είδος του γραπτού λόγου που δεν φτάνει στην ψυχή με τις λέξεις, αλλά με τις σιωπές ανάμεσα στις λέξεις.

  • Έριξα στη φωτιά τουλάχιστον 200 παραμύθια από εκείνα που έγραψα στην δεκαετία του ’80. Άναψα τον χωριάτικο φούρνο της μάνας μου, στη Μυρτιά, και τα έκαψα. Μαζί μ’ αυτά και μερικές χιλιάδες ποιήματα. Ο συγγραφέας που δεν θα περάσει αλώβητος μέσ’ από το ίδιο του το καμίνι, καλύτερα ν’ αλλάξει όνειρα. Ο συγγραφέας πρέπει να βουτήξει το έργο του στα νερά της Στυγός, όπως η Θέτις βούτηξε τον γιο της Αχιλλέα.

  • Ο παραμυθάς έχει συλλογική αποστολή, παρηγορεί τους ακροατές. Ο παραμυθογράφος έχει συγγραφική αποστολή, παρηγορεί τους αναγνώστες. Είναι μια διαφορά χαρακτήρα. Όμως και οι δυο δεν λογοτεχνούν επί των άλλων, αλλά μέσω των άλλων. Αυτός είναι ο λόγος που – σε σχέση με όλα τα άλλα είδη του λόγου – το παραμύθι άργησε πολύ να γίνει γραπτό. Μέχρι την εποχή του Σαρλ Περό ήταν προφορικό.

  • Το παραμύθι δεν “περνάει μηνύματα”, δε μπορεί να είναι καμουφλαρισμένη εγκυκλοπαίδεια, ούτε μεταμορφωμένη προπαγάνδα. Το παραμύθι δεν κατηχεί, ούτε διδάσκει. Δεν διασκεδάζει καν. Το παραμύθι παρηγορεί. Γιατί το παραμύθι δεν απευθύνεται στον εγκέφαλο, αλλά στην ψυχή, και, σ’ αυτήν, αποκαλύπτει τα μυστήρια. Το ίδιο κι ο μύθος. Γι’ αυτό και ποιητές παραμυθιών μπορούν να είναι μονάχα οι μύστες. Αυτή είναι και η διαφορά του είδους από όλα τ’ άλλα είδη του γραπτού λόγου.

  • Ο μύστης που – με το παραμύθι – αποκαλύπτει (μυστικές) αλήθειες, δεν είναι θεόπνευστος προφήτης, ούτε κάνας άγγελος Κυρίου. Είναι, απλά, ο άνθρωπος που – μέσω της άσκησης στις διαχρονικές ανθρώπινες αξίες – εξαγνίστηκε στο καμίνι της ζωής και υψώθηκε σε πρωταθλητή αρετών.

  • Είναι απείρως δύσκολο ν’ αναγνωριστείς ως συγγραφέας στην πόλη που ζεις. Τόσο δύσκολο που μοιάζει με κατόρθωμα, εάν συμβεί. Διότι ο συγγραφέας συνοδεύεται πάντα από έναν μύθο, το μύθο του. Η καθημερινότητα του συγγραφέα, στην οποία έχει πρόσβαση ο αναγνώστης του, λειτουργεί απομυθοποιητικά, στο τέλος δε ακυρωτικά.

