Οι τελευταίοι των αφισοκολλητών

Παρακολουθώ τον δημόσιο λόγο συστηματικά από το 1973, από τις ημέρες του θρυλικού Πολυτεχνείου. Από την πρώτη δε ημέρα της Μεταπολίτευσης (Ιούλιος 1974) βρέθηκα στην θέση του – φερέλπιδος τότε – νέου που ψάχνει πειστικές απαντήσεις στα ερωτήματά του. Για σαράντα περίπου χρόνια διάβαζα τρεις εφημερίδες τη μέρα.

Απρίλιος 2022 σήμερα, που γράφω αυτό το σχόλιο. Το σημειώνω, επειδή τα τελευταία δώδεκα χρόνια παρακολουθώ με ιδιαίτερη (λόγω επαγγέλματος) προσοχή τον δημόσιο λόγο. Λέω “τα τελευταία δώδεκα χρόνια”, επειδή αντιπροσωπεύουν τα ένα τρίτο της περιόδου που με απασχολεί. Τα δύο τρίτα της περιόδου αυτής (1974 – 2010) είχαν εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά.

Πριν από το 2010 ποτέ δεν διάβασα και δεν άκουσα τόσες πολλές πολιτικές μπαρούφες μαζεμένες. Ποτέ.

Ν’ ακούω σήμερα στέλεχος της αριστεράς σε Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ να καλεί τον στρατό να διώξει τον Μητσοτάκη… ε… σκέφτεσαι ότι… “πάει, χάλασε ο κόσμος”…

Θα μπορούσα να παραθέσω έναν ολόκληρο κατάλογο από τέτοιου είδους οικτρά επεισόδια…

Λοιπόν, από το πρώτο μνημόνιο (2010) μέχρι την εισβολή της Ρωσίας το 2022 στην Ουκρανία, διαβάζω και ακούω πράγματα που με κάνουν να αισθάνομαι ξένος σ’ αυτόν τον πλανήτη. Είναι πολλές οι φορές που δεν πιστεύω στ’ αυτιά μου…

Αν ο κόσμος προχωρά, όπως λένε, αν ο κόσμος προχώρησε αυτά τα τελευταία δώδεκα χρόνια, κι εγώ έμεινα πίσω, μπορεί να σημαίνει ότι δεν είμαι ξένος στον πλανήτη, αλλά περιττός.

Το λέω έτσι, στρέφω το μαυρομάνικο του Καββαδία σε μένα τον ίδιο, για να μην επιτεθώ σε κανέναν…

Θ’ αποφύγω λοιπόν να σημειώσω εδώ τις επιμέρους σκέψεις που κάνω καθημερινά για την εποχή. Δεν έχουν άλλωστε σημασία, παρά μόνο για την ατομική μου αναζήτηση, που, ειρήσθω εν παρόδω, συνεχίζεται με την ίδια ένταση που την άρχισα έφηβος.

Θα εστιάσω στο κοινό χαρακτηριστικό των τεσσάρων σταθμών αυτής της δωδεκαετίας, όπως τους βιώσαμε στην Ελλάδα.

Πρώτος σταθμός το πρώτο μνημόνιο που γέννησε το Κίνημα των Αγανακτισμένων.

Δεύτερος σταθμός η πρώτη άνοδος της αριστεράς στην εξουσία.

Τρίτος σταθμός η covid-19 που έβαλε στην διαχείριση της καθημερινότητας τον μεσσιανισμό της Εκκλησίας.

Τέταρτος σταθμός η ναζιστική Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία σε σχέση με τον τρόπο που την υποδέχτηκαν οι Έλληνες.

Και τα τέσσερα αυτά μεγάλα γεγονότα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: Δίχασαν απανωτά τέσσερις φορές την Ελληνική κοινωνία. Κι όταν λέμε “δίχασαν”, το λέμε κυριολεκτικά. Ο διχασμός αυτός έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τον διχασμό της περιόδου 1946 – 1949. Τα οποία – λόγω της δικτατορίας – είχαν πάρει μία επέκταση μέχρι το 1974.

