Τι εμοί και σοι παι;

Ήρθε ένας μαθητής Λυκείου στην εφημερίδα. Έψαχνε χορηγούς για το πάρτι που διοργάνωνε η Τάξη του στο τέλος της Σχολικής χρονιάς.

Για να πάρει όσα πιο πολλά ευρώ γινόταν, παρέθεσε ένα δελεαστικό επιχείρημα, το παραθέτω επί λέξει:

“Για να διαφημίσουμε το κατάστημα”.

“Εδώ δεν είναι κατάστημα. Είναι εφημερίδα”, του είπε ο Κωνσταντίνος. “Κι αν θέλετε να διαφημίσουμε το πάρτι σας, θα το κάνουμε πολύ ευχαρίστως. Δωρεάν”.

Όχι. Ο μαθητής εννοούσε να διαφημίσει “το κατάστημα” αυτός, όχι να διαφημιστεί απ’ αυτό. Και για την διαφήμιση που θα κάνει αυτός “στο κατάστημα”, να πληρωθεί.

Δεν… τα βρήκαμε!

Είναι Ιούνιος 2022…

Θυμήθηκα που, ακριβώς πενήντα χρόνια πριν, το 1972, μαθητής Γυμνασίου, ήθελα να εκδώσω μαθητική εφημερίδα με τίτλο “Το Βουκάτιο”.

Πήγαινα στο Γυμνάσιο της Παραβόλας και ήθελα η εφημερίδα που σχεδίαζα, να πάρει τίτλο το όνομα της αρχαίας Αιτωλικής πόλης που ήταν πάνω τον λόφο, τον ίδιο που βρισκόταν και το Σχολείο μου, χτισμένο δίπλα, τι λέω, χτισμένο πάνω στα αρχαία τείχη της.

Δεν ήξερα τότε πόσο μεγάλη ύβρις ήταν αυτό…

Αποφάσισα λοιπόν να ζητήσω συμβουλές από τους επαγγελματίες του χώρου.

Κατέβηκα με το λεωφορείο στο Αγρίνιο και πήγα στο Γραφείο της εφημερίδας που έβγαζαν συνεταιρικά την εποχή εκείνη ο Γρηγόρης Σταυρόπουλος και ο Ανδρέας Κανής. Ήταν σ’ ένα υπόγειο στο πάνω μέρος της Κεντρικής Πλατείας.

Μπήκα πατώντας στα νύχια, όπως μπαίνει ο παπάς στο ιερό του ναού, με δέος.

Με είδε ο αείμνηστος Ανδρέας Κανής. Με ρώτησε τι θέλω. Του είπα. Μου έδειξε στο βάθος ένα Γραφείο. “Πήγαινε σ’ αυτόν” μου είπε “και πες του τι θέλεις”.

Ήταν ο αείμνηστος επίσης Γρηγόρης Σταυρόπουλος.

Μόλις είπα στον Γρηγόρη τι ήθελα, με αγκάλιασε με θέρμη σα να ήμουν αγαπητός του συνάδελφος. Μ’ έβαλε να κάτσω και να του πω τι και πώς το σκέφτομαι.

Όταν τελείωσα όσα είχα να του πω, μου έδωσε διάφορες συμβουλές, τις οποίες, μετά από πενήντα χρόνια τώρα, δεν τις θυμάμαι, αλλά θα θυμάμαι πάντα που είπε στο τέλος:

“Μόλις ετοιμαστείς, να έρθεις σ’ εμένα και θα σε βοηθήσω εγώ να το κάνεις”.

Το “Βουκάτιο” δεν βγήκε ποτέ. Οι συμμαθητές που υπολόγιζα για συνεργάτες φοβούνταν το εγχείρημα. Να θυμίσω, παρεμπιπτόντως, ότι το 1972 η δικτατορία ήταν ακόμα στα ντουζένια της…

Ο μόνος καθηγητής που μου δήλωσε βοήθεια ήταν ο Θωμάς Αγρέβης, θεολόγος, με καταγωγή από το Πετροχώρι.

