Γιώργος Λουριδάς: «Η Σκήτη της Πόλης» του Π. Φλωρόπουλου

Ένας καμβάς 672 σελίδων, γεμάτος εικόνες πλημμυρισμένες από αθωότητα

«Ζητώ την άδεια θεά να στιχουργήσω…»

Ο συγγραφέας μας ξεκινά, υμνώντας. Ζητώντας την άδεια της ίδιας της θεάς Μούσας για να γράψει. Τι πιο όμορφο; Τι πιο ταιριαστό; Ονειρεύτηκε, άλλωστε, αμέτρητες φορές, στο πλάι της, για να φτιάξει μέσα του την ιδανική κοινωνία.

Πρόκειται να μας μιλήσει για πολλά.

Ο λόγος του θα είναι απλός και χωρίς διακριτές ενότητες.

Υπάρχει ένας εσωτερικός διάλογος που σε πηγαίνει από το ένα θέμα στο άλλο, λες και βρίσκεσαι σε κάποια φιλοσοφική συζήτηση γύρω απ’ τη φωτιά όπου ανταλλάσσεις ιδέες μ’ έναν φίλο πίνοντας. Αυτό είναι και το ζητούμενο σκηνικό για τον συγγραφέα.

Τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης της «Σκήτης» βοηθούν το βιβλίο να απευθυνθεί σε όλες τις ηλικιακές ομάδες και σε όλα τα πνευματικά επίπεδα.

Δεν χρειάζεται κάποιο συγκεκριμένο σημείο έναρξης για ανάγνωση. Τη Σκήτη μπορείς να την πιάσεις από παντού, όπως και τη Βίβλο.

«Δεν έχει σημασία που βρίσκεται η σκήτη. Αυτό που την κάνει σκήτη είναι το δύσβατο μονοπάτι που βαδίζει κανείς για να φτάσει σε αυτήν».

Ένα είναι σίγουρο: «Η Σκήτη» του Παντολέοντα Φλωρόπουλου θα σε οδηγήσει στη σκήτη της καρδιάς σου.

Θα μου επιτρέψει ο Παντολέων εδώ, στην αναφορά μου σε αυτόν να χρησιμοποιήσω τον όρο ποιητής, με όλη τη σημασία της λέξεως, καθώς επανα-ποιεί τα ξεχασμένα μέρη της νιότης μας και ζωντανεύει τις αισθήσεις.

Βγάζει απ’ τη λήθη της «την πόλη των ονείρων μας», μαζί με όλα της τα στοιχεία που αγαπήσαμε, αλλά και όσα μας μένει ακόμα να γνωρίσουμε. Είθε να έχουμε την δύναμη και την πίστη να την αναγεννήσουμε, ξεκινώντας το χτίσιμο από τα όνειρά μας.

«Χτίσαμε τον κόσμο μας» μας φωνάζει ο κόκορας που λαλεί για τον εαυτό του, «μα δεν ήταν τέλειος». Και δεν χρειάστηκε ίσως να είναι τέλειος.

Στον κόσμο του Παντολέοντα υπάρχει πάντα κάτι από την αφελή αγριότητα της φύσης αλλά και από την απαλότητα του βήματος των θεών, προτού ενεργήσουν, με άγνωστες συνέπειες για όλους μας.

Ανάμεσα στις λέξεις και στις παύσεις, ο Θεός της Χριστιανοσύνης, ήρεμα, τρώει τα παιδιά του.

Η «Σκήτη» δεν ανήκει σε κάποια κατηγορία βιβλίου. Είναι άνθος. Ένα άνθος στη νιότη του.

Κάθε ποίημα της άνθισε μέσα σε κάμπους της Μυρτιάς, μια ανοιξιάτικη νύχτα με ολόγιομο φεγγάρι.

Αν και τα πουλιά του δάσους είχαν αναγγείλει από πολύ πιο πριν τη γέννησή του… ίσως και σε άλλους καιρούς…

Είναι ευλογητάρι.

Ευλογεί τους ταξιδιώτες των άγνωστων τόπων, προτού τους θυμίσει ό,τι είναι Ελληνικό, ανθρώπινο και αληθινό, ώστε να μη χαθούν.

Τα όρια μεταξύ των πολλαπλών διαστάσεων της “Σκήτης” είναι πολύ λεπτά, σχεδόν αδιόρατα.

