Παραθέτω ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα “12 χρόνια επαναστάτης” που εκδόθηκε σε 33 αντίτυπα το 2016. Η σκηνή είναι πραγματική και εκτυλίσσεται το 1982:
Με τη φυγή της Δανάης και το Γραφείο να βουλιάζει, έπεσε στο ναδίρ. Κλείστηκε πάλι στο σπίτι αναζητώντας νέα διαδρομή. Κι είχε περάσει τριήμερο ακίνητος και νηστικός, όταν του χτύπησε η Καλίτσα το κουδούνι και είπε ότι τηλεφώνησε κάποιος κύριος και τον αναζητά. Βρήκε το τηλέφωνό της από έναν φίλο του Πύρρου και της ζήτησε να τον ειδοποιήσει. «Θέλει, λέει, να μιλήσετε για το βιβλίο σου, έχει να σου κάνει μία σοβαρή πρόταση».
Το Γραφείο του ήταν Πανεπιστημίου 6, στον τέταρτο όροφο. Μπορούσε να τον βρει εκεί τις πρωινές ώρες.
Δεν είχε ούτε τα εισιτήρια για το αστικό. Κίνησε με τα πόδια από το Περιστέρι για την Ομόνοια. Είχε ξανακάνει αυτή τη διαδρομή ποδαράτα εκείνες τις σκληρές μέρες του Πολυτεχνείου.
Τον υποδέχτηκε θερμά. Και του εξήγησε:
– Είμαι αναγνώστης της λογοτεχνίας, αλλά όχι γνώστης. Όταν διάβασα την «Πολιτεία των λουλουδιών», εντυπωσιάστηκα. Έψαχνα, ψάχνω δηλαδή, να επενδύσω στον χώρο της παιδικής λογοτεχνίας, γιατί νομίζω ότι θα είναι ένας σπουδαίος κλάδος τα επόμενα χρόνια. Στην Ελλάδα είναι ακόμη στα σπάργανα, όμως έγιναν τα πρώτα δειλά βήματα κι εγώ μπορώ να διακρίνω τις μεγάλες προοπτικές. Εντυπωσιάστηκα όχι μόνο από το βιβλίο σου, αλλά και από τη σκέψη να γίνεις εκδότης του, διέκρινα μία επιχειρηματική λογική που μ’ έβαλε να σκεφτώ την δική μου επιχειρηματική αναζήτηση σε άλλη βάση. Όπως είπα, μου αρέσουν τα βιβλία, όμως δεν είμαι σε θέση να τα κρίνω για την λογοτεχνική τους αξία. Έδωσα λοιπόν το βιβλίο σου σε ανθρώπους που διαβάζουν και φρόντισα να πιάσω εξειδικευμένες ομάδες. Το έδωσα σε παιδιά, σε αναγνώστες λογοτεχνικών βιβλίων και σε ειδικούς. Για να έχω την άποψη όλων των κατηγοριών. Το θέμα είναι ότι «η Πολιτεία των λουλουδιών» άρεσε πολύ σε όλες τις κατηγορίες των αναγνωστών. Εκείνο όμως που βάρυνε πολύ στη συλλογή κρίσεων, ήταν η άποψη ενός καθηγητή πανεπιστημίου, ο οποίος είπε: «Αυτό το βιβλίο είναι δέκα βιβλία που το καθένα εξ αυτών είναι δέκα φορές μεγαλύτερο από τούτο». Ήθελε να πει ότι ατμοσφαιρικά δίνει με τρόπο χαριτωμένο ένα υλικό εκατό φορές μεγαλύτερο απ’ αυτό που είναι γραμμένο. Έτσι διασταύρωσα τη γνώμη μου για το βιβλίο σου και με βάση αυτές τις γνώμες, αποφάσισα να σου κάνω μία πρόταση.
Άναψε τσιγάρο και συνέχισε:
– Είμαι επιχειρηματίας. Οι δουλειές μου πήγαν καλά κι έβγαλα αρκετά λεφτά. Αγόρασα ένα παραθαλάσσιο κτήμα σαράντα στρέμματα στην Αργολίδα με σκοπό να κάνω εκεί μία τουριστική επένδυση στο μέλλον. Για τώρα, βρήκα στοιχεία που δείχνουν ότι η παιδική λογοτεχνία θ’ ανθίσει τα επόμενα χρόνια και θέλω να επενδύσω σ’ αυτήν. Ο εκδότης που θα κάνει τώρα κίνηση, ανήκει στην πρωτοπορία. Αυτό που έκανες εσύ, είναι σπουδαίο. Είναι όμως φανερό ότι, αν είχες κεφάλαιο και το βιβλίο τυπωνόταν με το σωστό τρόπο, με τη σωστή εικονογράφηση, τη σωστή προβολή, θα έκανε πάταγο. Εγώ αυτό το παίρνω ως βάση του Σχεδίου μου.