  • Περισσότερο κι από τον αναγνώστη ο συγγραφέας χρειάζεται το μύθο του στον “μη αναγνώστη”, είναι το οξυγόνο που αναπνέει, χωρίς το μύθο του ο συγγραφέας ασφυκτιά. Στο Αγρίνιο έχουμε τον λογοτεχνικό μύθο του Κώστα Χατζόπουλου. Μπορώ να βρω δέκα σύγχρνους ποιητές με δέκα ποιήματα του καθένα που είναι λογοτεχνικώς καλύτερα από τα καλύτερα του Χατζόπουλου. Κι όμως αυτοί οι δέκα σύγχρονοι ποιητές δε φτουράνε μπροστά σ’ εκείνον! Άρα ο μύθος είναι παντοδύναμος. Ο συγγραφέας που δεν χτίζει τον μύθο του ή ο συγγραφέας που δεν έχει την τύχη να του χτίσουν μύθο οι άλλοι, αφανίζεται, ακόμα κι αν είναι ο καλύτερος. Το ίδιο συμβαίνει σε άλλη κλίμακα και με τους πατριάρχες του παραμυθιού, τον Σαρλ Περό, τους αδελφούς Γκριμ, τον Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Μπορώ να βρω αμέτρητα σύγχρονα παραμύθια λογοτεχνικώς ανώτερα από τα καλύτερα παραμύθια εκείνων, ο μύθος τους όμως είναι – και πάλι – παντοδύναμος. Σε ό,τι αφορά την δική μου παραμυθογραφία, έβαλα τον πήχη ψηλά: Να γράψω περισσότερα παραμύθια κι από τους τέσσερις μαζί. Όχι για να συγκριθώ μαζί τους, αλίμονο, αλλά για να γράψω ανάμεσα στα πολλά έστω ένα παραμύθι και νά ‘ναι λογοτεχνικώς ανώτερο από τα καλύτερα εκείνων των ιερών τεράτων. Ότι το κατάφερα, με αφήνει ευτυχή, ότι δεν είναι γνωστό, με αφήνει αδιάφορο.

  • Ο συγγραφέας δεν μπορεί να επαινεί τον εαυτό του. Αν δεν τον βαφτίσουν συγγραφέα οι άλλοι  συγγραφείς, θα μείνει στ’ άγραφα, ένας άνθρωπος χωρίς συγγραφική ταυτότητα, ακόμα κι αν έχει γράψει “τ’ άντερά του”. Οι δε άλλοι συγγραφείς βαπτίζουν συγγραφέα ακόμα και τον Φούφουτο, τον δέχονται στο τραπέζι τους, αρκεί το βιβλίο του να βγει από Εκδοτικό Οίκο. Αυτή είναι η τάξη των πραγμάτων. Όποιος δεν την ακολουθεί, χάνει, γιατί οι συγγραφείς φθονούν ο ένας τον άλλο και χωρίς την σφραγίδα του εκδότη (όταν δηλαδή δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς) δεν αναγνωρίζουν κανέναν, ούτε καν την διάνοια, μαχαιρώνουν πισώπλατα όποιον τους κάτσει στο στομάχι. Αυτό δεν έχει καμία σχέση βέβαια με την λογιοσύνη, αλλά ισχύει επακριβώς. Κανένας τους δεν χρωστάει καλό λόγο σε κανέναν. Από την άλλη, το αερικό που δε μπορεί να είναι άλλο τι από συγγραφέας, μέσα στην σιωπή της ερήμου στην οποία τον καταδικάζουν οι ομότεχνοι, έχει καταφύγιό του μόνο τον άδολο αναγνώστη, αν βέβαια καταφέρει να βρει δίοδο προς αυτόν, που συνήθως, για να βρει, πρέπει να φτύσει αίμα. Εγώ έφτυσα αίμα για να εκδώσω τον “αραμπά” και να φτάσω με τους δικούς μου όρους στον αναγνώστη πολεμώντας με θεούς και δαίμονες. Το αποτέλεσμα ήταν βέβαια πολύ δυσανάλογο με τις υλικές και τις ψυχικές δυνάμεις που ξόδεψα. Σε γενικές γραμμές, ο αναγνώστης είναι καθοδηγούμενος από την διεστραμμένη εκδοτική βιομηχανία, οπότε ο αληθινός συγγραφέας θάβεται στο τάφο του ζωντανός.