Τα σαράντα περίπου χρόνια που μεσολαβούν ανάμεσα στην πτώση της χούντας (1974) και το πρώτο μνημόνιο (2010) έμοιαζε να διέπονται από μια φιλοσοφία επούλωσης των πληγών.

Δεν ήταν έτσι. Συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Χρειάστηκε μία μόνο αφορμή, κάτι σαν άλλοθι που περίμεναν οι δυνάμεις που καραδοκούσαν, για να βρεθούμε στο σημείο απ’ όπου είχαμε ξεκινήσει την επομένη της μεταπολίτευσης με τη νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Σημείωσα ήδη ότι τα τέσσερα μεγάλα γεγονότα της δωδεκαετίας 2010 – 2022 έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τους τον απόλυτο διχασμό του λαού. Υπάρχουν όμως κι άλλα παρόμοια γνωρίσματα:

Η χαώδης ποιοτική διαφορά μεταξύ των τεσσάρων αυτών γεγονότων δεν εμπόδισε καθόλου συμπολίτες ολοκλήρου του πολιτικού φάσματος να βρεθούν στην ίδια όχθη του ποταμού και, με την ίδια ρητορική, οι ίδιοι άνθρωποι, ν’ αφορίζουν από κοινού, πότε την κυβέρνηση, πότε την παγκόσμια εξουσία.

Πρόκειται σαφώς για πρωτόγνωρο φαινόμενο. Στην επεξεργασία του οποίου εντοπίζουμε ένα κρίσιμο χαρακτηριστικό:

Η λαϊκή οργή “διασκεδάζεται” την περίοδο 2015 – 2019, όταν ανεβαίνει για πρώτη φορά στην εξουσία η αριστερά. Μόνο που αυτό σημαίνει ότι ο αχός που προηγήθηκε και ο (ίδιος) αχός που ακολούθησε, όλο αυτό το απαίσιο πράμα που ακούμε στον δημόσιο διάλογο, είχαν (έχουν) την ίδια πηγή: Το ένα τρίτο του πληθυσμού που στεγάστηκε πολιτικά κάτω από την ομπρέλα του Αλέξη Τσίπρα.

Ποιοι όμως ήταν αυτοί οι συμπολίτες που εκφράστηκαν – και συνεχίζουν να εκφράζονται – από τον ΣΥΡΙΖΑ;

Για ν’ απαντηθεί το ερώτημα, απαιτείται εντοπισμός του βασικού τους χαρακτηριστικού: Ολική άγνοια των ιδεωδών της αριστεράς. Έλλειψη πολιτικής γνώσης. Ή, μάλλον, έλλειψη πολιτικής συνείδησης. Η έννοια που αποτυπώνεται στον σύγχρονο όρο apolitic.

Πώς έτσι;

Αυτό το πράμα στην αριστερά;

Όχι. Δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν η αριστερά. Σ’ αυτήν ανήκε ο πυρήνας του κόμματος που – μέσα στην αναμπουμπούλα – διεκδίκησε την εξουσία, καθοδηγώντας την οργισμένη απολίτικη μάζα, όπως άλλωστε δίδασκε ότι θα γίνει με την “φωτισμένη πρωτοπορία” της εργατικής (εργαζόμενης πλέον) τάξης ο Κάρολος Μαρξ αυτοπροσώπως.

Από πού ήρθε αυτή η απολίτικη μάζα;

Ήρθε από την εποχή των παχειών αγελάδων του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας. Ήταν η έμμισθη κοινωνική τάξη που – μέσω του συνδικαλισμού – εξασφάλισε διαμέρισμα στην πόλη, εξοχικό στην παραλία και στο βουνό για τις διακοπές και τα τριήμερα, αυτοκίνητο και, φυσικά, καταθέσεις στην Τράπεζα.

Δεν είναι να τα κακολογείς αυτά, είναι όμως να διακρίνεις ότι, πίσω από αυτά, βρισκόταν η αυξανόμενη συνεχώς απροθυμία της ενασχόλησης με την πολιτική.

