Η βάπτιση

Ένα βραδάκι, παραμονή Κυριακής, ο Ιάσων πήγε στην εκκλησία, δε μπήκε όμως, περίμενε στο προαύλιο του ναού να τελειώσει ο εσπερινός.

Όταν ο παπάς τελείωσε την λειτουργία του και βγήκε κλειδώνοντας την πόρτα του ναού πίσω του, είδε τον Ιάσονα όρθιο, ακουμπημένο στην ελιά να παίζει με την τραγιάσκα του. Χαιρετήθηκαν.

“Θέλεις κάτι;”, τον ρώτησε.

“Ναι”, απάντησε ο Ιάσων.

Κάθισαν στο παγκάκι.

“Άκου με, πάτερ… Βάπτισα τον γιο μου στην κολυμβήθρα σου υπακούοντας στα ήθη και τα έθιμα, προπάντων δε, για να μην κακοκαρδίσω τη μάνα μου και τον πατέρα μου.

Όταν τόλμησα κάποτε να τους πω κάτι, μου είπαν ότι, έτσι τα βρήκαν αυτά, έτσι θα τ’ άφηναν. Έτσι το έκαμαν μ’ εμένα, έτσι απαίτησαν να το κάνω κι εγώ με τα δικά μου παιδιά.

Καθώς ξέρεις, εγώ τιμώ τους γονείς. Όσο κι αν διαφωνώ μαζί τους, ακούω τον λόγο τους με σεβασμό. Από την άλλη, αν δεν τους έκανα το χατίρι, αυτοί θα με αφόριζαν, αλλά κι εγώ, ακολουθώντας το δικό τους παράδειγμα, θα έκανα το ίδιο. Οπότε, για ν’ αποφύγω τέτοια δεινά, δεν είπα λέξη κι ας έβραζα. Υπάκουος, όπως κάθε φορά που εκείνοι δεν σέβονταν τον δικό μου λόγο, ήρθα σκυφτός σε σένα για να βαπτίσεις τον γιο μου.

Το έκαμες.

Εκ των υστέρων – και για να ησυχάσει κάπως η ένοχη για τόσες και τέτοιες σκέψεις ψυχή μου – υποβάλλω την παράκληση ν’ απαντήσεις – με την ησυχία σου – στο εξής πολύ απλό ερώτημα:

Ποιες αμαρτίες του μωρού μου έδιωξες τότε με την βάπτιση; Τι αμαρτίες είχε κάνει το μωρό μου; Πότε;

“Αυτά είναι του Θεού”, είπε ο παπάς. “Δεν είναι δικά μου”.

Ο Ιάσων δεν παραιτήθηκε από τη σκέψη του. Συνέχισε:

– Αν δεν ξέρεις ν’ απαντήσεις σ’ αυτό, πρέπει ν’ απαντήσεις και σε άλλο ερώτημα: Πώς κάνεις κάτι για το οποίο δεν ξέρεις τίποτε; Αλλά, τελοσπάντων, για την οικονομία της συζήτησης δεν θα σταθώ, θα προσπεράσω τον κόμπο, δεν θέλω κιόλας να προσβάλω το σχήμα σου, το σέβομαι κι αυτό με τον ίδιο αξιακό τρόπο που σεβάστηκα τους γονείς μου. Θ’ αρκεστώ σε ό,τι λες εσύ ο ίδιος για την τέλεση των μυστηρίων που, εγώ λέω, τελούνται ακόμα κι από τους αδαείς. Αφού λοιπόν δεν ξέρεις εσύ να μου εξηγήσεις, θα επιτρέψεις να κάνω υποθέσεις εγώ. Δε γίνεται να μείνει κενό μέσα μου κάτι τέτοιο. Αν μείνει κενό, θα καλυφθεί από κάτι τυχαίο και ανεξέλεγκτο που δεν θ’ αρέσει σε κανέναν, ούτε σε σένα, ούτε σ’ εμένα.