  • Από την ιδιότητα του δημοσιογράφου που υπηρέτησα επί είκοσι εφτά χρόνια, αντλώ την πεποίθηση ότι η αλήθεια δεν είναι (ούτε μπορεί να γίνει) κτήμα του δημοσιογράφου. Ο κόσμος που κατηγορεί  τους δημοσιογράφους ότι γράφουν ψέματα, κάνει λάθος, βλέπει τον κόσμο ανάποδα. Και το λάθος αυτό είναι χειρότερο από την αδικία. Δουλειά του δημοσιογράφου δεν είναι να μεταδίδει την αλήθεια, αλλά την πληροφορία. Μετά αναλαμβάνει ο συγγραφέας, δουλειά του οποίου είναι να κάνει χημικές ενώσεις με τις δημοσιευμένες πληροφορίες. Αν οι εφημερίδες δεν γράφονταν μόνο από δημοσιογράφους, αλλά και από συγγραφείς, θα είχε αποτραπεί η δολοφονική πια κρίση στον έντυπο Τύπο.

  • Γράφω χρονογράφημα από το 1990 χωρίς καμία διακοπή. Έχω γράψει και δημοσιεύσει περισσότερα από 300 ευθυμογραφήματα και περισσότερα από 1.000 χρονογραφήματα. Νομίζω ότι είμαι ο τελευταίος πια χρονογράφος. Βλέπω βέβαια την ένδειξη “χρονογράφημα” εδώ κι εκεί σε τοπικές ιδίως εφημερίδες, το πρόσεξα, πρόκειται όμως για σχόλιο, όχι για χρονογράφημα. Το χρονογράφημα είναι άλλο πράμα! Είναι όλα τα είδη του γραπτού λόγου μαζί: Πριν απ’ όλα είναι βέβαια ρεπορτάζ. Κι ακολουθούν: Μυθιστόρημα σε σμίκρυνση όπως ο “Μενούσης”, διήγημα όπως “η φόνισσα”, ποίημα όπως η “Ιθάκη”, πάνω δε απ’ όλα, παραμύθι, όπως “η Σταχτοπούτα”. Και όλα αυτά σε ευτράπελο ύφος! Από πλευράς τεχνικής είναι το κορυφαίο είδος του γραπτού λόγου. Όποιος μπορεί να γράψει χρονογράφημα, μπορεί να γράψει τα πάντα, η γραφή του δεν έχει ταβάνι.

  • Αλήθεια είνα η “α – λήθη”, δηλαδή η “μη λησμονιά”, δηλαδή η “Μνήμη”. Αλήθεια σημαίνει Μνήμη. Η αλήθεια δεν μεταδίδεται, γιατί είναι μυστική. Όχι κρυφή, αλλά μυστική. Κτήμα δηλαδή των μυστών. Η αλήθεια είναι διάχυτη παντού, προσιτή σε όλους. Κανείς δε μπορεί  να την κρύψει από κανέναν. Και να ήθελε, δε μπορεί, γιατί είναι ασύληπτη στην διάσταση της ύλης. Η αλήθεια κινείται μόνο στην διάσταση του πνεύματος. Αυτό συνιστά και την δυσκολία να τη βλέπει ο καθένας, αν και περνάει ολόλαμπρη δίπλα του. Δουλειά του δημοσιογράφου (πρωτογενώς, αλλά και του συγγραφέα, δευτερογενώς) είναι ακριβώς αυτό: Να ενεργοποιήσει τη μνήμη του (αγνώστου σε αυτόν) αναγνώστη. Η αλήθεια ενυπάρχει στον αναγνώστη με τη μορφή της ατομικής και της συλλογικής Μνήμης. Άρα ενυπάρχει μέσα στον καθένα μας, δεν έρχεται απέξω, δε μας τη φέρνει κανένας, ούτε μας τη δίνει. Κι αυτό επειδή κανείς δεν είναι κάτοχός της. Η αλήθεια είναι η ωραία κοιμωμένη των παραμυθιών που κοιμάται στο παλάτι της ψυχής μας. Ο δημοσιογράφος (ή ο συγγραφέας) είν’ ένας πρίγκιπας που έρχεται να λύσει τα μάγια, να ξυπνήσει την πεντάμορφη που κοιμάται χίλια χρόνια μέσα μας και να την κάνει βασίλισσα. Μόνο που η Μνήμη στον αναγνώστη δεν ενεργοποιείται από έναν δημοσιογράφο, ούτε από έναν συγγραφέα. Χρειάζονται πολλοί πρίγκιπες, πολλοί “μνηστήρες της Πηνελόπης”, ώστε να υπάρχουν “διασταυρούμενα πυρά”. Χρειάζονται πολλές εφημερίδες, πολλά βιβλία και πολλά Μέσα Ενημέρωσης. Αυτό στον πραγματικό κόσμο λέγεται πλουραλισμός, άρα Δημοκρατία. Με άλλα λόγια: Αληθινή Δημοκρατία.

