Μια χειμωνιάτικη Κυριακή με λιακάδα ο Μυρτιδαίος πήγε στην καλύβα του Ιάσονα παρέα μ’ έναν νεαρό που, όπως είπε, ήθελε να μάθει την αλήθεια.
“Ποια αλήθεια ζητάς;”, τον ρώτησε ο Ιάσων.
“Μία είναι η αλήθεια, νομίζω”, είπε ο νέος.
“Ποια αλήθεια ζητάς;”, ρώτησε πάλι ο Ιάσων σα να μην άκουσε καθόλου την απάντηση του νέου.
“Την αλήθεια του κόσμου”.
“Πώς έτσι”;
Ο νέος εξέλαβε την απάντηση του Ιάσονα ως ειρωνεία. Και θύμωσε.
“Νόμιζα ότι ο σοφός δεν γίνεται είρων”, είπε ενοχλημένος.
Ο Ιάσων τον κοίταξε κατάματα και ζύγιζε αν υπήρχε κάποιο έδαφος για να κάνει διάλογο.
“Τώρα που πήρες την απάντηση ότι δεν είμαι σοφός”, είπε, “μπορούμε να κουβεντιάσουμε. Δεν θα μπορούσαμε να κουβεντιάσουμε, αν εγώ απαντούσα στις ερωτήσεις ενός ανόητου νέου που με θεωρεί σοφό”.
Η λέξη “ανόητος” ενόχλησε ακόμα περισσότερο τον νεαρό. Δεν κατάλαβε ότι ο Ιάσων χρησιμοποίησε τη λέξη με τρόπο που αυτός έπρεπε να καταλάβει το αντίθετο, γιατί μόνο έτσι θα τον έκανε άξιο συνομιλητή: Ως ικανό ν’ ανεβαίνει και να κατεβαίνει, να πηγαίνει και να έρχεται, με μία λέξη μόνο, συμμέτοχο. Τον ανέβαζε, ας πούμε, στο δικό του επίπεδο κι όπου δεν μπορούσε ν’ ακολουθήσει, θα κατέβαινε εκείνος στο δικό του.
Ήταν μια εύνοια που ο νέος δεν κατανοούσε, την εξέλαβε λοιπόν ως επίπληξη. Έτσι γίνεται με όλους όσους αγνοούν τον σεβασμό σ’ έναν διάλογο με κάποιον που κατέχει τον λόγο.
“Ήθελα μόνο να δω αν μπορείς να περπατήσεις ανάποδα”, είπε ο Ιάσων. “Αλλά τώρα πρέπει να διαλέξεις: Θέλεις να ξεκινήσουμε από τον θυμό σου ή από το θέμα για την αλήθεια του κόσμου που λες ότι σε απασχολεί”;
“Από το δεύτερο”.
Πάλι σώπασε ο Ιάσων. Στο τέλος είπε:
“Ναι. Να το κάνουμε. Αλλά δε γίνεται χωρίς να λύσουμε το πρώτο. Φύγε κι έλα ξανά για να το πάρουμε από την αρχή”.
Ο νέος έφυγε. Και ήταν απογοητευμένος.
Μετά από ένα μήνα ξαναπήγε στον Ιάσονα. Πάλι με τον Μυρτιδαίο παρέα.
“Ποια αλήθεια ζητάς;”, έκαμε την ίδια ακριβώς ερώτηση ο Ιάσων.
“Την αλήθεια του κόσμου”, απάντησε πάλι ο νέος.
“Πώς έτσι”;
Αυτή τη φορά ο νέος δεν εξέλαβε τις λέξεις του Ιάσονα ως ειρωνεία, δεν θύμωσε. Μετά από τόσες αναπολήσεις του πρώτου διαλόγου, είχε υποψιαστεί ότι κάτι άλλο συμβαίνει. Στο μήνα που πέρασε, είχε κάνει σημαντική πρόοδο. Ένιωθε ότι, χωρίς να μάθει τίποτε από τον Ιάσονα, δεν βρισκόταν στο ίδιο σημείο που ήταν την πρώτη φορά, πριν από ένα μήνα. Ένιωθε ωραία γι’ αυτό. “Τελικά, ίσως να μη χρειάζεται ο δάσκαλος”, σκεφτόταν. Κάτι όμως τον ωθούσε. Ίσως η περιέργεια:
“Θέλω να μάθω γιατί ο λαός υποφέρει και η εξουσία αδιαφορεί”, είπε.