Ο Πύρρος άκουγε με προσοχή. Του ήταν φανερό ότι ο άνθρωπος είχε κάνει μεγάλη προετοιμασία γι’ αυτή τη συνάντηση. Ήταν έτοιμος να κάνει την πρότασή του:
– Άκου την πρότασή μου νεαρέ: Θέλω από σένα μία σειρά δέκα βιβλίων για αρχή. Αν συμφωνήσεις, σου δίνω αυτή τη στιγμή ένα εκατομμύριο δραχμές για να πας σε οποιοδήποτε νησί του Αιγαίου θέλεις, να μείνεις στο καλύτερο ξενοδοχείο, και να γυρίσεις πίσω όποτε θέλεις με τα δέκα βιβλία που σου ζητώ. Θα υπογράψουμε ένα συμβόλαιο, το έχω έτοιμο, που θα λέει ότι: Εγώ αναλαμβάνω την διαφήμισή σου, θα σε κάνω πρώτο όνομα στην Ελλάδα. Τα βιβλία σου θα παίζουν στις μεγάλες εφημερίδες και τα λογοτεχνικά περιοδικά. Συνεντεύξεις, άρθρα, κριτικές, σχόλια, όλα δική μου ευθύνη. Γι’ αυτό και δεν θα σου δώσω το 10% που είναι τα πνευματικά δικαιώματα του συγγραφέα, θα σου δώσω 5%, αλλά με υποχρέωση να σε διαφημίζω παντού, σε όλα τα μεγάλα Μέσα Ενημέρωσης. Πολύ καλύτερα δηλαδή από το 10%.
Πήρε ανάσα και συνέχισε:
– Σου αρέσουν αυτά που λέω;
– Είναι καταπληκτικά. Δεν το περίμενα.
– Τα βρίσκεις δίκαια, σωστά;
– Απολύτως. Ευχαριστώ για όλες αυτές τις σκέψεις και για την πρόταση.
– Έχω όμως έναν όρο.
– Να τον ακούσω.
– Εκείνο που παρατήρησα σε όλους όσους έδωσα το βιβλίο σου για να το διαβάσουν και να μου πουν τη γνώμη τους, είναι ότι στενοχωρήθηκαν στο τέλος, εκεί που καταστρέφεις την Πολιτεία των λουλουδιών. Αν δεν ήταν αυτό το στοιχείο της καταστροφής, θα ονειρεύονταν ακόμα…
– Λοιπόν;
– Τα βιβλία που θα γράψεις για μένα, θέλω να έχουν όλα happy end.
– Μα, αυτό… δεν είναι ανάγκη να υπάρχει ως όρος! Δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός ούτε το happy end, ούτε το μη happy end. Η ιστορία πρέπει να ολοκληρώνεται αυθεντικά, φυσικά, με βάση τον πυρήνα της. «Η Πολιτεία των λουλουδιών» καταστρέφεται στο τέλος για να διαλυθεί η ουτοπία της και ν’ αναδειχτεί ότι ο αναχωρητής επιστρέφει στον πραγματικό κόσμο.
– Ναι, αυτό συνιστά και την λογοτεχνική αξία του βιβλίου, όπως παραδέχτηκαν οι καλύτεροι αναγνώστες λογοτεχνίας που ρώτησα. Αλλά η «Πολιτεία» είναι για μεγάλα παιδιά, δεν είναι για μικρά παιδιά. Εγώ θέλω να μου δώσεις ιστορίες για μικρά παιδιά.
– Και, ποιος είπε ότι στα μικρά παιδιά πρέπει να μιλάμε χαζοχαρούμενα; Ποιος λέει ότι πρέπει να τους λέμε… τι ωραία, τι καλά, τ’ αστεράκια τα λαμπρά; Τα παιδιά έχουν γνώση και ο συγγραφέας δεν έχει δικαίωμα να υποτιμά τη νοημοσύνη τους, ούτε το ένστικτό τους. Τα λαϊκά παραμύθια, τόσο αγαπημένα από τα παιδιά, είναι γεμάτα αίμα και φόνους. Πάρε για παράδειγμα το θρυλικό παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας. Είναι αποτρόπαιο. Βγαλμένο από ταινία θρίλερ…
– Μπορεί να έχεις δίκιο. Αλλά η μόδα που έρχεται από το εξωτερικό, θα επικρατήσει και στην Ελλάδα τον επόμενο καιρό, θέλει βιβλία για παιδιά όλο χαρά.
