Από το 1992 που ο Σπύρος ερχόταν στον “αραμπά” με τον κοινό μας φίλο, τον Στέλιο, είχα να μιλήσω μαζί του. Από κείνη την εποχή τον έχω δει στους δρόμους πάρα πολλές φορές, μα τόσες, που η φιγούρα του έχει καταχωρηθεί στην αίσθησή μου σαν ένα από τα εμβληματικά πρόσωπα της πόλης.
Δε μιλούσαμε. Ήξερα ότι με ήξερε, ήξερε κι αυτός ότι τον ξέρω. Εσωστρεφείς και οι δύο περιμέναμε πάντα να εκδηλωθεί η εξωστρέφεια του άλλου για ν’ ανταποκριθούμε, πάντα με ζέση, αλλά, πώς να το πεις, με αυτήν την προϋπόθεση.
Μπορείς να πεις ότι η εσωστρέφεια αυτή είναι μία εξωτερική μορφή ευαισθησίας ή λεπτότητας απέναντι στην εύθραυστη σαν λαμπόγυαλο ησυχία του άλλου, η οποία βουβά και αθόρυβα, εντελώς αδήλωτα, μπαίνει σε καθεστώς προστασίας από κάποιον που θέλει να περάσει χωρίς να ενοχλήσει ούτε καν τη μύγα που έκατσε να ξαποστάσει στο κάγκελο. Σεβόμασταν και οι δυο το καθεστώς της απομάκρυνσης που είχε εγκατασταθεί με τον καιρό στην καθημερινότητά μας.
Νομίζω πως αυτό το στοιχείο έχει να κάνει με τους ιδιαίτερους ανθρώπους δίπλα μας που όλοι θεωρούμε αυτονόητους. Αλλά δεν είναι.
Ώσπου, τριάντα χρόνια μετά, ο Σπύρος περνάει το κατώφλι μου, “γεια σου Παντελή”, και ήταν σα να ήταν μόλις χθες που περνούσε με τον Στέλιο και τα λέγαμε.
Ήρθε να μου δώσει το βιβλίο του. Το παίρνω στα χέρια μου με ευλάβεια. Όπως όλους τους τυπωμένους κόσμους που έρχονται να με συναντήσουν. Τίτλος: “Κρεμασμένος στο σύρμα”. Από κάτω, σε παρένθεση, τέσσερις λέξεις στ’ Αγγλικά που υπέθεσα ότι είναι μετάφραση από τα Ελληνικά, χωρίς να μπορώ ν’ αποκωδικοποιήσω αυτή την αναγκαιότητα. Ούτε τον ρώτησα. Προείχαν άλλα.
Το όνομα του συγγραφέα στον πάτο του εξωφύλλου. Σα να είχε ρίξει το όνομά του στο πηγάδι, όπως πετούσαν παλιά τα μάγια.
Ανοίγω. Ψάχνω για την ταυτότητα του βιβλίου. Τίποτα. Είδος του βιβλίου, Εκδοτικός Οίκος, χρόνος και τόπος έκδοσης, τυπογραφείο, διευθύνσεις για επικοινωνία, τίποτα. Ούτε καν ένα περιληπτικό βιογραφικό σημείωμα. Σα να ερχόταν μια φωνή από το πουθενά και να χάνεται στο πουθενά όπως ο αντίλαλος. Μια ιδέα, μια φευγαλέα οπτασία του νου που, αν δεν τη συλλάβεις καθώς περνά, δεν θα επιστρέψει ποτέ, θα τη χάσεις για πάντα.
Το άφησα δίπλα μου για να το διαβάσω, όταν θα μου μιλήσει.
Μέρες αργότερα το άνοιξα. Αισθάνθηκα διπλή την απουσία της ταυτότητας που δεν δήλωνε. Όσο γύριζα όμως τις σελίδες, τόσο πιο λαγαρή γινόταν η εικόνα του συγγραφέα. Ο Σπύρος ερχόταν σαν φωτογραφία να εγκατασταθεί στην διαρκή οθόνη μπροστά μου.
