Ποιήματα

25 ποιήματα

Ανθολογήματα από τις Αποθήκες Ποιημάτων “Ημίτονα”, “Συλλαβές” και “Αρτηρίες”:

01. Το μονοπάτι μου
02. Το τρένο
03. Κύκλοι αμέτρητοι κύκλοι
04. Ο ήχος του κλειδιού
05. Η μόνη μου μετάνοια
06. Η ροδιά
07. Οι εποχές της μέρας
08. Οι μέρες
09. Η μοναξιά
10. Πλάι στο νερόμυλο
11. Μύγες και κουνούπια
12. Τι ξέρουν οι γέροντες
13. Η σκιά
14. Οι σιωπές
15. Ποιος λέει τι
16. Δόνηση
17. Ξεχνάς κάτι
18. Οι γλάροι
19. Να κατακτάς
20. Ο φόβος
21. Συνάντηση με παλιά φίλη
22. Τα φύλλα
23. Πού πάει το λεωφορείο
24. Γράμμα στη Λυδία
25. Το πλοίο

ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΜΟΥ

Πήρα το μονοπάτι μου και πάω.
Δεν έχει σημασία ποιο.

Κάθε μονοπάτι που παίρνω
είν’ ένα ρυάκι
που με πάει στην ίδια θάλασσα
στον ίδιο ουρανό.

ΤΟ ΤΡΕΝΟ

Όλα τα τρένα που εμπρός μου
πέρασαν
τα έχασα.
Όχι γιατί
δεν ήρθα εγκαίρως στο σταθμό
ούτε γιατί δεν έβγαλα το εισιτήριο
αλλά γιατί
περίμενα πάντα το επόμενο
αφού
κανένα τρένο δεν ηχούσε όπως εγώ
θυμόμουν στο πλακόστρωτο να ηχούν
τα βήματά σου.

ΚΥΚΛΟΙ ΑΜΕΤΡΗΤΟΙ ΚΥΚΛΟΙ

Μία φορά που μ’ έδιωξε η μάνα μου.
Έξι μηνών μωρό με πήρε η γιαγιά μου.

Και κάθε φορά που με διώχνει ένας φίλος
κάθε φορά που χάνω κάποιον
χάνομαι.

Γιατ’ είναι σα να με διώχνει πάντα
η μάνα μου
κι είναι σα νά ’μαι πάντα έξι μηνών
μωρό
που
τώρα
δεν έχω τη γιαγιά μου να με πάρει.

Ο ΗΧΟΣ ΤΟΥ ΚΛΕΙΔΙΟΥ

Ήμουν στο μπάνιο.
Άκουσα
την κλειδωμένη πόρτα ν’ ανοίγει.
“Ποιος είναι;”, φώναξα.

Κανείς.
Στο διάδρομο,
Στο σαλόνι.
Στην κουζίνα.
Στα δωμάτια.
Στο μπαλκόνι.
Κανείς.

“Ποιος είναι;” ρώτησα.

Η ΜΟΝΗ ΜΟΥ ΜΕΤΑΝΟΙΑ

Και τι δεν έκαμα για να κερδίσω
τα ελάχιστα.
Και τι δεν κάνω…

Ακόμα και υγρασία έγινα ψάχνοντας
ρωγμές εισόδου.

Όμως τα κυρίαρχα σχήματα πνίγουν
κάθε προσέγγιση.

Απλώνουν τ’ αόρατα πλοκάμια τους
σε κάθε ανάσα
και κόβουν τη ροή της αύρας μου
εν τη γενέσει.

Και τι δεν έκαμα για να κερδίσω
μια κόχη.
Και τι δεν θα κάνω για να μην ξανακάνω
τίποτα γι’ αυτήν…

Η ΡΟΔΙΑ

Πότε μεγάλωσαν αυτά τα ρόδια
στη ροδιά;
Πότε κοκκίνισαν;

Τίποτα
δεν έκαμε κανείς γι’ αυτά.

Έτσι κι αλλιώς θα μεγάλωναν.
Έτσι κι αλλιώς θα κοκκίνιζαν.
Έτσι κι αλλιώς θα ετοιμάζονταν τελετουργικά
να φαγωθούν απ’ τα πουλιά.

Έτσι πάντα συμβαίνει
όταν κάποιος από έρωτα φυτεύει
μια ροδιά.

ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

Κάποιες ώρες της μέρας
μοιάζουν με χειμώνες

κάποιες άλλες ώρες της μέρας
μοιάζουν με άνοιξη.