“Αν σε απασχολεί αυτό, δεν θα σου μιλήσω για την αλήθεια, αλλά για το ψέμα”, είπε ο Ιάσων.
Πάλι επέλεγε το αντίθετο για να μιλήσει. Ο Μυρτιδαίος ήξερε την ανάποδη μέθοδο του Ιάσονα και καθησύχασε τον νέο μ’ ένα φιλικό σκούντημα πριν διαπράξει πάλι απρέπεια και τον διώξει, όπως την άλλη φορά.
Ο Ιάσων κάθισε κάπως κουρασμένα στο πεζούλι της καλύβας. Ο Μυρτιδαίος συνέχισε να κάθεται όρθιος ακουμπημένος στην ελιά της αυλής. Ο νέος κάθισε στο πλακόστρωτο σταυροπόδι.
Στα κλαδιά της ελιάς καθόταν ένας κότσυφας.
Άρχισε να μιλά σιγανά, γλυκά, ήσυχα:
Ούτε η εξουσία έχει εξ ορισμού άδικο, ούτε ο λαός έχει εξ ορισμού δίκιο. Από τη μια ο καλός, από την άλλη ο κακός… είναι μια εξίσωση που απορρέει ευθέως από το καθαγιασμένο σχήμα “Θεός και Διάβολος”, αυτό το αρχέτυπο διαιωνίζει την αλληλοαναιρούμενη κοσμική εξουσία και των δύο, μεταθέτει δε νομοτελειακά στο άγνωστο μέλλον την επικράτηση του ενός μέσω μιας υποθετικής υπερκόσμιας παρουσίας.
Ο διπολικός διαχωρισμός εξουσίας και λαού εξυπηρετεί μόνο τους τυχοδιώκτες. Της Πολιτικής ή του Ιερατείου, αδιάφορο.
Ζούμε σε πλάνη.
Όλα είναι πλάνη.
Όλα είναι μια αντεστραμμένη πραγματικότητα.
Οι άνθρωποι περπατάνε με τα χέρια, το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω, ανεμίζουν άσκοπα σαν σπασμένοι έλικες ανεμόμυλου.
Τίποτε απ’ όσα πιστεύουμε, δεν είναι αληθινό: Η ποδοσφαιρική ομάδα, τα είδωλα της μουσικής και του θεάματος, το πολιτικό κόμμα, η πίστη στον Θεό ή στο αντίπαλό δέος του, τον Διάβολο, κάθε πίστη, μα κάθε πίστη, σε ό,τι και αν σκεφτείς… συνιστά βάναυση παραποίηση της αλήθειας, οδυνηρή στρέβλωση της πραγματικότητας.
Και ξέχνα ότι συνωμοτεί κάπου κάποιος που τάχα σχεδίασε αυτή την τυραννική εξουσία επί των ανθρώπων, θα έλεγα επί των λαών. Παρά τις διάχυτες πεποιθήσεις που στοιχειώνουν τα μυαλά των ανοήτων, ιθύνων νους δεν υπάρχει σ’ αυτό. Κανείς δεν συνωμότησε ποτέ κατά του Έλληνα ή κατά του ανθρώπου, κανείς δεν είχε τη δύναμη και την ισχύ να υποτάξει τον ένα ή τον άλλο. Πώς θα μπορούσε άραγε το φίδι να υποτάξει ένα παιδί; Μόνο να το καταπιεί θα μπορούσε. Αλλά εκεί θα τελείωνε και το παραμύθι, στην κατάποση εκείνη θα τελείωνε το μεγάλο παραμύθι του κόσμου.
