Ο Ποινικός Κώδικας και οι ψευδείς ειδήσεις

Το άρθρο 191 του Ποινικού Κώδικα που ψήφισε στη Βουλή η κυβέρνηση Μητσοτάκη, προβλέπει πρόστιμο και φυλάκιση για όποιον “δημόσια ή μέσω του Διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες”.

Ακούγεται καλό, μπορεί και τέλειο. Φανερά ή κρυφά, συμφωνούν με αυτό οι πάντες.

Ποιος άραγε θα έλεγε το αντίθετο;

Τάχα δεν είναι αυτονόητο ότι η ψευδής είδηση (το fake news για να… καταλαβαινόμαστε) δεν είναι αυτονόητο, δεν είναι δίκαιο να τιμωρείται με την πιο βαριά ποινή;

Βεβαίως.

Υπάρχει όμως μία μικρή, πολύ μικρή λεπτομέρεια που δεν έλαβε υπ’ όψη του ο νομοθέτης, ούτε άλλος:

Ποιος άραγε κρίνει ότι η είδηση (την οποία μεταδίδει ο δημοσιογράφος) είναι ψευδής;

Αν την κρίνει η κυβέρνηση ως fake news, υπάρχει βάσιμο ενδεχόμενο να μη βολεύεται καθόλου από την είδηση ο πρωθυπουργός, άρα την χαρακτηρίζει ψευδή, επειδή έχει την ισχύ “να κάνει το άσπρο μαύρο και το μαύρο άσπρο”, θα τον πιστέψουν σίγουρα οι πολλοί οπαδοί του.

Αν την κρίνει η αντιπολίτευση ως fake news, υπάρχει βάσιμο ενδεχόμενο να βολεύεται πολιτικά “πετώντας τη μπάλα στην εξέδρα”.

Τόσο το ένα, όσο και το άλλο, τα είδαμε να συμβαίνουν πολλές, πάρα πολλές φορές. Τόσες πολλές φορές έγιναν, που δε μας αφήνουν κανένα περιθώριο να θεωρήσουμε αξιόπιστη την κρίση της κυβέρνησης ή της αντιπολίτευσης για το αν μία είδηση είναι ή δεν είναι fake news.

Αν, πρακτικά, ο δημοσιογράφος δημοσιεύσει μία είδηση ότι ο πρωθυπουργός έκαμε αποδεδειγμένα παρακολουθήσεις τηλεφώνων, η κυβέρνηση θα πει “αυτό είναι ψευδής είδηση”, άρα ο δημοσιογράφος, βάσει του άρθρου 191 του Ποινικού Κώδικα, πρέπει να πληρώσει βαρύ πρόστιμο. Αν δεν έχει να πληρώσει το πρόστιμο, θα του πάρουν το σπίτι, θα του πάρουν ό,τι έχει και δεν έχει. Και δεν θα φτάνει αυτό. Βάσει του Κώδικα πάντα, θα πάει και στη φυλακή.

Το ίδιο θα συμβεί αν ο δημοσιογράφος δημοσιεύσει μία είδηση ότι ο αρχηγός ενός κόμματος της αντιπολίτευσης έδειρε τη γυναίκα του. Θα βγει το κόμμα και θα πει “αυτό είναι ψευδής είδηση”, άρα ο δημοσιογράφος, βάσει του άρθρου 191 του Ποινικού Κώδικα, θα πληρώσει βαρύ πρόστιμο. Και, αν δεν έχει να πληρώσει το πρόστιμο, θα του πάρουν το σπίτι, θα του πάρουν ό,τι έχει και δεν έχει. Δεν θα του φτάνει αυτό. Βάσει του Κώδικα πάντα, θα πάει στη φυλακή.

Άρα, πέραν πάσης αμφιβολίας, όταν βγαίνει η κυβέρνηση (που βγαίνει συχνά) και λέει “αυτό είναι ψευδής είδηση”, κανείς δεν πρέπει να την παίρνει στα σοβαρά, ακόμα κι αν έχει δίκιο. Κανείς. Ούτε καν ο εισαγγελέας που είναι αρμόδιος για να τηρεί το νόμο.

Το ίδιο ακριβώς πρέπει να είναι και όταν βγαίνει η αντιπολίτευση (που βγαίνει συχνά) και λέει “αυτό είναι ψευδής είδηση”.

Τόσο η κυβέρνηση, όσο και η αντιπολίτευση, στη Δημοκρατία, είναι ΑΝΑΡΜΟΔΙΕΣ να κρίνουν και απαράδεκτο να πουν ότι αυτή ή άλλη είδηση είναι fake news.