Γιατί όλες τις άλλες ώρες
μοιάζει με φθινόπωρο;

Γιατί
πάντα λείπει το καλοκαίρι;

ΟΙ ΜΕΡΕΣ

Αυγή!
Άλλη μια μέρα πάνω στις μέρες.

Αυγή;
Μια μέρα πιο κοντά στο τέλος
των ημερών.

Μέρα τη μέρα κυλούν οι ζωές.
Μέρα τη μέρα κυλούν οι αιώνες.

Κι οι μέρες που έφυγαν
πέρασαν γρήγορα
κι οι μέρες που θά ‘ρθουν
αργούν.

Τόσο πολύ αργούν
που δε μας προλαβαίνουν ποτέ.

Η ΜΟΝΑΞΙΑ

Μοναξιά
μη φεύγεις.

Μείνε
να κουβεντιάσουμε λίγο ακόμα.

Μοναξιά
μη μ’ αφήνεις μόνο μου.

ΠΛΑΪ ΣΤΟ ΝΕΡΟΜΥΛΟ

Αχ πάει καιρός που πέρασα ξανά
στο μέρος που παιδί ονειρευόμουν
κι ο πλάτανος πλάι στο νερόμυλο
που έκοψαν
από τον κόσμο λείπει
όχι από μένα
ο πλάτανος εκείνος ζει στα όνειρά μου
κι αιώνιο παιδί
στον ίσκιο του κάθε φορά περνώ
και κάθομαι για λίγο εκστατικός εκεί
που κάποτε θέριευε μαζί του
η μικρή σκιά μου.

ΜΥΓΕΣ ΚΑΙ ΚΟΥΝΟΥΠΙΑ

Από το ανοιχτό μου παράθυρο
μόνο μύγες μπαίνουν
και κουνούπια.

Οι μέλισσες ποτέ.

ΤΙ ΞΕΡΟΥΝ ΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ

Είναι κάποια πράγματα
που τα ξέρουν
μόνο
οι γέροντες.

Κι όμως.
Κάποιες φορές
αυτά τα ίδια πράγματα
είναι που ξέρουν τα παιδιά

και παίζουν ασταμάτητα.

Η ΣΚΙΑ

Βιαζόμουν. Βάδιζα γρήγορα.
Είχα δουλειά.
Ο καύσωνας δε με πτοούσε
κι ας έκαιγε ο ήλιος τα πλευρά μου.

Και τότε είδα τη σκιά
πιστά ν’ ακολουθεί τα βήματά μου.

“Τι θέλεις;” ρώτησα. “Πού πας;
Γιατί συντρόφισσα κυλάς
από κοντά μου”;

“Μη χολοσκάς”.
Μου είπε.

“Τα περισσότερα που βλέπεις
έγιναν
χωρίς εσένα.
Και όσα είναι να συμβούν
με τη σκιά τους θά ‘ναι όλα
– όπως εσύ –
δεμένα”.

ΟΙ ΣΙΩΠΕΣ

Ο σιωπηλός κόσμος δεν υπάρχει
εκτός αν ανακαλύψεις.το βασίλειό του.

Αλλ’ όταν μπεις
στη μεγάλη αίθουσα του θρόνου του
και μαγευτείς

κανείς δεν θα ξέρει πως υπάρχεις
εκτός αν ανακαλύψει.το βασίλειό σου.

Βεβαίως
δε γίνονται αυτά.
Τόσο περίεργα πράματα συμβαίνουν μόνο
στα παραμύθια.

ΠΟΙΟΣ ΛΕΕΙ ΤΙ

“Πώς είναι στην άλλη ζωή
κανείς δεν ξέρει”
μου είπε
“κανείς δε γύρισε ποτέ από κει
για να μας πει”.

Μου φάνηκε πώς είχε δίκιο.
Πολλά χρόνια μετά μου φαίνεται πώς είχε
άδικο:

Διότι όλοι γυρίσαμε από κει.
Το θέμα είναι μόνο
ποιος θυμάται τι…

ΔΟΝΗΣΗ

Τα σύμφωνα είναι πλανήτες
τα φωνήεντα ήλιοι
κι οι λέξεις βιότοποι αστρικοί.

Τα λόγια μας στερέωμα Ύλης
νεφελώματα
γαλαξίες.

Κι οι σιωπές
άφατες διαστάσεις
η άβυσσος που αγκαλιάζει τ’ άστρα.

ΞΕΧΝΑΣ ΚΑΤΙ

Καμία προσπάθεια δε χρειάζεται
“να γίνεις άνθρωπος”.

