Δεν υπάρχει ένας Οδυσσέας να σκοτώσει τους μνηστήρες;

Για τις εκλογές που περιμένουμε να γίνουν, όποτε γίνουν, έχουμε τα εξής μαθηματικά δεδομένα:

Πρώτον: Η απώλεια ποσοστών του κυβερνώντος κόμματος – σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές – είναι ιστορικά φυσιολογική. Σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι το κόμμα του Μητσοτάκη καταρρέει.

Δεύτερον: Είναι δύσκολο, έως ανέφικτο, να εξασφαλίσει αυτοδυναμία η Νέα Δημοκρατία.

Τρίτον: Χωρίς αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος ο σχηματισμός κυβέρνησης απαιτεί σύμπραξη τουλάχιστον ενός εκ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων.

Τέταρτον: Το κόμμα του Βελόπουλου που αντέχει στις δημοσκοπήσεις (άρα πρέπει να το υπολογίζουμε στη Νέα Βουλή) αποκλείεται να συγκυβερνήσει με τη Νέα Δημοκρατία, ιδίως μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, για πολλούς και γνωστούς λόγους. Αλλά και να το ξεπερνούσαν αυτό, πιθανότατα δεν θα φτάνουν οι έδρες του, οπότε θα χρειαζόταν κι άλλος “Βελόπουλος”. Ποιος; Απάντηση: Δεν υπάρχει.

Πέμπτον: Εάν το ΠΑΣΟΚ / ΚΙΝΑΛ συγκυβερνήσει με τη Νέα Δημοκρατία, “θα σκάψει το λάκκο του με τα ίδια του τα χέρια”. Οριστικά πια. “Το δις εξαμαρτείν, ουκ ανδρός σοφού”.

Με βάση τα παραπάνω πέντε δεδομένα, το ερώτημα που ο ΣΥΡΙΖΑ απευθύνει στο ΠΑΣΟΚ / ΚΙΝΑΛ είναι ασφυκτικό: Θα συνεργαστεί ο Ανδρουλάκης με τον Μητσοτάκη;

Εάν ο Ανδρουλάκης απαντήσει “ναι”, το κόμμα του θα εξαλειφθεί από τον πολιτικό χάρτη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει στο ερώτημα, γιατί αυτό ακριβώς θέλει: Είναι ο μόνος τρόπος να εδραιωθεί ο ίδιος ως δεύτερος πόλος εξουσίας.

Εάν ο Ανδρουλάκης απαντήσει “όχι”, όλοι θα πιστέψουν ότι θα κάνει συγκυβέρνηση με τον Τσίπρα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει στο ερώτημα, γιατί αυτό ακριβώς θέλει: Είναι ο μόνος τρόπος “να έχει του χεριού του” το ΠΑΣΟΚ / ΚΙΝΑΛ.

Με άλλα λόγια το ερώτημα που απευθύνεται στον Νίκο Ανδρουλάκη, είναι ύπουλο και δόλιο, είναι η αιχμή του δόρατος του Αλέξη Τσίπρα.

Το κακό σ’ αυτό και το απαίσιο είναι ότι το ερώτημα καμουφλάρεται ως “δημοσιογραφική ερώτηση”, υπηρετείται από δημοσιογράφους, οι οποίοι όμως έχουν σημείο αναφοράς τους το κόμμα που ευνοείται, άρα είν’ εγκάθετοι, διότι μετατρέπουν τον εαυτό τους και το επάγγελμά τους σε δόρυ του κομματικού τους αφέντη.

Όπως και νά ’χει…

Ό,τι και ν’ απαντήσει ο Ανδρουλάκης στο ύπουλο ερώτημα, ναι ή όχι, θα είναι χαμένος.

Κι ακόμα: Ό,τι απαντήσει (πάλι) ο Ανδρουλάκης, ναι ή όχι, θα είναι κερδισμένος ο Τσίπρας.

