Μπορεί ο παραμυθάς να μεταχειρίζεται σύμβολα, αλληγορίες, μεταφορές, κρυπτικές ή αμφίσημες εκφράσεις, αλλά τελικά ρέπει προς τη διαφάνεια, όχι τη θολούρα και τη σύγχυση.
Η αγωνία του είναι να φτάσει στην αλήθεια έστω κι αν η απόλυτη αλήθεια στην έκλαμψή της τυφλώνει.
Ο Ζανέτος, ο πρωταγωνιστής του παραμυθιού, το πρώτο πράγμα που ανακαλύπτει φτάνοντας στην πολιτεία των λουλουδιών είναι η διαφάνεια.
Όχι μια διαφάνεια καταναγκαστική και ολοκληρωτική αλλά μια διαφάνεια μύησης στην ομορφιά και τη δικαιοσύνη.
Μια διαφάνεια που προκύπτει ως ανάγκη της κοινωνίας των λουλουδιών στην οποία δεν υπάρχει εξουσία και Κυριαρχία αλλά απόλαυση και χαρά.
Στην ουσία το παραμύθι αυτό του Παντελή είναι μια διαδικασία μύησης τού Ζανέτου στον κόσμο των ανθρώπων.
Είναι η πορεία που διαγράφει το ανθρώπινο πνεύμα προς την ενηλικίωση.
Απ’ τον προστατευτισμό και τη σοφία του παππού, δηλαδή απ’ την εμπειρία και τη γνώση των προγόνων, στον αληθινό και δύσκολο κόσμο των ανθρώπων.
Ο Παντελής χρησιμοποιεί εξαντλητικά τη Σωκρατική διαλεκτική μέθοδο.
Όλα τα πλάσματα του παραμυθιού συνομιλούν μεταξύ τους λέγοντας τα πιο απλά πράγματα αλλά συνάμα και τα πιο σύνθετα, χρησιμοποιώντας ποιητικές εικόνες και λόγια, θαρρείς βγαλμένα απ’ τα σπλάγχνα της υπαρξιακής τους αγωνίας.
Εδώ, μέσα στο παραμύθι βλέπουμε τη δημιουργική άρνηση του παιδιού για τον κόσμο των μεγάλων. Αλλά μιαν άρνηση Κριτική, όχι με την έννοια του μηδενιστικού νιτσεϊσμού που καταλήγει στη λατρεία της δύναμης και τον ολοκληρωτισμό αλλά με το πνεύμα που οραματίστηκε ο Φουριέ στην Ουτοπία του, σε διαρκή ρήξη και απόλυτη απόκλιση από την τρέχουσα νοοτροπία της εποχής του δολοφονικού ανταγωνισμού.
Απ’ τη μια το όραμα, η Πολιτεία των Λουλουδιών, κάτι σαν Ιδανική Πολιτεία ή κάτι σαν Ουτοπία που τη χρειαζόμαστε ως οδηγό για να καλυτερέψουμε την κοινωνία των ανθρώπων.
Πότε βλέπω τον παραμυθά εδώ μέσα ευχαριστημένο απ’ την ομορφιά και την ηρεμία, να μοιράζεται με τα παιδιά, δηλαδή με μας, δηλαδή με όλους μας, ότι βλέπουν τα μάτια του κι ότι ακούει η καρδιά του.
Γιατί ο ορίζοντας τού παραμυθά ξεκινάει απ’ το αρχαίο παρελθόν και φτάνει στο ακόμα πιο αρχαίο μέλλον. Μέσα σ’ αυτό το εύρος διαδραματίζονται οι φλογερές ιστορίες της ανθρώπινης περιπέτειας.
Πότε-πότε όμως βλέπω τον παραμυθά σαν θυμωμένο μαθητή του Γυμνασίου να προσπαθεί με πείσμα και εκνευρισμό να στρίψει το λαιμό της πραγματικότητας και να τη στραγγαλίσει, στραγγίζοντας συγχρόνως τα βασανισμένα του παραμύθια μες απ’ τα σφιγμένα δόντια της σιωπής.
Ο Παντελής διαθέτει την μαστοριά του αιώνιου γραφιά. Και ο αιώνιος γραφιάς είναι ο παραμυθάς, ασχέτως αν περνά τα παραμύθια του στο χαρτί ή αν τα κρατά ζωντανά μέσα στην προφορικότητά τους.
Έχει μια ελκυστική μέθοδο να διηγείται παραμύθια μέσα στο μεγάλο παραμύθι της ζωής.
Οι ίδιοι οι ήρωές του γίνονται παραμυθάδες και αυτό είναι μαγικό.
Όλοι συμμετέχουν και όλοι είναι ισότιμοι. Εδώ δεν χρειάζεται να διαφωνείς εριστικά με κάποιον ή να πλακωθείτε στις μπουνιές για να λύσετε τις διαφορές σας.
Του λες μια ιστορία κι αυτός νιώθει και καταλαβαίνει. Και σου λέει κι αυτός μια ιστορία και νιώθεις και καταλαβαίνεις κι εσύ.
Άρχισα κάποια στιγμή να συνειδητοποιώ και να καταλαβαίνω πως τα παραμύθια είναι Οδηγοί Επιβίωσης.
Άρχισα να νιώθω πως τα μεγάλα διαμάντια της ελληνικής γλώσσας, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, αυτά τα επικά ποιητικά παραμύθια, είναι οι πιο σπουδαίοι οδηγοί επιβίωσης και σαν τέτοια θα πρέπει να διαβάζονται για να μην τα σιχαινόμαστε στα σχολεία, αφού το μόνο που μας μένει στο τέλος απ’ αυτά είναι οι γραμματολογικές πομφόλυγες και οι φορμαλιστικές νόρμες απ’ τα βοηθήματα του Πατάκη.
