Σπύρος Τριανταφύλλου: “Η συντροφιά της μοναξιάς” – το πιο σπαρακτικό βιβλίο που διάβασα

Έχουμε δει πίνακες που παρασταίνουν την κόλαση του Δάντη, φανταστήκαμε τα κολασμένα τοπία της μεταθανάτιας ζωής ξεκινώντας από περιγραφές τρομοκρατών παπάδων, αλλά η κόλαση που βιώνουμε εδώ, στον “απάνω κόσμο”, μας διαφεύγει.

Με τη “συντροφιά της μοναξιάς” ο Σπύρος Τριανταφύλλου έρχεται να μας αποκαλύψει την αλήθεια που αγνοούμε ή, απλά, ξεχνούμε.

Να μας αποκαλύψει ή να μας τραβήξει μέσα σ’ αυτήν, μένει αδιατύπωτο. Ένα είναι βέβαιο: Ο συγγραφέας δεν θέλει να πείσει κανέναν για τίποτα. Γράφει. Καταγράφει. Και, στο τέλος, συγγράφει. Θέλει να πει, απλά, πως η κόλαση δεν είναι “εκεί”, αλλά “εδώ” κι ο κόσμος αυτός που θεωρούμε δικό μας, δεν είναι “ο απάνω”, αλλά “ο κάτω”.

Μπορεί να είναι ακόμα κι ο πάτος του βαρελιού.

Μετά από “το πιο αληθινό βιβλίο που διάβασα” (εκείνο μ’ εκείνον τον βουβό τίτλο “κρεμασμένος στο σύρμα”) γραμμένο από τον Σπύρο εν μέσω καπνών και αποφορών, έρχεται τώρα “το πιο σπαρακτικό βιβλίο που διάβασα”, γραμμένο κι αυτό εν μέσω των ίδιων καπνών, των ίδιων αποφορών, αλλά μ’ ένα βήμα παραπάνω, ένα βήμα συγγραφικής απελευθέρωσης, όπου η αναζήτηση της ίασης από το γράψιμο γίνεται λυτρωτικά απροκάλυπτη.

Τίτλος του δεύτερου βιβλίου του Σπύρου η φράση που συνειδητά ή ασυνείδητα απέφυγε να πει στο πρώτο: “Η συντροφιά της μοναξιάς”.

Διάβασα το βιβλίο του Σπύρο βράδυ για να το αφήσω να λειτουργήσει στον ύπνο μου χωρίς τα σχήματα με τα οποία λειτουργεί το μυαλό, αιχμάλωτο πάντα στον ενεργό κόσμο των μορφών και των μοτίβων. Δεν ήθελα την αίσθηση της ανάγνωσης, αλλά της επίγνωσης. Και είδα ότι το άλλο πρωί δεν ήταν ίδιο με το προηγούμενο πρωί. Φως φανάρι τι έγινε. “Η συντροφιά της μοναξιάς” του Σπύρου είχε γίνει ξαφνικά οικεία.

Ο Σπύρος δεν είναι μόνο ένας αντιήρωας. Είναι ένας αντιλογοτέχνης, ένας αντισυγγραφέας, ένας αντιποιητής. Ένα όρθιο αντί. Που βιώνοντας τη νύχτα γεννά τον δικό του κώδικα, ενώ γράφοντας συντάσσει το δικό του Ηθικό Δίκαιο για να το αντιπαραβάλλει με την ηθική της εξουσίας και της αντιεξουσίας αντάμα. Μέσα από τα αντιδιηγήματά του, με κάποιον τρόπο, δικό του τρόπο, μεταμορφώνεται στο συλλογικό ασυνείδητο της πόλης. Από μόνο του αυτό θα ήταν αρκετό να φανερώσει εξαγνιστικά τις ατομικές και τις συλλογικές ενοχές, να τις απλώσει μπουγάδα στον ήλιο, να τις κρεμάσει στο σύρμα του για να στεγνώσουν.

Ακόμα πιο μυστήριο είναι το γεγονός ότι “η συντροφιά της μοναξιάς” είναι ένα βιβλίο που δε μπορεί να πάρει κανένα βραβείο από κανέναν θεσμό, καμία επιβεβαίωση από κανέναν. Όχι μόνο γιατί δεν το επιζητά ο ίδιος, αλλά γιατί αυτή η γραφή δεν ανήκει στις αποδεκτές γραφές. Αυτό είναι όλο. Στην πραγματικότητα ο Σπύρος δε μιλάει για την συντροφιά της μοναξιάς, αλλά για την ίδια τη μοναξιά που, φυσικά, δε νοιάζεται για καμία συντροφιά.

Ο Σπύρος παράγει τα βιβλία του μόνος. Και τα πουλάει μόνος. Όπως ο κηπουρός που βγαίνει στη λαϊκή για να πουλήσει τα κουνουπίδια του, αλλά δε στήνει πάγκο – είναι περιττή δαπάνη ο πάγκος – φτάνει για τη θεία λειτουργία η βουβή κραυγή που ακούγεται ξαφνικά μέσα στο πλήθος και λέει κραδασμικά στην πιο χαμηλή συχνότητα: “Είμαι κι εγώ εδώ”.

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top