  • Το 1980 που τύπωσα την “πολιτεία των λουλουδιών”, οι αριστεροί – παραδομένοι στη μόνιμη ξινίλα τους – μου έλεγαν ότι οραματίζομαι έναν λουλουδένιο κόσμο, άρα δεν σκαμπάζω γρι από πολιτική, άσε που είμαι ιδεαλιστής – που σήμαινε – καθόλου ρεαλιστής. Το 1990 που έβγαλα τον δημοφιλή“αραμπά” μου, οι κριτές μου διχάστηκαν. Οι μεν δημοσιογράφοι έλεγαν ότι είμαι λογοτέχνης, οι δε λογοτέχνες έλεγαν ότι είμαι δημοσιογράφος. Κανένα σινάφι δε με ήθελε για τους ιερούς κόλπους του. Αργότερα έκαμαν νέο – και πιο εξειδικευμένο – διαχωρισμό. Οι ποιητές με έλεγαν παραμυθά και οι πεζογράφοι χρονογράφο. Με έπεισαν δε σε μεγάλο βαθμό ότι είχαν δίκιο. Για καιρό έλεγα κι εγώ πως είμαι λίγο απ’ όλα, άρα δεν είμαι τίποτα το σπουδαίο σε κάτι απ’ όλα αυτά. Είδα όμως κάποια στιγμή ότι αδικούσα τον εαυτό μου, όσο με αδικούσαν και οι άλλοι. Διότι εγώ έγραφα σε όλα τα είδη του γραπτού λόγου, επειδή έπρεπε να δίνω πλήρες έντυπο στον αναγνώστη μου (εφημερίδα ή περιοδικό) αλλιώς δεν θ’ αποσπούσα τον οβολό του, άρα δεν θα είχα ψωμί για την οικογένεια. Για το ποιος ήταν περισσότερο ρεαλιστής από μένα, τώρα το συζητώ.

  • Επιχείρησαν πολλοί, κανείς όμως δεν με έκαμε ποτέ “του χεριού του”. Είχα πάντα το δικό μου βασίλειο. Το μεγαλύτερο δημοσιογραφικό μου επίτευγμα είναι ότι οι Νεοδημοκράτες με θεωρούσαν Πασόκο, οι Πασόκοι με θεωρούσαν αριστερό,  οι μισοί αριστεροί με θεωρούσαν αναρχικό και οι άλλοι μισοί δεξιό. Συμφωνούσαν όμως όλοι τους σε ένα: Ότι είμαι άθεος. Είχε πολλή πλάκα!

  • Εδώ που τα λέμε, όλα όσα κάνει ένας αληθινός συγγραφέας για να επιβιώσει, όλα πλην της συγγραφικής, είναι ρόλοι, σαν αυτούς που ενσαρκώνει ο ηθοποιός στην σκηνή. Όσο πιο μεγάλος και σπουδαίος είναι ο συγγραφέας, τόσο πιο πειστικοί είναι οι ρόλοι που επωμίζεται. Ο καλός συγγραφέας είναι ικανός να είναι καλύτερος σε απόδοση από την αυθεντία σε κάθε επάγγελμα! Μπορεί λοιπόν στα μάτια του κόσμου να είναι το ένα και το άλλο. Στην πραγματικότητα όμως ο συγγραφέας είναι μόνο συγγραφέας και ζει τους ήρωές του.

