Εικονολάτρες και εικονομάχοι

Η ερώτηση με τάραξε: “Πώς αντιμετωπίζεις την κριτική στο κείμενο που δημοσιεύεις και σχολιάζουν στο facebook;”.

Ο συνομιλητής μου, φοιτητής φιλολογίας, δεν ήταν σίγουρος για το ποια στάση είναι σωστή απέναντι στα σχόλια που γράφουν κάτω από μια ανάρτηση οι “φίλοι” του facebook.

Έκαμε την ερώτηση και, ξαφνικά, συνειδητοποίησα πως ούτ’ εγώ είχα ξεκάθαρη στάση.

Δεν το είχα σκεφτεί. Θέλω να πω, δεν είχα συστηματοποιήσει την αντίδρασή μου. Ποτέ δεν είχα σχεδιάσει κάποια τακτική. Δεν υπήρχε λόγος.

Τώρα, μάλλον υπάρχει.

Έβαλα το μυαλό μου να δουλέψει μαζί με το δικό του.

Η κριτική είναι εξ ορισμού καλοδεχούμενη. Τι κάνεις όμως όταν είναι κακοπροαίρετη;

Αν – στο όνομα της Δημοκρατίας – κάνεις διάλογο με το τρολ, γρήγορα θα καταλάβεις ότ’ είναι χαμένος χρόνος, μία άνευ λόγου φθορά, ιδίως όταν το τρολ είναι κομματικά ή θρησκευτικά εγκάθετο.

Αν όμως δεν κάνεις ή δε μπορείς να κάνεις διάλογο, πώς συμπεριφέρεσαι;

Αδιαφορείς ή διαγράφεις;

Τόσο το ένα, όσο και το άλλο δεν είναι χωρίς δικό σου ψυχικό κόστος, ανάλογα με τις ευαισθησίες σου, μεγάλο ή μεγαλύτερο, δεν έχει όμως σημασία. Όσο διακριτικά και να το κάνεις, συνιστά ευθέως αντικοινωνική συμπεριφορά, οδηγεί σε σταδιακή απομόνωση του ατόμου.

Το είχα ήδη γευτεί.

Αλλά τι συμβουλεύεις έναν νέο άνθρωπο που αναζητά μια λογική απάντηση σε ένα λογικό ερώτημα;

Το πιο εύλογο: Να δημοσιεύεις τη γνώμη σου με κάθε τίμημα.

Δε φτάνει όμως. Ένα ζήτημα παραμένει: Ο μάταιος διάλογος που γίνεται και ο αναγκαίος που δεν γίνεται.

Φτάνουμε λοιπόν σε ιατρική διάγνωση: Η Δημοκρατία μας είναι άρρωστη. Ο διάλογος πέθανε. Μαζί με αυτόν ίσως πέθανε και η Δημοκρατία, ας μη γινόμαστε όμως μελοδραματικοί.

Το βέβαιο είναι ότι στη θέση του διαλόγου ήρθαν οι παράλληλοι μονόλογοι. Ο ομιλητής ακούει μόνο τον εαυτό του. Κανείς δεν ακούει κανέναν. Σα να υψώθηκε ένα γυάλινο φράγμα ανάμεσα στα άτομα. Βλέπουμε ο ένας τον άλλο, ακούμε ίσως τον ήχο μας, αλλά κανείς δεν κατανοεί κανέναν. Ό,τι και να πει ο ομιλητής, ο ακροατής μένει αμετακίνητος στην δική του σκέψη, στην δική του ιδέα. Ο ακροατής ακούει μόνο τον λόγο που επιβεβαιώνει την ήδη διαμορφωμένη σκέψη του. Κάθε λέξη, κάθε φράση του ομιλητή που αμφισβητεί την σκέψη του ακροατή, απορρίπτεται. Αυτό εκτρέφει τους λαοπλάνους, αλλά θάβει ζωντανούς τους δασκάλους.

Το άτομο ζει πια σε μια κινούμενη μαζί του γυάλινη σφαίρα. Μέσα σ’ αυτή την ολική απουσία συγκοινωνίας των ατόμων εύλογα είμαστε όλοι θυμωμένοι.

Γιατί;

Επειδή ανέβηκε στην κυβέρνηση ο Μητσοτάκης;

Για πολλούς, ναι.

Θα το προσπεράσω. Η απογοήτευσή μου από την σύγχρονη πολιτική ανάλυση της αριστεράς που κυριαρχεί ως αντίληψη και θεώρηση των (εγκάθετων κατά τ’ άλλα) Μέσων Ενημέρωσης, φτάνει μέχρι την αυτοχειρία.