– Δε μπορώ να δεχτώ έναν όρο που θα μου κάθεται στο σβέρκο όταν θα γράφω. Ούτε μπορώ να δεχτώ σαν αυτοσκοπό την εξιδανίκευση του κόσμου για να την σερβίρουμε απατηλά στα παιδιά. Είναι έγκλημα κατά της ανθρωπότητας να ωραιοποιούμε τις καταστάσεις και να χτίζουμε έναν ψεύτικο κόσμο, χωρίς ρωγμές, χωρίς ανατροπές, χωρίς διαψεύσεις… Η τρυφερότητα ενός συγγραφέα για τα παιδιά δεν εξαντλείται σε λεξούλες και χαδάκια, εκτείνεται στο μύθο και το σύμβολο, στο αρχέτυπο και το όνειρο. Μπορώ να δεχτώ ότι θ’ απορρίψετε ένα βιβλίο στο σύνολό του, όχι όμως να μου πείτε πώς θα το γράψω…
– Άκουσες την πρότασή μου;
– Την άκουσα.
– Την άκουσες καλά;
– Βεβαίως.
– Άκουσες για το εκατομμύριο που σου δίνω προκαταβολή; Για την διαφήμισή σου, να σε κάνω φίρμα; Το κατ’ εξαίρεση ποσοστό που σου δίνω;
– Τ’ άκουσα όλα.
– Και αρνείσαι τον μοναδικό όρο που βάζω; Στερείς το δικαίωμα από τον χρηματοδότη σου να έχει μιαν άποψη; Δεν έχω δικαίωμα να βάλω κι εγώ έναν όρο;
– Έχεις δικαίωμα να βάλεις πολλούς όρους, αλλά μόνο σε ό,τι αφορά τα τυπικά και τα τεχνικά θέματα. Σε ό,τι αφορά την ιδεολογία της λογοτεχνίας, δεν έχει κανείς δικαίωμα να βάζει κανέναν όρο στον συγγραφέα.
– Δηλαδή… λες όχι;
– Λέω, όχι.
– Τρελός είσαι;
– Καθόλου. Έχω την αξιοπρέπειά μου. Και την υπερασπίζω.
– Ρε παιδί μου… σκέψου λίγο… Είσαι ταλέντο… Το ξέρω. Έχω στοιχεία και αποδείξεις. Έχω στα χέρια μου επιβεβαιώσεις ειδικών. Μπορώ να καταλάβω αυτό που λες. Αλλά θέλω να καταλάβεις κι εσύ εμένα. Θέλω να επενδύσω, αλλά θέλω να ρισκάρω όσο το δυνατόν λιγότερο. Τι σου ζητώ; Άκου με προσοχή τι λέω: Εγώ βάζω τα λεφτά. Δεν είναι μόνο η προκαταβολή, θα είναι οι εκδοτικές και οι διαφημιστικές δαπάνες. Σου ζητώ να τηρήσεις τώρα αυτόν τον όρο για να αισθάνομαι ασφαλής επιχειρηματικά. Όσο για σένα, σου λέω ότι θα σε κάνω πλούσιο. Όταν γίνεις πλούσιος, γράψε όπως θέλεις. Θα έχεις την ελευθερία να γράφεις ό,τι σου κατέβει. Τώρα όμως πρέπει να γράψεις όπως λέει ο χρηματοδότης σου.
– Είναι λογικό αυτό, αλλά… δε γίνεται.
– Μα…
– Δε γίνεται, γιατί… όποιος μπαίνει σ’ αυτό το τρυπάκι, δε βγαίνει ποτέ. Μολύνεται. Αλίμονο αν αποκτάς την ελευθερία σου με συμβιβασμούς… Τι είδους ελευθερία θα είναι, αν δεν είναι αποτέλεσμα ενός νικηφόρου πολέμου; Αν γράψω με σκοπιμότητα, θα χάσω την αθωότητά μου. Και παιδική λογοτεχνία δε γίνεται χωρίς αθωότητα, κανείς συγγραφέας δε μπορεί να γράψει καλή παιδική λογοτεχνία, αν δε μπορεί να κάνει βουτιά στην θεϊκή του αθωότητα, όπως κάνει βουτιά στη θάλασσα.
– Τι πρέπει να κάνω για να σε πείσω…
– Τίποτα. Η κουβέντα μας τελειώνει εδώ. Ευχαριστώ για όλα.
Γύρισε με τα πόδια στο Περιστέρι. Δεν είχε λεφτά ούτε για το εισιτήριο του αστικού. Ήταν τρεις μέρες νηστικός. Κι εξαντλημένος. Αύριο θα τηλεφωνούσε στο Χρήστο να κανονίσει δουλειά για το καλοκαίρι στην ταβέρνα του. Στο μεταξύ θα πήγαινε να βρει το Μάνο Αγγελάκη. Ναι, θ’ αρχίσει πάλι να πουλάει «Μαθητική Βιβλιοθήκη».