  • Δεν έγραψα ποτέ με την ασφάλεια του κάου – μπόι που ψάχνει πάντα έναν τοίχο για ν’ ακουμπάει την πλάτη του προτού πυροβολήσει. Ο λογοτέχνης που γράφει με την ασφάλεια του μισθωτού, είναι πριν απ’ όλα λειψός σε μια δουλειά που οφείλει να είναι ακέριος, αφού πληρώνεται από το Δημόσιο Ταμείο. Εγώ έγραψα για να ταΐσω το τομάρι μου αρχικά και την οικογένειά μου αργότερα. Κι αυτό το έκαμα σε μόνιμο και διαρκές καθεστώς ανασφάλειας, επί μισό αιώνα. Αυτό άλλωστε υπαγόρευσε και την ευρύτητα της θεματολογίας μου. Ταυτόχρονα δε, με διαφοροποιεί απ’ όλους όσους έχουν εκδώσει βιβλία ή περιοδικά τα τελευταία σαράντα χρόνια.

  • Η επιτυχία, η αναγνώριση, βεβαίως και η οικονομική απολαβή του συγγραφέα στον κόσμο μας, δεν συνδέεται με την ελευθερία, ούτε καν με την ελευθερία της έκφρασης. Η ελευθερία εξαγοράζεται μόνο με την πενία. Είχα τις ευκαιρίες μου. Αλλά – για χάρη της ελευθερίας – τις άφησα με χαρά να φύγουν. Όχι μία, ούτε δύο ή τρεις, αλλά πολλές. Τόσες, που ακούγονται τώρα σαν ατυχίες. Το τίμημα ήταν βαρύ. Γιατί, από ένα σημείο και μετά, με εκδικιόταν το ίδιο το σύμπαν.

  • Η δόξα του μεγάλου συγγραφέα δεν κερδίζεται από το συγγραφικό έργο, αλλ’ από κάποιαν ακρότητα βίου που δεν έχει σχέση με την συγγραφή. Εγώ δεν είμαι, ούτε θα γίνω μεγάλος συγγραφέας, γιατί είμαι πολύ στρωτός, απόλυτα συνήθης, δεν άσκησα ποτέ την τέχνη της πρόκλησης που έλεγε ο Ηλίας Πετρόπουλος. Όλοι ονειρεύονται ένα μεγάλο βραβείο, αλλά εγώ τρομάζω στη σκέψη ότι μπορεί να μου συμβεί. Δεν αντέχω τις τελετές, ούτε τις παραστάσεις. Μου στερούν χρόνο από τον στοχασμό και το γράψιμο.

  • Ο τίτλος του συγγραφέα που αγοράζεται από τον εκδότη, είναι θνησιγενής. Συγγραφέας είναι αυτός που το έργο του γράφει στην συλλογική μνήμη όσο ζει και μένει σ’ αυτήν μετά τον θάνατό του. Γι’ αυτό και ο καλός συγγραφέας δεν αναγνωρίζεται ποτέ εν ζωή, αλλά μετά θάνατον. Παρά την γενική εντύπωση, αυτό δεν συνιστά αδικία για τον συγγραφέα, ακόμα και αν για να γράψει το έργο του πείνασε και δυστύχησε στη ζωή του. Είναι απλό: Για να κριθεί ένα λογοτεχνικό έργο αντικειμενικά, απαιτείται απόσταση χρόνου και τόπου. Αλλά η απόσταση από τον χρόνο και τον τόπο εξασφαλίζεται μόνο με τον θάνατο. Αν ο θάνατος είναι και τραγικός, τόσο το καλύτερο…

  • Η δημοσιογραφική μου ιδιότητα χρησιμοποιήθηκε από πολλούς για ν’ απορριφθώ από τα συγγραφικά σαλόνια τους. Δε μ’ ένοιαξε ποτέ αυτό, αλλά για την ιστορία, έχω να πω τούτο: Μερικοί από τους μεγαλύτερους ποιητές και πεζογράφους, έβγαλαν το ψωμί τους ως δημοσιογράφοι. Θ’ αναφέρω μόνο τέσσερις ξένους κορυφαίους: Αλμπέρ Καμύ, Εμίλ Ζολά, Έρνεστ Χεμινγουέι, Τζορτζ Όργουελ.