Έκλεισα το βιβλίο και η φωτογραφία του ήταν εκεί, αιωρούμενη, ομιλούσα, λες και συνεχίζαμε την κουβέντα που αφήσαμε στη μέση, όταν μπήκε στο Γραφείο.
Ήταν λες και με την απουσία της ταυτότητας στο βιβλίο του ο Σπύρος ήθελε να τονίσει και να υπογραμμίσει την ύπαρξή του στη μνήμη μου, απαλλαγμένη από δεκανίκια, ελεύθερη, αυθεντική, αθώα κι ένοχη αντάμα, σαν μια αγιότητα της καθημερινότητας που συνοψίζει τον κόσμο στα πιο απλά πράματα, στα πιο τετριμμένα λόγια.
Από τις πρώτες ακόμα σελίδες σχηματίστηκε μία φράση στο μυαλό μου: Αυτό εδώ είναι το πιο αληθινό βιβλίο που διάβασα. Μια εξομολόγηση που αντικαθιστά με μια μονοκονδυλιά τον παπά με το λαό.
Αυτός ο παλιόφιλος ήταν ιερόσυλος και ταυτόχρονα ευλαβής απέναντι στα πιο αμαρτωλά πρόσωπα που γνώρισε και αγάπησε. Βρήκα καίρια τη σκέψη του Αντώνη Αντωνάκου: “Μια εγκάρδια χειραψία πάνω από την άβυσσο”.
“Ο Σπύρος καταθέτει προσωπικές σκέψεις, αγωνιά, αναζητώντας την υπέρβαση εντός μιας πορείας με σαφή προορισμό, μιας διαδρομής ωστόσο που αποκαλύπτεται αυτή τη στιγμή. Τα κείμενα γραμμένα όλα στους δρόμους, στα στέκια του κέντρου, αργά μες στη νύχτα ή νωρίς το πρωί, φέρνουν πρόσωπα οικεία να εμφανίζονται στις σελίδες του βιβλίου”, γράφει ο Βασίλης Νικολόπουλος στον πολύ καλογραμμένο πρόλογό του.
Δε μέτρησα τους λυγμούς που έπνιξα γυρίζοντας μία – μία τις σελίδες. Δεν θα επέτρεπα στον εαυτό μου ν’ αναλυθεί. Έπρεπε να φανώ αντάξιος αυτής της απρόσμενης ανάγνωσης που απέπνεε βουβή γενναιότητα.
Τηρώ εδώ αυτό που λέει ο Βασίλης Νικολόπουλος και παραθέτει ο Σπύρος Τριανταφύλλου: “Γράψτε έστω μία λέξη, αν ξέρετε έστω κι έναν που αγαπάτε”.
Και δε μπορώ να προσπεράσω τους στίχους από το ποίημα “πώς είναι δυνατόν να μη σ’ αγαπώ;” που διάβασα ξανά και ξανά, χωρίς να χορταίνω:
Στο πρόσωπό σου έβλεπα πάντα
ένα διάλειμμα στην απόγνωση.
Μια μέρα όμως
καθώς περπατούσαμε δίπλα στη λίμνη
είδες το (ως συνήθως) λυτό μου κορδόνι
κι έσκυψες να το δέσεις.
Και τότε αναρωτήθηκα δυνατά:
Πώς είναι δυνατόν να μη σ’ αγαπώ;
Έπρεπε να διαβάσω όλο το βιβλίο για να πάρω απάντηση στο ερώτημα που δεν είχα κάνει αρχή – αρχή στον ίδιο τον Σπύρο.
Καλά έκαμα και δεν τον ρώτησα τότε…
Τώρα που βρήκα μόνος μου την απάντηση, αγαπώ διπλά το βιβλίο του.