Γιατί λοιπόν το φίδι δεν κάνει την κατάποση και να τελειώνει;
Η απάντηση είναι απλή: Δεν υπάρχει αιώνιος πόλεμος ανάμεσα στο Καλό και το Κακό. Απλά, δεν υπάρχει. Αν υπήρχε, θα είχε ήδη φτάσει στο τέλος. Δεν έφτασε όμως ποτέ. Ούτε θα φτάσει.
Η στρέβλωση, τελικά δε, η αντιστροφή της αλήθειας, η ζωή μας που ξετυλίγεται μέσα στο ψέμα, οφείλεται ξεκάθαρα στις διαχρονικές και αμετάβλητες ιδιότητες της ύλης, η οποία χτίζει και διαπλάθει το σώμα μας.
Η εξέλιξη και η μετεξέλιξη της ύλης, οι χημικές ενώσεις της, η αλληλεπίδραση των μεγάλων και των μικρών συνθηκών που διαμόρφωσαν το φυτικό και το ζωικό βασίλειο του πλανήτη, αιχμαλώτισαν φυσικά την υλική διάσταση του ανθρώπου, επιβλήθηκαν στη μορφή του, εν τέλει δίνουν την απατηλή εντύπωση ότι αποτελούν το άλφα και το ωμέγα της οντοσύνης, αλλά δεν είν’ έτσι. Και δεν είναι, διότι όλοι έχουμε μιαν αίσθηση απόδρασης, η οποία εκδηλώνεται ως ανθρώπινη ανάγκη, αλλά η εκδήλωσή της βεβαιώνει πέραν πάσης αμφιβολίας την εκρηκτική αντινομία που αναπτύσσεται ανάμεσα στο φυσικό και το αφύσικο.
Αν όντως βιώνουμε οποιαδήποτε αντιστροφή της πραγματικότητας, σημαίνει ότι, αυτό που αντεστράφη, δεν ήταν υλικό, αλλά το αντίθετό του: Ήταν πνευματικό. Δηλαδή αιθερικό.
Και αν όντως ήταν πνευματικό, σημαίνει ότι δεν ήταν εγγενές. Αν ήταν, δεν θα βιώναμε καμία πλάνη, θα βιώναμε μόνο την φυσική αλήθεια, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το λιοντάρι, πλάσμα της φύσης, βιώνει την αλήθεια του ως θύτης και η γαζέλα, πλάσμα της φύσης επίσης, βιώνει την αλήθεια της ως θύμα. Δύο αλήθειες που συγκρούονται, δεν συνιστούν την αλήθεια, αλλά την διαταραχή της αλήθειας. Ο υλικός νόμος είναι φυσικός, όχι όμως ανθρώπινος. Για τον άνθρωπο δεν ισχύει αυτός ο νόμος. Άρα η καταγωγή του ανθρώπου δεν είναι φυσική, ο άνθρωπος δεν είναι εξελικτικό τέκνο της γης, η Δαρβινική θεωρία έπεσε θύμα του ευφυούς εγκεφαλισμού της. Όχι. Ο άνθρωπος δεν ανήκει στην εξελικτική διαδικασία, με άλλα λόγια, δεν είναι προϊόν της γης, αλλά του αντιθέτου της, τ’ ουρανού. Ο άνθρωπος “φυτεύτηκε” στη γη. Γιατί, πώς και πότε, παραμένει άγνωστο. Θα το μάθουμε κάποτε, όχι όμως ακόμα…
Είναι ξεκάθαρο για κάθε προσεκτικό διανοητή πως η φύση του ανθρώπου δεν συνάδει με την φύση της γης. Δεν συνάδει, δεν βρίσκεται σε αρμονία με αυτήν, επειδή ο άνθρωπος εκφράζεται ως κατακτητής της γης, όχι ως πλάσμα της. Συμπεριφέρεται ως βιαστής, όχι ως γιος που λατρεύει την ιερή μάνα του. Συναγελάστηκε με τα πολυάριθμα πλάσματά της, ναι, θεωρεί όμως τον εαυτό του ανώτερο, κορωνίδα της δημιουργίας. Η έπαρση αυτή δεν δικαιολογεί σχέση μάνας και γιου, αλλά τυράννου και δούλου, ολετήρα και θύματος, ιδίως από τότε που η τεχνολογία τον οδηγεί σε μια θεοποίηση του εαυτού του.