Οι αμαρτίες του μωρού μου λοιπόν (αυτές που εσύ έδιωξες με την βάπτιση) έρχονται από κάποιαν άλλη ζωή. Έτσι βγαίνει. Αυτές οι αρχαίες αμαρτίες των μωρών άλλωστε είν’ εκείνες που ευθύνονται για τον θάνατο εκατομμυρίων παιδιών στον κόσμο από πείνα ή άλλων από καρκίνο και τροχαία ατυχήματα. Έτσι δεν πάει;

Έτσι πάει.

Θυμάμαι τον παππούλη μου που έλεγε “ο Θεός μας τιμωρεί για τις αμαρτίες μας”. Ήταν το κλειδί με το οποίο ερμήνευε τον κόσμο, τον οποίο θεωρούσε βασίλειο του Θεού.

Εντάξει, να τιμωρήσει εμένα ο Θεός για τις αμαρτίες που έκαμα, το καταλαβαίνω. Να τιμωρήσει όμως το μωρό μου, δεν το καταλαβαίνω.

Δε μου διαφεύγει το γνωμικό που λέει ο λαός ότι “αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα”, αλλά, με το συμπάθιο κιόλας, το εκλαμβάνω ως υπεκφυγή των καλογέρων για να μην απαντήσουν στο ερώτημα “ποιες είναι οι αμαρτίες των παιδιών”.

Πόσο δίκαιο είναι όμως να τιμωρήσει ο Θεός το μωρό μου, ενώ ξέρει πως ο εγκληματίας είμ’ εγώ;

Θα το προσπεράσω κι αυτό, γιατί μόλις θυμήθηκα και την βάβα μου που, όταν γονάτιζε από τα δεινά, έψαχνε απαντήσεις κι αναρωτιόταν: “Τι αμαρτίες πληρώνω Θεέ μου”;

Α, κι ο μακαρίτης ο θείος μου, στα βαθιά του γεράματα, έλεγε ότι “εγώ πέρασα την ποινή μου σ’ αυτόν τον κόσμο, εσείς τι θα γίνετε”…

Ποια ποινή, πάτερ;

Θέλω μια απάντηση. Διότι αυτά που έλεγαν ο παππούλης, η βάβα, ο θείος μου, οι γέροντες, όλοι όσους ξέρω, από σένα τ’ άκουσαν.

Πες τα και σ’ εμένα λοιπόν:

Για ποιες αμαρτίες επιβλήθηκε η ποινή του θανάτου στο παιδάκι που σκοτώθηκε στο χθεσινό τροχαίο; Ποιος επέβαλε αυτή την φριχτή ποινή σ’ αυτή την αθώα ψυχούλα; Ποιο ήταν το κατηγορητήριο;

Αν το έκαμε ο Θεός, όπως λες, όπως λένε, αν όντως ο Θεός επέβαλε ποινή θανάτου σ’ ένα μωρό που δεν πρόλαβε να κάνει πάκια – πάκια, πολλώ δε μάλλον να διαπράξει αμαρτία, θα την επέβαλε, πιστεύω, για τις αμαρτίες που ΘΑ έκανε αυτό το παιδί στο μέλλον, τιμώρησε το παιδί εκ των προτέρων για τα εγκλήματα που, ως παντογνώστης, ήξερε ότι ΘΑ κάνει όταν αυτό το παιδί μεγαλώσει. Μόνο αυτό μπορώ να σκεφτώ. Αλλά τι Θεός είναι αυτός, πάτερ; Τι Θεός είναι που δεν δίνει ευκαιρία στο παιδί που χάθηκε να γίνει καλός άνθρωπος, να γίνει μεγαλώνοντας ένας σοφός, ώστε να μην αμαρτάνει; Κι επειδή απάντηση δεν παίρνω σ’ αυτό το βασανιστικό ερώτημα, σκέφτομαι ότι… δε μπορεί να είναι τόσο άδικος ο Θεός, ούτε τόσο ανόητος, άρα τιμώρησε το παιδί με βίαιο θάνατο για τιμωρίες που έκαμε ήδη. Ερωτώ λοιπόν:

Πότε τις έκαμε;

Στην προηγούμενη ζωή.