  • Εκτός από μια γονική ρίζα στο χωριό μου, τα περιουσιακά μου στοιχεία είναι το απόλυτο μηδέν. Το  ίδιο και οι καταθέσεις: Ήταν πάντα και είναι μηδέν. Η λιτότητα είναι το φόρτε μου. Αυτό ως απάντηση σε όσους αφοριστικά – χωρίς να με εξαιρέσουν – είπαν ότι “οι δημοσιογράφοι τα παίρνουν”.

  • Στην περίπτωσή μου η δημοσιογραφική ιδιότητα χρησιμοποιήθηκε ως τεκμήριο συγγραφικής αδυναμίας. Ταυτόχρονα δε, το συγγραφικό μου στίγμα (που ήταν αδύνατο ν’ αποσιωπήσουν) χρησιμοποιήθηκε ως τεκμήριο δημοσιογραφικής αδυναμίας. Σηκώθηκα πολλές φορές από την Προκρούστεια κλίνη, όπου νόμιζαν ότι πέθανα. Δεν κατάφεραν να με σκοτώσουν, γιατί θυμόμουν από παλιά την τέχνη της ανάστασης.

  • Ο καλός δημοσιογράφος και ο καλός συγγραφέας συχνά συναντιούνται. Ιδίως όταν εφαρμόζουν και οι δυο τον ίδιο χρυσό κανόνα: Να μην υποκαθιστούν ποτέ τη νοημοσύνη του αναγνώστη, να τον μεταχειρίζονται τρυφερά σαν παιδί, να γράφουν για τη χάρη του απλά, να εκλαϊκεύουν τις υψηλές έννοιες, να μην κάνουν σε βάρος του πολιτική ή άλλη προπαγάνδα, ούτε βέβαια θρησκευτική κατήχηση, αλλά εντέχνως να του δίνουν ακριβή στοιχεία για να γράψει ο ίδιος ο αναγνώστης άλεκτα στο κεφάλι του το δικό του άρθρο ή την δική του ιστορία. Αυτό βέβαια προϋποθέτει μια “ταπεινότητα”, δημοσιογραφική ή συγγραφική. Είναι ο προφανής λόγος για τον οποίο ο καλός δημοσιογράφος και ο καλός συγγραφέας δεν κάνουν ντόρο, εργάζονται αθόρυβα και σεμνά, όχι από σύμπλεγμα ή σεμνοτυφία, αλλ’ από σεβασμό και προσήλωση στην ιερή τους αποστολή. Αυτή η ανείπωτη συμπεριφορά έχει κι ένα άλλο παρεπόμενο: Ο αμύητος αναγνώστης, αν και ηδονίζεται  στην ανάγνωση τέτοιου κειμένου (χωρίς να ξέρει γιατί) εκφράζει στο τέλος μεγαλόφωνα την διαφωνία του σε πολλά, ενίοτε δε απορρίπτει το όλον. Και όταν ο αναγνώστης μπορεί να διαφωνεί, πολλώ δε μάλλον ν’ απορρίπτει, χαίρεται πολύ, γιατί “τα βάζει στα ίσα” μ’ αυτόν τον τύπο που παριστάνει τον καμπόσο και ποιος ξέρει από “πού τα παίρνει”… Μεγάλη ευτυχία για τον αναγνώστη! Για τον συγγραφέα όμως είναι πάντα ένα οδυνηρό “αποτέλεσμα ανάγνωσης” του έργου του, που βέβαια το γνωρίζει εκ των προτέρων, έχει όμως τη γενναιότητα του βασιλόπουλου του παραμυθιού και – σε κάθε έκδοση της εφημερίδας – ρίχνει άφοβα τον εαυτό του στο στόμα του δράκοντα για να ελευθερώσει την πεντάμορφη ή να φαγωθεί από αυτόν. Το κάνει, επειδή ξέρει ότι η “ανθρωποφαγική” αυτή λειτουργία συνιστά τη μεταλαβιά του αναγνωστικού κοινού από το δικό του δισκοπότηρο.