Μένω (με κόπο) στον δρόμο της λογικής. Θέλω, απλά, να κατανοήσω γιατί πια κανείς δεν κατανοεί κανέναν, ούτε στα πιο απλά πράγματα. Αυτό με φέρνει αναπόφευκτα σε πόλεμο και με τις δύο συγκρουόμενες κοσμοθεωρίες, της εθνικοφροσύνης και της αριστεροσύνης, αλλά και μ’ εκείνη της αφασίας που λειτουργεί σαν τρίτο φύλο της Δημοκρατίας.

Δεν θα βρω απαντήσεις, αν λυπηθώ για την εξορία μου και από τις δύο ή τις τρεις κοσμοθεωρίες, δεν θα ικανοποιήσω το πνεύμα μου αν φοβηθώ από το βαρύ τίμημα που πρέπει να καταβάλλω. Ξανά λοιπόν η τετράγωνη ερώτηση:

Γιατί κανείς δεν κατανοεί κανέναν;

Απάντηση: Επειδή χάθηκαν οι έννοιες των λέξεων. Επειδή επικοινωνούμε μόνο με τον ήχο, εκπαιδευόμαστε κοινωνικά όπως οι αδέσποτες γάτες που αναγνωρίζουν τη μηχανή του αυτοκινήτου εκείνου που περνάει κάθε μέρα για να τις ταΐσει.

Η εννοιολογία των λέξεων απωθήθηκε στα έγκατα. Εκεί που κρύβεται η ψυχή.

Κάπως έτσι απωθήθηκε η ψυχή μας, έτσι έφτασε στη λήθη που ισοδυναμεί με το θάνατο.

Και τη σκλαβιά.

Ξεχνάμε πως η λήθη είναι σκλαβιά του ανθρώπου, ακόμα κι αν το έθνος έχει διώξει τον Τούρκο από τα Ελληνικά εδάφη. Που δεν το έκαμε, αλλά… τελοσπάντων!

Δεν έχουμε παρά να σκύψουμε πάνω από τα λεξικά και ν’ ανακαλύψουμε από την αρχή τις λέξεις που χρησιμοποιούμε, αλλά δεν ξέρουμε τι σημαίνουν.

Η συνταγή θεραπείας είναι απλή: Να μάθουμε τις έννοιες που κουβαλούν οι λέξεις. Αν στην ομιλία και τη γραφή μας κουβαλούσαμε την ψυχή και όχι την εικόνα των λέξεων, θα λύναμε το πρόβλημα.

Η μάχη μεταξύ των εικονολατρών και των εικονομάχων του 8ου και του 9ου αιώνα δεν ήταν χωρίς νόημα. Ζούμε σήμερα την αναβίωση εκείνης της διαμάχης, με όρους τεχνολογίας πλέον.

Και, ναι, φίλε, να μιλάμε δημόσια, να γράφουμε δημόσια, να δημοσιεύουμε, χωρίς να υπολογίζουμε το τίμημα.

Δεν υπάρχει άλλη οδός.

Είμαστε στην πρώτη γραμμή ενός αιματηρού πολέμου που διεξάγεται. Και δεν εννοώ τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Ευτυχώς που ο εν λόγω πόλεμος διεξάγεται. Ότι διεξάγεται ακόμα, σημαίνει πως είμαστε ακόμα ζωντανοί. Τίποτα δε χάθηκε. Όταν θα πάψει, θα σημαίνει δύο τινά: Ή ότι ο κόσμος επέστρεψε στον παράδεισο ή ότι καταδικάστηκε στην αιώνια κόλαση.

Ούτε το ένα, ούτε το άλλο έχει συμβεί. Αλλά θα συμβεί. Ένα από τα δύο θα συμβεί. Θέμα χρόνου για να συμβεί.

Έχει λοιπόν σημασία ποια είναι η τωρινή θέση του καθενός μας. Δε φτάνει να θέλεις το ένα ή το άλλο. Δε φτάνει να διαλέξεις στρατόπεδο. Είναι προφανές ότι άπαντες θέλουν τον παράδεισο, κανείς δεν θέλει την κόλαση. Το θέμα είναι τι κάνεις για το ένα ή για το άλλο. Εσύ. Ατομικά. Όχι μαζικά. Συλλογικά, ναι. Μαζικά όχι. Το θέμα είναι επίσης αν ξέρεις ότι, αυτό που λες ή αυτό που κάνεις, οδηγεί στον παράδεισο ή στην κόλαση. Το άτομο ή την κοινωνία. Εδώ σε θέλω… Γιατί το άτομο και η κοινωνία πάνε μαζί…

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top