Πόση προσπάθεια χρειάζεται
να γίνει λιοντάρι
το λιοντάρι;

ΟΙ ΓΛΑΡΟΙ

Όταν το πλοίο μας βυθιστεί
θα πνιγούμε
είτε ξέρουμε κολύμπι, είτε όχι.

Όταν το πλοίο μας βυθιστεί
θα πνιγούμε όλοι
εκτός από τους γλάρους στο κατάρτι
που θ’ ανοίξουν τα φτερά τους και θα πετάξουν
μακριά
μέχρι τα σωσίβια νησιά του διαστήματος.

ΝΑ ΚΑΤΑΚΤΑΣ

Έμαθα να παίζω τάβλι
παίζοντας κάθε μέρα για καιρό
με αντίπαλο τον εαυτό μου.

Έμαθα να γράφω χρονογράφημα
γράφοντας ένα κάθε μέρα για καιρό
σκίζοντας κάθε μέρα το προηγούμενο.

Έμαθα να γράφω καλά ποιήματα
καίγοντας στο φούρνο της μάνας μου
στο χωριό
δυο φορτία με χειρόγραφα.

Και για να μάθω άνευ όρων ν’ αγαπώ
αρνήθηκα
την πρώτη και μεγάλη μου αγάπη.

Ο ΦΟΒΟΣ

Ο φόβος για επερχόμενα δεινά
δεν είναι
ούτε θα γίνει δικός μου.

Φόβος δεν είναι αυτός που σπέρνουν
αλλ’ αυτός που φυτρώνει.

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΠΑΛΙΑ ΦΙΛΗ

“Πού ‘ναι τα πλούσια σγουρά μαλλιά σου;”
είπε η παλιά μου φίλη.

“Φύσηξε βοριάς κι αέρας και τα τίναξε
νεραντζούλα μ’”
τραγούδησα σκοπίμως φάλτσα
και ψιθυριστά.

“Γεράσαμε” είπε τρυφερά.

“Σα νά ‘μαστε άλλοι” απάντησα
“μα κι αν το σώμα τόσο άλλαξε
το μέσα μου ολόιδιο μένει
όπως το ήξερες παλιά”…

“Σα νά ‘ναι άλλο, ε;”…

“Σα νά ‘ναι αθάνατο.
Σα νά ‘ναι της ζωής τ’ αθάνατο στοιχείο
που δε γεννήθηκε μαζί μου
ή μαζί σου
άρα καλή μου
δεν θα πεθάνει μέσα ή έξω μας ποτέ
θυμήσου
άστρο θα περιφέρεται λαμπρό στους γαλαξίες άγιο
αγνό
και θείο”.

ΤΑ ΦΥΛΛΑ

Τα φύλλα πέφτουν
πάνω στα φύλλα.

Κανένα δεν διαλέγει τον τόπο του
μήτε το ριζιμιό του.

Πέφτουν εδώ κι εκεί
όπου τα ρίξει ο αέρας.

Αλλά μήπως ο αέρας
ξέρει
αυτό που δεν ξέρουν τα φύλλα;

ΠΟΥ ΠΑΕΙ ΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ

Αυτό το λεωφορείο που φεύγει
απ’ το Αγρίνιο
έχει προορισμό του
το Θέρμο
αλλά εγώ θα κατέβω στη Μυρτιά
κύριε
η Μυρτιά είναι ο προορισμός μου
δεν είναι δικός μου
ο προορισμός του λεωφορείου.

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗ ΛΥΔΙΑ

Νιώθω καλή μου
σαν τον Οδυσσέα
τον βασιλιά

της Ιθάκης

πολύτροπος
πολύβιος

και βασιλιάς

μα στην σπηλιά του Κύκλωπα
που ζω
Κανένας.

ΤΟ ΠΛΟΙΟ

Κάθε μέρα και περισσότερο
απομακρύνομαι
από τα πρόσωπα και τα πράγματα

μου φαίνεται ότι μπήκα σ’ ένα πλοίο
και βγαίνω
σε αργή κίνηση
απ’ το λιμάνι.

Πού πάω;
Πού θα με βγάλει τέτοιο ταξίδι;

Κι ούτε θυμάμαι αν έβγαλα εισιτήριο
αν πλήρωσα κάτι

αλλά ήταν έτσι όλη μου η ζωή
έφευγα πάντα μ’ ένα τέτοιο πλοίο
το πρωί
και ταξίδευα κάθε μέρα στο άγνωστο.

Scroll to Top