Η Ωδή στην Τριχωνίδα

Η “Ωδή στην Τριχωνίδα” γράφηκε το 2016 πάνω σε μια ανεξίτηλη ανάμνηση από τον Ιούνιο του 2001, όταν ο Παντελής Φλωρόπουλος, παρέα με δύο φίλους του, τον Κώστα Λαζαρίνη και τον Φίλιππα Αυγέρη, ανέβηκαν στην κορυφή του Παναιτωλικού όρους, την Κυραβγένα, στο Καταφύγιο του Ορειβατικού Συλλόγου.

Στο γυρισμό τους είδαν κάτω ν’ αστράφτει ο υδάτινος καθρέφτης της Τριχωνίδας. Αγναντεύοντας για ώρα την θεϊκή της εικόνα, ένας αετός πέταξε από πάνω τους, ο ίσκιος του κάλυψε μεγαλόπρεπα όλο το πλάτος του αυτοκινητόδρομου μπροστά…

Πώς έβλεπε τάχα την Τριχωνίδα ο αετός από την κορυφή της Κυραβγένας;
Αυτό το ερώτημα γέννησε το ποίημα που πήρε τον τίτλο “Ωδή στην Τριχωνίδα”.

Τη μουσική έβαλε ο Κωνσταντίνος Σαμψών. Στην ερμηνεία η Γεωργία Τριανταφύλλου. Την εικόνα του εξωφύλλου φιλοτέχνησε ο Χρήστος Παπανίκος. Στη βιντεοληψία ο Γιάννης Γιαννακόπουλος και ο Ανδρέας Κουτσοθανάσης, Στην φωτογραφία ο Πάνος Καλτσάς. Η ηχογράφηση του τραγουδιού έγινε στο στούντιο FREQ του Νίκου Καλαμπαλίκη στο Αγρίνιο. Η τελική επεξεργασία με το mastering στο στούντιο ARTRACKS του Γιώργου Πρινιωτάκη στην Αθήνα.

Το βιντεοκλίπ γυρίστηκε στ’ Αμπάρια του Παναιτωλίου, στο «Αρχοντικό της λίμνης» στο Καινούριο, στο «Κτήμα Πιθάρι» στη Ντουγρή, στο ξενοδοχείο «Έλλη» στη Βαρειά, στη Μυρτιά, και στην παραλία «Φωτμού», στο Πετροχώρι.

Με την προσφορά των χώρων τους για τα γυρίσματα έχουν μερίδιο στην δημιουργία αυτή και ο Γιώργος Λάμπρης, ο Κοσμάς Τασούλης, ο Χρήστος Κωνσταντόπουλος και ο Κώστας Ξηροκώστας.

ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΤΡΙΧΩΝΙΔΑ

Όταν διψάει ο Θεός, τα δυο του χέρια απλώνει
– Αράκυνθο και Παναιτωλικό – τα δυο βουνά σιμώνει
μια χούφτα κάνει θεϊκή, τη λίμνη Τριχωνίδα,
πίνει νερό, δροσίζεται. Πολλές φορές τον είδα.

Αράκυνθος και Παναιτωλικό είναι τα δυο Του χέρια
τα πόδια Του πατούν στη γη κι ο νους Του είναι στ’ αστέρια
κι η Τριχωνίδα η θεϊκή μια χούφτα για να πίνει
να ξεδιψάει ο Θεός μες του Φωτός τη δίνη.

Αυτό σημαίνει “Τριχωνίς”: Χοάνες τρεις ή Πύλες,
να ρθουν, να φύγουν οι θεοί από υπερκόσμιες στήλες.
Κι όταν μια μέρα θα φανούν οι στρόβιλοι στα ουράνια
στην αμμουδιά της θα ριγούν καλάμια, ιτιές, πλατάνια.

Δεν διάλεξα στην όχθη της να γεννηθώ στην τύχη
θαρρώ πως ήρθα πορθητής για να γκρεμίσω τείχη
να διαλύσω την αχλή που την ψυχή κλειδώνει
και δεν αφήνει για να δει το Φως που την υψώνει.

Όταν διψάω τώρα εγώ, τα δυο μου χέρια απλώνω
– Αράκυνθο και Παναιτωλικό – τα δυο βουνά σιμώνω
μια χούφτα κάνω θεϊκή, τη λίμνη Τριχωνίδα,
πίνω νερό, δροσίζομαι, σαν τον Θεό που είδα.

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top