Η σκηνή του 1972 που περιέγραψα στο Γραφείο του Γρηγόρη Σταυρόπουλου, έμελλε να επαναληφθεί πανομοιότυπη είκοσι ένα χρόνια μετά, το 1991. Είχα εκδώσει τον “αραμπά” και θεώρησα, ότι πρέπει να καταθέσω τα διαπιστευτήριά μου στους παλιούς εκδότες της πόλης: Τον Γρηγόρη Σταυρόπουλο (Παναιτωλική), τον Ανδρέα Κανή (Μαχητής), τον Γιώργο Αναστασόπουλο (Ελεύθερος) και τον Αιμίλιο Κουτσονίκα (Νέοι Καιροί).

Δεν έστειλα τυπικά με το ταχυδρομείο την πρώτη έκδοση. Την πήγα ο ίδιος, αυτοπροσώπως, για να καταθέσω διά ζώσης τα σέβη μου.

Ο Αιμίλιος Κουτσονίκας και ο Ανδρέας Κανής με υποδέχτηκαν ευγενώς. Ο Γιώργος Αναστασόπουλος σκαιότατα. Μη μπω σε λεπτομέρειες… Ο Γρηγόρης όμως….

Αχ, ο Γρηγόρης!

Με αγκάλιασε θερμά πάλι, ακριβώς ίδια, όπως είκοσι ένα χρόνια πριν… Μ’ έβαλε να καθίσω. Ίσα που δε μου τραγούδησε.

Όχι, δεν θυμόταν ότι αυτό το σκηνικό είχε ξαναγίνει μεταξύ μας. Ούτε του είπα. Νόμιζε ότι με βλέπει πρώτη φορά, δεν ήξερε ποιος ήμουν.

Δεν του το είπα ποτέ. Ούτε μετά που γίναμε φίλοι.

Έμεινα για ώρα στο Γραφείο του και απολάμβανα την έκδηλη αγάπη του προς έναν νέο συνάδελφό του, προς έναν “νεοσσό”, καθώς θα έγραφε αργότερα…

Θυμάμαι αυτά, θυμάμαι κι άλλα.

Μετά την επίσκεψη του μαθητή στην “Αναγγελία”, έχω την ανάγκη να εξηγήσω μέσα μου τι συνέβη αυτά τα πενήντα χρόνια που πέρασαν κι ένας μαθητής (σαν εμένα τότε, δεν έχει σημασία ο λόγος) μπαίνει στο Γραφείο της τοπικής εφημερίδας με την πεποίθηση ότι θα την διαφημίσει στο πάρτι του, αν ο εκδότης του δώσει μερικά ευρώ…

Έπαρση;

Αναίδεια;

Ή μήπως άγνοια;

Τι είναι αυτό που μέσα μου με δαγκώνει σα φίδι;

Δεν είμαι από κείνους που εξιδανικεύουν το παρελθόν, ούτε από κείνους που δαιμονοποιούν το παρόν. Αλλά θέλω να καταλάβω:

Από που έρχεται η αντίληψη ενός νεαρού ότι η εφημερίδα που μπήκε είναι “κατάστημα”;

Πώς είναι δυνατόν ν’ αγνοεί ότι Μέσο Επικοινωνίας (και διαφήμισης) είναι η εφημερίδα της πόλης του και όχι το πάρτι των μαθητών του Λυκείου σε κάποιο… κατάστημα;

Σε ποιους θα διαφημίσει την εφημερίδα της πόλης του; Σ’ εκείνους που “την έχουν γραμμένη”, όπως αυτός;

Τι ξέρει άραγε για την τοπική του εφημερίδα, για την τοπική δημοσιογραφία; Τι θα έπρεπε να ξέρει γι’ αυτήν;

Αυτά και άλλα ερωτήματα έχω έκτοτε…

Διότι, πώς να το πω, έφυγε και άφησε πίσω του την αίσθηση ότι δεν μας χωρίζουν πενήντα χρόνια, αλλά πενήντα αιώνες. Στον πραγματικό κόσμο του εγώ εκπροσωπώ έναν κόσμο που δεν διαφέρει από το φάντασμα.

Τι μπορούμε άραγε να πούμε οι δυο μας;

Τι εμοί και σοι παι;

Χαστουκίζω τώρα τον εαυτό μου, τον αποτρέπω, δεν τον αφήνω να προχωρήσει και σε άλλες σκέψεις.

Δεν αντέχω αυτές τις μαύρες σκέψεις που έρχονται καλπάζοντας από την απέραντη έρημο…

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top