Αυτά τα κατσαπλιάδικα των δημοσιογράφων ότι “πρέπει να ξέρει ο λαός εκ των προτέρων” είναι για τα μπάζα. Δεν αξίζουν άλλου σχολιασμού.

Όλ’ αυτά με απλά λόγια σημαίνουν ότι το ΠΑΣΟΚ / ΚΙΝΑΛ του Νίκου Ανδρουλάκη, δεν έχει αντίπαλο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αλλά τον Αλέξη Τσίπρα και “τα μακριά χέρια” του.

Τα επόμενα χρόνια, η μάχη της εξουσίας στην Ελλάδα δεν θα κριθεί από την εκλογική νίκη, ούτε από την διακυβέρνηση του πρώτου κόμματος, αλλ’ από την έκβαση της μάχης μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου κόμματος.

Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι η απάντηση που δίνει ο Ανδρουλάκης, για δέκα πολιτικούς λόγους είναι λάθος. Όταν λέει ότι δεν θα στηρίξει για πρωθυπουργό ούτε τον Μητσοτάκη, ούτε τον Τσίπρα, ο πολίτης καταλαβαίνει – και σχολιάζει θυμοσοφικά με την γνωστή παροιμία – “καλά κρασιά”. Διότι:

Η θέση που διατυπώνει ο Ανδρουλάκης, κρατάει το ΠΑΣΟΚ / ΚΙΝΑΛ αιχμάλωτο της πολιτικής μιζέριας. Του στερεί κάθε προοπτική που θα μπορούσε να έχει. Το πρόβλημα του κόμματος (και της χώρας) δεν θα λυθεί, αν δεν λυθεί πρώτα το πρόβλημα της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα.

Ο Οδυσσέας πρέπει να φτάσει στην Ιθάκη του και η πρώτη δουλειά που έχει να κάνει, είναι να σκοτώσει τους μνηστήρες. Με απλά λόγια, όποιος διεκδικεί το χέρι της σοσιαλδημοκρατίας, πρέπει να πεθάνει. Το κρεβάτι της Πηνελόπης περιμένει τον Οδυσσέα και κανέναν άλλο.

Με τις απαντήσεις όμως που δίνει ο Νίκος Ανδρουλάκης στο πρόβλημα, βάζει ο ίδιος τον εαυτό του στη χορεία των μνηστήρων που πρέπει να σκοτώσει ο Οδυσσέας. Μεταξύ των μνηστήρων είναι φυσικά ο “αντεραστής” του Αλέξης Τσίπρας.

Για να το κάνω λιανά:

Ο Ανδρουλάκης έχει μόνο έναν τρόπο ν’ ανταπεξέλθει ικανοποιητικά στην αποστολή του. Να εκφράσει αυθεντικά την Ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, παράλληλα δε, να στερήσει από κάθε άλλον μνηστήρα την ευκαιρία. Όμως αυτό είναι πεντακάθαρα μία ιδεολογική μάχη, στην οποία ολοφάνερα δεν διαπρέπει. Από τότε που έγινε αρχηγός, πέρασαν πέντε γεμάτοι μήνες. Μεγάλο χρονικό διάστημα για έναν αρχηγό. Μεγάλο, για να δει ο κόσμος “τι καπνό φουμάρει”. Μέσα σε πέντε μήνες θα έπρεπε φυσιολογικά να έχουμε το στίγμα του. Και δεν το είχαμε. Αντιθέτως, είδαμε να κάνει το αυτοκτονικό λάθος που περιγράφηκε πιο πάνω.

Περιττό να σημειωθεί, ότι το ίδιο αυτοκτονικό λάθος κάνει και ο Τσίπρας.

Οι δύο αυτοί κομματικοί αρχηγοί (παιδιά του κομματικού τους σωλήνα και οι δύο) θυμίζουν την παροιμία που λέει “δύο γαϊδάροι μάλωναν σε ξένο αχυρώνα”.