Αλλά το κάνουν.

Κι επειδή το κάνουν, είναι ποινικά κολάσιμες και οι δύο. Αυτό που λένε, είναι εξ ορισμού ψέμα. Ακόμα κι αν – σε κάποιες περιπτώσεις – έχουν δίκιο.

Με την άνθιση του διαδικτύου η επικοινωνιακή πρακτική της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης πέρασε πάντως σε δεύτερη μοίρα. Το έργο τους ανέλαβε ο ιντερνετικός όχλος. Καθοδηγούμενος τις περισσότερες φορές.

Η ωμή πραγματικότητα λέει πως η κατάκριση του διαδικτύου είναι απείρως χειρότερη από το – γνωστό άλλωστε – πολιτικό ψέμα της κυβέρνησης ή της αντιπολίτευσης. Μιλάμε πλέον για τη Ρωμαϊκή αρένα, όπου τ’ άγρια θηρία καταβροχθίζουν ακόμα και τους πιο δυνατούς.

Το αρχικό πρόβλημα λοιπόν παραμένει: Ποιος θα κρίνει αν η είδηση που μεταδίδει ο δημοσιογράφος είναι fake news ή όχι;

Εν πρώτοις, πρέπει να γίνει κατανοητό σε όλους το απλούστερο: Σπάνια ο δημοσιογράφος μεταδίδει fake news. Η άνθιση των ψευδών ειδήσεων στον καιρό μας δεν πηγάζει από το ξεπούλημα των δημοσιογράφων, όπως πολύ βολικά λέγεται από το 92% του λαού. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει:

Οι ψευδείς ειδήσεις μεταδίδονται σε ποσοστό 99% από την “δημοσιογραφία των πολιτών”, ίσον, από… μη δημοσιογράφους.

Αυτό… μας διαφεύγει!

Θα πεις τώρα: Εντάξει, αλλά… πώς πρέπει να γίνει; Μπορεί ο δημοσιογράφος να είναι ασύδοτος;

Όχι.

Αλλά πριν απαντήσουμε στο ερώτημα, πρέπει να δούμε ποιος είναι και ποιος δεν είναι δημοσιογράφος. Διότι, αυτό που συμβαίνει σήμερα, είναι να κάνουν τη δουλειά του δημοσιογράφου οι ερασιτέχνες, να κατηγορούνται όμως για τις “πατάτες” οι επαγγελματίες.

Ο διαχωρισμός ανάμεσα στον ερασιτέχνη και τον επαγγελματία δεν είναι καθόλου δύσκολος: Όποιος σιτίζεται από την δημοσιογραφία, είναι επαγγελματίας. Όποιος σιτίζεται από άλλη δουλειά, είναι ερασιτέχνης.

Αν ξεκαθαρίσουμε αυτό το βασικό ζήτημα, μπορούμε να πάμε και στο επόμενο, για το ποιος θα κρίνει τον δημοσιογράφο. Η απάντηση δεν θα αρέσει σε κανέναν, αλλά είναι η μόνη αλήθεια: Ο δημοσιογράφος κρίνεται μόνο από τον αναγνώστη. Από κανέναν άλλο.

Όσοι νόμοι και να γίνουν, όσοι Ποινικοί Κώδικες και να ψηφιστούν, όσο πρόστιμα και να πέσουν, όσες φυλακίσεις δημοσιογράφων κι αν γίνουν, η ενημέρωση του λαού δεν θα προστατευτεί.

Μόνο ο αναγνώστης της εφημερίδας είναι άξιος να κρίνει τον δημοσιογράφο. Μόνο αυτός – με τον οβολό του – επιβραβεύει τον έντιμο και τιμωρεί τον άτιμο.

Ο αναγνώστης – αγοραστής της εφημερίδας είναι ψηφοφόρος, ένας ψηφοφόρος που εκλέγει τον δημοσιογράφο του κάθε μέρα στην κάλπη του περιπτέρου, δεν είναι ο ψηφοφόρος που εκλέγει τον πολιτικό του στην κάλπη κάθε τέσσερα χρόνια.

Θα ήταν αρκετό αυτό για να θεωρείται ο επαγγελματίας δημοσιογράφος πιο αξιόπιστος από τον πολιτικό, πιο αξιόπιστος από την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση αντάμα.

Κι έτσι θα ήταν, πράγματι, αν δεν είχαμε κάνει τη Δημοκρατία σαν τον άπλυτο κώλο μας…

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top