  • Ο Π. Ένιγουεϊ, σε μια φανταστική συνέντευξη για την τέχνη της ποίησης, λέει: “…Τι πιστεύουμε για την ευτυχία; Τι πιστεύουμε για την ήττα και τη νίκη; Στις μέρες μας οι άνθρωποι μιλούν για happy end, το βλέπουν ως απλή κολακεία απέναντι στο κοινό ή πιστεύουν ότι είναι ένα εμπορικό τέχνασμα· το θεωρούν τεχνητό. Ωστόσο για αιώνες οι άνθρωποι μπορούσαν πολύ ειλικρινά να πιστεύουν στην ευτυχία και τη νίκη, παρόλο που ένιωθαν τη μεγαλοπρέπεια της ήττας…”. Αυτό έχει για μένα ειδικό βάρος, διότι μου κόστισε πολύ ότι “η Πολιτεία των λουλουδιών” δεν είχε happy end.

  • Η είδηση δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2019: Η βιβλιοθήκη του Σχολείου Taber της Βαρκελώνης εξετάστηκε από το Associació Espai i Lleure ως μέρος ενός έργου που στοχεύει να αναδείξει το κρυμμένο σεξιστικό περιεχόμενο των βιβλίων. Οι ερευνητές εξέτασαν όλους τους χαρακτήρες των βιβλίων, ακόμα και αυτών που δεν έχουν ενεργό ρόλο στην κάθε ιστορία. Κατέληξαν δε στο συμπέρασμα ότι θίγονται, μεταξύ άλλων, ζητήματα ταυτότητας και φύλου. Ο τρόπος με τον οποίο πολλά παιδιά βιβλία διαχειρίζονται το ζήτημα του φύλου, του «δυνατού» αγοριού και του λιγότερο δυνατού κοριτσιού, όπως και το θέμα της αρρενωπότητας, στέλνει ένα μήνυμα για τη βία του δυνατού απέναντι στον αδύναμο. Μετά απ’ αυτό, το Σχολείο αφαίρεσε 200 βιβλία από την βιβλιοθήκη του, ανάμεσά τους η «Κοκκινοσκουφίτσα» και ο θρύλος του «Αγίου Γεωργίου». Η εφημερίδα El País ανέφερε ότι άλλα σχολεία στη Βαρκελώνη επανεξετάζουν το περιεχόμενο των βιβλιοθηκών τους, ζητώντας από τους Συλλόγους Γονέων να συμμετάσχουν σε αυτή την προσπάθεια. «Σε ηλικία πέντε ετών τα παιδιά μέσω των παιδικών βιβλίων έχουν ήδη καθιερώσει τους ρόλους των φύλων γνωρίζουν τι είναι να είναι αγόρι ή κορίτσι και τι σημαίνει αυτό. Έτσι, είναι σημαντικό να δουλέψουμε με την προοπτική του φύλου από το στάδιο της βρεφικής ηλικίας», δήλωσε ο Πρόεδρος της Ένωσης γονέων του Fort Pienc.Κριτήριο αξίας για τον παραμυθογράφο είναι η επίκτητη ικανότητά του να γράφει παραμύθια που σταματάνε το χρόνο του αναγνώστη, ταυτόχρονα δε, είναι εργαλεία στα χείλη του αφηγητή για να σταματάει το χρόνο του ακροατή.

  • Αν η Κοκκινοσκουφίτσα δεν ήταν ένα από τα πρώτα οκτώ παραμύθια, με τα οποία ο Περό έκαμε μόδα αυτό το νέο είδος λογοτεχνίας το 1697, σήμερα, η διάσημη Κοκκινοσκουφίτσα του θα ριχνόταν στην πυρά, ως το πιο αντιπαιδαγωγικό παραμύθι. Κι όμως, όλοι αυτοί που κόπτονται για την ευαισθησία που πρέπει ν’ αποπνέει η παιδική λογοτεχνία, αφήνουν την Κοκκινοσκουφίτσα στο απυρόβλητο, αρχίζουν και την παραμυθολογία τους από αυτήν, την ίδια στιγμή που καταδικάζουν ως αντιπαιδαγωγικό ένα παραμύθι που έχει μέσα τη λέξη “καραμπουζουκλής”.
Scroll to Top