Έτσι θα πει ο καθένας.

Στην προηγούμενη ζωή, ε;

Μα τότε… γιατί, πάτερ, δεν ομολογείς ότι υπάρχει προηγούμενη ζωή; Γιατί λες ότι υπάρχει ζωή μόνο μετά τον θάνατο, αλλά πριν από την γέννηση όχι;

Αν δεν το λες, επειδή δεν το ξέρεις, το καταλαβαίνω, το σέβομαι, αλλά, πώς να σου το πω, να μη σε προσβάλλω κιόλας, πρέπει οπωσδήποτε να το ψάξεις, κάποτε δε να το μάθεις, για να μη λες αρλούμπες στις γιαγιούλες που έρχονται να εξομολογηθούν και στα παιδάκια που έρχονται να μεταλάβουν.

Αν δεν το λες, επειδή έχεις λόγους άλλους που – λόγω της ιεροσύνης σου – αποκρύπτεις, όποιοι κι αν είναι αυτοί οι λόγοι, λυπάμαι, αλλά πρέπει να σε κατηγορήσω για ψεύτη.

Διότι όλα τα λογικά πράματα οδηγούν στην διάγνωση πως η αθανασία της ψυχής δεν ξεκινάει με την γέννηση, ούτε με την σύλληψη του ανθρώπου, αλλά πριν απ’ αυτήν.

Πόσο πριν;

Εδώ σε θέλω…

Κι επειδή δεν έχεις να πεις τίποτα επ’ αυτού, θα πω εγώ:

Τόσο πριν που δεν έχει τέλος!

Για την ψυχή του ανθρώπου, πάτερ, δεν υπάρχει ούτε αρχή ούτε τέλος, ούτε μέσα στον χρόνο, ούτε μέσα στον χώρο. Η ψυχή είναι αιθέρας, δεν είναι το παν, αλλά το άπαν. Θα το ήξερες αν το έψαχνες λιγουλάκι πως, ό,τι γεννιέται, είναι θνητό. Αν η ψυχή του ανθρώπου γεννιέται με την σύλληψη, τότε δεν είναι αθάνατη, αλλά θνητή. Οπότε ισχύει το λαϊκό τραγουδάκι που λέει “η ζωή εδώ τελειώνει, σβήνει το καντήλι μου”… Εν κατακλείδι, αθάνατο είναι μόνο εκείνο που δεν γεννήθηκε ποτέ.

Λύνοντας αυτό το πρόβλημα, φτάνω στο άλλο:

Το ον που δεν γεννήθηκε ποτέ, παίρνει όποια μορφή θέλει, ενίοτε παίρνει τη μορφή του ανθρώπου, ως αγέννητο δε, είναι ο θεός που κατεβαίνει στη γη και καταλαμβάνει το σώμα ενός ελαφιού ή ενός πιθήκου, μέσω του οποίου βιώνει την εμπειρία του υλικού κόσμου κι έτσι εμπλουτίζει τη σοφία του. Αυτός ο θεός γεννιέται, πεθαίνει και ανασταίνεται, απανωτά, μέσω των άπειρων μορφών που φιλοξενούν κάθε φορά την αγέννητη και αθάνατη ψυχή.

“Αυτά είναι αιρετικά πράματα”, είπε ο παπάς και σηκώθηκε από το παγκάκι αγριεμένος.

“Δεν θέλω ν’ ακούσω άλλα”, φώναξε φεύγοντας.

“Δικαίωμά σου”, απάντησε ήσυχα ο Ιάσων, παίζοντας με την τραγιάσκα του κι ένα φύλλο από το κλωνάρι της ελιάς που έσειε τ’ αεράκι στο πρόσωπό του.

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top