Τι τον κάνει ανώτερο;
Ο λόγος.
Τι έστι λόγος;
Λόγος είναι ο ήχος του πνεύματος.
Ήχος του πνεύματος είναι η δόνηση του αιθέρα.
Λόγος, δηλαδή Πνεύμα, είναι κραταιή απόδειξη ότι ο άνθρωπος δεν είναι τέκνο της γης, δεν είναι καν τέκνο της ύλης. Είναι η αιθερική θεότητα που κατέβηκε στη γη και χρησιμοποίησε μια υλική μορφή για να βιώσει την φύση της και – μέσω αυτής – να μετατρέψει τον ήχο του σε λόγο. Το Πνεύμα έγινε – γίνεται δηλαδή αενάως – καταληψίας μιας επιλεγμένης ζωικής μορφής, ας πούμε του πιο εξελιγμένου πιθήκου. Που μπορεί να είμαστε κι εμείς, δεν απέχουμε άλλωστε πολύ. Όταν όμως το Πνεύμα αναπαρήχθη ζωικά, ξέχασε την προέλευσή του, όπως ακριβώς ο εγγονός ξεχνάει τα χωράφια του παππού του.
Η λήθη ήταν το πρόβλημα. Η λήθη είναι το πρόβλημα και όχι η εξουσία. Η λήθη, όχι οι κυρίαρχες τάξεις, ούτε οι κυρίαρχες ιδέες. Ούτε ο καπιταλισμός φταίει, ούτε ο σοσιαλισμός. Η λήθη του ανθρώπου ήταν – και είναι ακόμα – η πτώση του. Η μη λήθη, η α λήθη. Η αλήθεια είναι το κλειδί.
Η αλήθεια όμως δεν μεταδίδεται. Είναι μυστική. Που σημαίνει αμετάδοτη.
Αμετάδοτη σημαίνει πρακτικά ότι, όποιος ενδιαφέρεται για την αλήθεια, ψάχνει να τη βρει ατομικά, όχι συλλογικά. Όπως το βασιλόπουλο του παραμυθιού που παραιτείται υπέρ του αδερφού του από το κληρονομικό δικαίωμα να γίνει βασιλιάς και φτάνει μέχρι την άκρη της γης για να κάνει γυναίκα του την πεντάμορφη που έλεγαν τ’ αρχαία βιβλία που διάβασε.
Ζούμε σε πλάνη. Όλα είναι πλάνη. Μια αντεστραμμένη πραγματικότητα. Η απόδραση από την πλάνη που μας τυραννά, δεν είναι η επανάσταση κατά της εξουσίας, ούτε η άρνηση του κόσμου, αλλά η κατανόησή του, η ολική γνώση του.
Ο άνθρωπος δεν χρειάζεται την επανάσταση, αλλά την ανάσταση. Και θα γίνει. Όχι με την εικόνα που βασιλεύει, αλλά με τον λόγο που βασιλεύεται.
Ο Ιάσων έβαλε τελεία.
Ο Μυρτιδαίος είδε μια εξουθένωση στα μάτια του δασκάλου, αλλά δεν ήταν η πρώτη φορά.
“Καλά λένε για σένα… Έμαθα κι εγώ σήμερα ότ’ είσαι σοφός”, είπε ο νέος.
Ο Ιάσων δεν έκαμε καμία σύσπαση στο πρόσωπο που να δείχνει υποδοχή του επαίνου, μπορούσε να εκληφθεί και ως ενόχληση.
“Το είπα για καλό… Ήθελα μόνο να σ’ επαινέσω”, πρόσθεσε βιαστικά ο νέος.
“Ποιος ο λόγος; Ο σοφός δεν επαινείται, ούτε κολακεύεται”, είπε σιγανά ο Ιάσων, σα να μην ήθελε να τον ακούσουν.
Και κοιτάζοντας ψηλά την ελιά, σα να μιλούσε στον κότσυφα, είπε:
“Γιατί να κολακευτώ εγώ; Από ποιον;”…