Πού ξεκινάει η ερημική ζωή και πού τελειώνει;

Εκεί ακριβώς τοποθετεί το ακριβές σημείο του παράδεισου και της κόλασης.

Τοποθετεί και οριοθετεί: την λέξη άνθρωπος και την λέξη Έλληνας.

Κλέψαμε τον όρο «Έλληνας».

Ο «άνθρωπος» αποτελεί προσωνύμιο πολυτελείας.

Καταπιάνεται με όλα τα θέματα, χωρίς φόβο και χωρίς πάθος, χωρίς ενδοιασμούς.

Δεν φοβάται μήπως πει κάτι και παρεξηγηθεί από το φίλο του ή μήπως η ποίησή του υποβαθμιστεί από το τωρινό επίπεδο της πολιτικής ζωής, το οποίο ξέρει καλά να ορίσει και να προσδιορίσει.

Δεν πέφτει στην παγίδα να τοποθετηθεί θρησκευτικά, αν και το θέμα της θρησκευτικότητας υπάρχει έντονο παντού μες τα κείμενά του.

Συναντάται η έννοια του τόπου, η αίσθηση του «ανήκω». Μία αίσθηση που τα μεγάλα πνεύματα απώλεσαν καιρό.

Και τι άλλο θα μπορούσαμε να αισθανόμαστε παρά εκτός τόπου και χρόνου;

«Τι κάνουν οι σοφοί στον άσοφο
δικό μας κόσμο
υποψιάζομαι
ακριβώς όμως δεν ξέρω
νομίζω πάντως πως απόκρυφα
κρατούν τη Γη».

Η Γη για να μας ευχαριστήσει θα μας υποδέχεται πάντα, θα μας σφίγγει μέσα της.
Τα «χέρια» της Τριχωνίδας θα μας αγκαλιάζουν.
Η νύμφη Μυρτιά θα μας προϋπαντεί.
Σε κάθε μυρωδιά, σε κάθε αίσθηση του ποιητή, σε κάθε άγγιγμά του.
Ακόμη και στην πολιτική, σε όλες τις συζητήσεις, η κουβέντα θα γυρνά πάντα εκεί, στο όμορφο και αληθινό, σε Εκείνην, που κρύβει μέσα της όλες τις απαντήσεις.

Ο ποιητής δακρύζει εν μέσω των ποιημάτων πολλές φορές. Έχει, όμως, σκοπό να γεμίσει σε μπουκαλάκια τις χοντρές στάλες από τα δάκρυά του.

Κάποια μέρα θα τα εναποθέσει στην «θάλασσά» της.

Θα ξεχειλίσει τότε ένα συναίσθημα ικανό να γεμίσει όλη την Τριχωνίδα και να την επανενώσει με την Λυσιμαχία, όπως στους αρχαίους καιρούς.

Μερικά μπουκαλάκια θα τα χρησιμοποιήσει για να ποτίσει τη γη της Μυρτιάς.

Η Μυρτιά θα ζωντανέψει μέσα απ’ το λήθαργό της και θα αναστηθεί.

Την έχει ήδη προσκαλέσει με την καθαρή καρδιά του.

Το λεωφορείο για την Μυρτιά δεν θ’ αργήσει.

Μόνο μην κατέβεις στη λάθος στάση και χάσεις το ηλιοβασίλεμά της…

«Εξόριστε ποιητή
σπίτι ποτέ δεν θά ’χεις στη Μυρτιά»

Αυτοεξορίζεται από τη γη της επαγγελίας και οδηγείται στο Αγρίνιο.
Το Αγρίνιο, είναι η αθώα ιερή κλώσα που μαζεύει όλα τα έρημα κλωσόπουλα στην αγκαλιά της. Άλλοτε με στοργή και άλλοτε σφιχτά, από την αφελή απροσεξία της.

«Δεν είμαστ’ εδώ για να καλυτερέψουμε τον κόσμο.
Είμαστ’ εδώ για να φύγουμε από τον κόσμο…».

Ο ποιητής αποδέχεται, όμως πάει και πιο πέρα. Στον κόσμο της «σκήτης», στην αγορά της, ψωνίζουν οι θεοί ανάμεσα σε ανθρώπους και οι βασιλιάδες, ισότιμοι του λαού, φτιάχνουν βότανα που προσφέρουν ελεύθερα.