Μιλούσα εκείνη την εποχή με πολιτικά στελέχη που όλοι συμφωνούσαν σε ένα πράγμα: Οι κομματικές οργανώσεις (όλων) των κομμάτων δεν έβρισκαν πλέον ούτε αφισοκολλητές για να οργανώσουν μία πολιτική εκδήλωση.

Με άλλα λόγια, το 2010 είχαμε ήδη μια ενήλικη γενιά, η οποία από πολιτική “δεν ήξερε πού πάν’ τα τέσσερα”.

Εκείνη η απολίτικη γενιά κλήθηκε ξαφνικά “στα όπλα”. Εν μιά νυκτί βρέθηκε στο δρόμο τρελαμένη χωρίς να ξέρει “πού πατά και πού πηγαίνει”.

Συνέβη τότε το αναπόφευκτο: Η απολίτικη εκείνη γενιά ακολούθησε τυφλά όποιον της “χάιδευε τ’ αυτιά”. Μέχρι τον Καμμένο έμπασε στη Βουλή. Και την Χρυσή Αυγή. Ανακάλυπτε ξαφνικά την πολιτική με τον ίδιο τρόπο που ανακαλύπτει τον Θεό ένας προσήλυτος. Με την ορμή του νεοφώτιστου “παίρνει κεφάλια”, βγαίνει στην πλατεία και “δεν αφήνει τίποτα όρθιο”.

Σήμερα, 2022, ο Αλέξης Τσίπρας, βλέποντας το μαύρο σκοτάδι μπροστά του, επιχειρεί να ξεφύγει από τη δαγκάνα της απολίτικης μάζας που τον εκσφενδόνισε στην εξουσία. Προσπαθεί να εκπαιδεύσει κομματικά αυτή τη μάζα, θέλει να μεταλλαχτεί σε ένα φυσιολογικό πολιτικό κόμμα.

Δε γίνεται.

Το απολίτικο δε μπορεί να γεννήσει πολιτική. Κι αν γεννήσει, θα είν’ ένα έκτρωμα.

Ο Αλέξης Τσίπρας σκότωσε την αριστερά. Και την έθαψε. Όχι από πρόθεση, αλλ’ από έλλειψη πολιτικής παιδείας. Είναι αφιλοσόφητο το παιδί. Ότι έχει πέραση στην απολίτικη μάζα, είναι λογικό, αλλ’ αυτό δεν τον κάνει ηγέτη.

Ιστορικά και πολιτικά, η αριστερά ξόφλησε. Η σοσιαλδημοκρατία στην οποία ο Αλέξης προσπαθεί να βρει σανίδα σωτηρίας, είν’ ένα κοστούμι με γραβάτα που δεν του πάει.

Το ατύχημα για την σοσιαλδημοκρατία είναι ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν αισθάνεται γνήσιος εκπρόσωπος της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα. Ούτε είναι. Είναι κι αυτός ένα παιδί του κομματικού σωλήνα. Αφήνει δε τον Τσίπρα να τον εμβολίζει. Αλλά το μπρα ντε φερ που κάνουν οι δυο τους, δε μπορεί να ξεφύγει από τα όρια της δολιοφθοράς. Το αποτέλεσμα θα είναι οικτρό και για τους δύο. Διότι και οι δύο αγνοούν τον υπερβατικό ορισμό του Φρανσουά Μιτεράν ότι “πολιτική είναι η διαχείριση των συμβόλων”.

Το ακόμα μεγαλύτερο ατύχημα είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θα χάσει την εξουσία από κόμμα στ’ αριστερά του, αλλά από κόμμα στα δεξιά του.

Είναι μια πολιτική θέση που επαναλαμβάνω σε άρθρα μου εδώ και χρόνια.

Το μόνο που λείπει στην δεξιά περιοχή της Νέας Δημοκρατίας είναι ένα πρόσωπο που “να γράφει στο γυαλί”. Αν το βρουν, όταν το βρουν, η Ελλάδα θα γίνει δεξιά. Τόσο δεξιά, όσο δεν ήταν ποτέ.

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top