Και, θα πει κάποιος, πώς επιτυγχάνεται άραγε η αυθεντική έκφραση ενός χώρου, εν προκειμένω δε, της σοσιαλδημοκρατίας;

Χα…

Επιτυγχάνεται με αυτό που είχε πει το 1981 ο Ανδρέας Παπανδρέου, λίγες μέρες μετά τον θρίαμβό του. Ρωτήθηκε για την διανόηση που δεν συντάχθηκε με το ΠΑΣΟΚ. Και ο Ανδρέας απάντησε: “Θα συναντηθούμε στην πορεία”.

Και συναντήθηκαν.

Ο Ανδρέας γνώριζε τη δύναμη και τον αποστολικό ρόλο της διανόησης στο παιγνίδι της Δημοκρατίας. Όχι μόνο δεν την αγνόησε, αλλά έκαμε πολλά ως πρωθυπουργός για να την κερδίσει. Ότι έκαμε Υπουργό Πολιτισμού τη Μελίνα, είναι μια απόδειξη αυτής της πολιτικής γνώσης.

Ο Νίκος και ο Αλέξης δεν σκαμπάζουν γρι απ’ αυτά. Γι’ αυτό και δεν έχουν ελπίδα να εκφράσουν την σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα. Ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος. Η διανόηση δε που (από τα χρόνια του Ανδρέα) συμπαρατάχθηκε με το ΠΑΣΟΚ, για να κυριολεκτούμε, σε μια επαμφοτερίζουσα θέση με την ευρύτερη αριστερά, η διανόηση που βολεύτηκε τις τέσσερις δεκαετίες που μεσολάβησαν, όχι μόνο υλικά, σήμερα είναι αμήχανη όσο ποτέ. Εγκλωβισμένη στην στρατευμένη θεώρηση των Γραμμάτων και της Τέχνης, ευνουχισμένη δηλαδή φιλοσοφικά, αδυνατεί να καινοτομήσει, κατά συνέπεια, είναι αδύνατο να στηρίξει τον πολιτικό χώρο που εκτείνεται μεταξύ των δύο άκρων, της αριστεράς και της δεξιάς. Η μείωση όμως της μεγάλης πλέον απόστασης ανάμεσα στην Πολιτική και τα Γράμματα δε μπορεί να γίνει από τους διανοούμενους. Μπορεί να γίνει μόνο από τους πολιτικούς. Οι οποίοι, καθώς σημειώθηκε ήδη, “δεν σκαμπάζουν γρι” απ’ αυτά… Θα έλεγα πάντως ότι (σχετικά με την πολιτική έκφραση του Κεντρώου Χώρου) δεν είναι εύκολα τα πράματα. Πρέπει να προηγηθεί ένα Πολιτιστικό Κίνημα, εξακτινωμένο σε όλα τα είδη της Τέχνης, με πρώτη και καλύτερη την (αστράτευτη, δηλαδή την ακομμάτιστη, αλλά πολιτικοποιημένη) Λογοτεχνία. Όμως αυτό, αν και αποτελεί προϋπόθεση του Πολιτικού Κινήματος, δεν είναι καθόλου ευκολότερο από το Πολιτικό Κίνημα.

Προς το παρόν, όλα δείχνουν ότι ο Κυριάκος δεν θα χάσει την πρωτιά σε καμία εκλογική διαδικασία, ούτε από τον Αλέξη, ούτε από τον Νίκο, ούτε από τους δύο μαζί. Θα γίνεται πρωθυπουργός εσαεί μέχρι να χάσει τις εκλογές από ένα (άγνωστο προς το παρόν) λαμπερό πρόσωπο στα δεξιά του.

Σε ό,τι αφορά δε τις εκλογές που έρχονται και, όπως λένε οι δημοσκοπήσεις, δεν θα φέρουν αυτοδυναμία, ένα είναι το (τελευταίο) δεδομένο:

Θα γίνονται κάθε μήνα εκλογές, μέχρι τελικής πτώσεως, έως ότου δηλαδή ο λαός (εξουθενωμένος από τις απανωτές κάλπες) αποφασίσει να ξανακάνει αυτοδύναμο πρωθυπουργό τον Μητσοτάκη για να γλιτώσει τη φασαρία.

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top