Το σύμπαν πάει ένα ταξίδι σε απύθμενο πηγάδι για να πιει νερό, όμως ξεχνιέται στην διαδρομή και κλείνει τα μάτια του, αποκοιμιέται.

«Ο δάσκαλος ζει μέχρι την ώρα
που ο μαθητής
μαθαίνει όσα θέλει να μάθει
και χάνεται».

Όσο πιο πολύ διαβάζεις τη «Σκήτη» έχεις την αίσθηση πως ο ποιητής μιλά σε μιαν άλλη γλώσσα, όχι ακριβώς αυτήν που ξέρεις, μα μιαν άλλη, Ελληνική.

Λέξεις που δεν βρήκαν τον κατάλληλο χρόνο ή χώρο για να ειπωθούν ποτέ, με φίλους, πάντα με φίλους, ακόμα και αν ειπώθηκε ολόκληρη η αλφάβητος σε όλους τους πιθανούς συνδυασμούς της.

Προχωρώντας μες στη «σκήτη» του ο ποιητής είναι μόνος και αμίλητος. Δοτικός και ανεξάντλητος. Έτοιμος να δώσει όλο το ποιόν του στον πρώτο ταξιδιώτη που θα συναντήσει, στον πρώτο «ξένο», μα αιώνια γνώριμο αδελφό….

Η τραγική ειρωνεία είναι εμφανής σε όλο το έργο.

Αν και ογκώδες, ο ποιητής το λαμβάνει ως εφήμερο. Δεν παίρνει τον εαυτό του τόσο σοβαρά όσο ένας Καζαντζάκης. Και αυτό ακριβώς είναι που κάνει το έργο να ανυψώνεται.

Ο Παντολέων ξέρει να πέφτει χαμηλά, όπως η κουκουβάγια, άηχα, και να επιστρέφει και να υψώνεται σαν αετός.

Το βήμα του είναι απαλό, σαν τη γάτα που περνάει απ’ τον υπόνομο χωρίς να την προσέξει κανείς.

Άλλες φορές, οι στίχοι γίνονται αθώα κατσικάκια και άλλες μυστικά λόγια που ξεστομίζονται βιαστικά και τα παίρνει ο άνεμος.

Ακούς τη μελωδία του χαμένου από θάνατο έρωτα, σ’ ένα λιβάδι που μυρίζει άγιο θάνατο γεμάτο παπαρούνες;

Οι παπαρούνες είναι πεθαμένες και ο πατέρας όλων των πλασμάτων στέκει, μες την υπαρξιακή του απόγνωση.

«Είμαστε παρείσακτοι εδώ.
Η Γη
δεν ανήκει σ’ εμάς αλλά στα ζώα
τα έντομα και τα φυτά».

Απλοί στίχοι, όμορφοι. Για μένα, η «Σκήτη της Πόλης» κρύβει πολλά νοήματα που έχουν γίνει πια «ένα» με τον τρόπο σκέψης μου.

Με βοηθούν να δω τη ζωή μου, σαν ένα χάρτη, με μεγάλη εσωτερική γεωγραφική ακρίβεια και να κάνω τις κατάλληλες συνδέσεις με τόπους και γεγονότα.

Α, να και ένα ξεχασμένο περιβολάκι που πρέπει να ποτίσω, μην ξεραθεί!

Είναι ένα βιβλίο – φίλος που μπορεί κανείς να παίρνει παντού μαζί του. Μια όμορφη συντροφιά που μπορεί να διαβαστεί σε όλες τις εποχές.

Σας προτρέπω να το διαβάσετε έξω, στην εξοχή, θα σας προκαλέσει έντονο συναισθηματισμό.

Η Σκήτη μας προτείνει ν’ ακουμπήσουμε και να κοιμηθούμε ιερά δίπλα απ’ το τρεχούμενο ρυάκι.

Μας προτρέπει να χτίσουμε με τα χέρια μας όλα τα δεντρόσπιτα των στοιχειών που θα προστατεύσουν το δάσος.

Να χτίσουμε νέα σχολεία, όπου η γνώση δεν θα διδάσκεται αλλά θα περιπατείται.

Να ιδρύσουμε τη Νέα Περιπατητική Σχολή της υπαίθρου.

Μην φοβάστε που το μελάνι τελειώνει.
1111 + 111 ποιήματα δεν είναι αρκετά.
Περιμένουμε κιόλας το επόμενο.

Γιώργος Λουριδάς
Σκηνοθέτης – Μέλος της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top