Άρχισα να καταλαβαίνω πως οι μεγάλοι παραμυθάδες μάς δείχνουν τον κόσμο και μας παρακινούν να τον γνωρίσουμε χωρίς απαγορεύσεις.
Ο παραμυθάς δεν αρχίζει με το Μην κάνεις αυτό ή Μην σκεφτείς ετούτο, αλλά με το Ήταν μια φορά κι ένα καιρό, το οποίο δεν ήταν μια φορά και ένα καιρό αλλά είναι τώρα, σήμερα εδώ, ασφαλισμένο μέσα στη φαντασία και στη γλώσσα.
Στην ομορφιά της διήγησης που έχει τη δύναμη να σε κάνει να παρατηρείς τη λεπτομέρεια από απόσταση.
Έχω την εντύπωση πως ο Παντελής σ’ αυτό το παραμύθι που έγραψε νεότατος αλλά όχι άγουρος και ξανακέντησε φράση τη φράση σήμερα, πραγματεύεται μια εξαιρετική ιδέα.
Μια ιδέα που έρχεται απ’ τους προσωκρατικούς και φτάνει στο απώτερο διαστημικό μέλλον.
Ο Παντελής λέει ξεκάθαρα εδώ μια μεγάλη αλήθεια.
Πως δεν υπάρχει δάσκαλος και μαθητής, πως αυτή η δομή είναι δομή Κυριαρχίας, καταπίεσης και συμφοράς.
Λέει με ξεκάθαρο τρόπο πως ο Δάσκαλος είναι και μαθητής και πως ο μαθητής είναι και Δάσκαλος.
Μόνο έτσι μπορείς να μάθεις και να γνωρίσεις τα πράγματα. Όταν είσαι ανοιχτός κάθε στιγμή για να σε μάθουν κι όταν είσαι ανοιχτός κάθε στιγμή για να μάθεις στους άλλους.
Δάσκαλος είναι ο αιώνιος μαθητής, αυτός που δεν σταματά ποτέ να ρωτάει, να ψάχνει, να διαβάζει, να μελετά, να αναθεωρεί, να βελτιώνει, να συμπληρώνει.
Σε τι διαφέρει λοιπόν από τον μαθητή, παιδί, έφηβο ή ενήλικο που δεν σταματά ποτέ να ρωτάει, να ερευνά, να διαβάζει, να συζητά, να επανεξετάζει, να αναθεωρεί;
Ο δάσκαλος υπερέχει επειδή γνωρίζει περισσότερα ή μήπως επειδή κατέχει τη μέθοδο απόκτησης της γνώσης;
Όχι, δεν μας ενδιαφέρει ούτε η ποσότητα ούτε η σωστή μέθοδος:
μας ενδιαφέρει ο πόθος, η ένταση της αναζήτησης, η φιλομάθεια.
Αυτά, μόνο οι μαθητές, ανεξαρτήτως ηλικίας, μπορούν να τα διδάξουν χωρίς να τα διδάσκουν. Η ίδια τους η ύπαρξη είναι ο καλύτερος δάσκαλος. Ο καλύτερος δάσκαλος όμως πρέπει και να διδάσκει.
Μέσα στους διαλόγους τού βιβλίου ο Παντελής λέει το εξής απλό αλλά ουσιαστικό. Αν δε ρωτήσεις δεν πρόκειται να μάθεις. Μαθαίνει μόνο όποιος ρωτά.
Μόνο όποιος είναι περίεργος να γνωρίσει. Ο κόσμος σού δίνεται κάθε στιγμή αρκεί να θες να τον ανακαλύψεις.
Ο Ζανέτος θέλει να γνωρίσει τον κόσμο. Θέλει να κάνει και την ανθρώπινη κοινωνία μια Πολιτεία των Λουλουδιών χωρίς αυτό να αποβεί μια μάταιη πράξη ή μια παραξενιά του ευαίσθητου χαρακτήρα του.
Ο Ζανέτος απ’ το μυθικό δεντρόσπιτο του παππού-που φιλοτέχνησε με παραμυθένιο τρόπο ο Χρήστος Παπανίκος-, αποκτά φτερά μέσω τού φίλου του τού πελαργού για να γνωρίσει τη φαντασία και την πραγματικότητα.
Την αλήθεια και το όνειρο. Το καλό και το κακό. Την πολιτεία των λουλουδιών και την πολιτεία των ανθρώπων.
Αγαπούμε με τον Παντελή έναν σπουδαίο αφρικανικό μύθο που εκφράζει νομίζω την κοινή μας πεποίθηση για τον αγώνα και τους αγώνες του ανθρώπου.
Ο μύθος μιλάει για ένα μικροσκοπικό πουλί το κολίμπρι ή κολιμπρί, που όταν έπιασε φωτιά ή ζούγκλα, αυτό, χωρίς να το σκεφτεί, άρχισε να μεταφέρει με το ράμφος του νερό απ’ την κοντινή λίμνη για να σβήσει την πυρκαγιά. Κι όταν τα υπόλοιπα ζώα το ρώτησαν γιατί κάνει κάτι που είναι τόσο μάταιο αφού δεν πρόκειται να σβήσει η πυρκαγιά, το κολιμπρί απάντησε πως, Εγώ κάνω αυτό που μου αναλογεί.
Μέσα σ’ αυτή την απλή αλήθεια κρύβεται ολόκληρη η κοσμοθεωρία όλων όσων ξέρουν πως τα πράγματα αλλάζουν προς το καλύτερο μόνο όταν κάνουμε ο καθένας αυτό που μας αναλογεί. Και ο Παντελής κάνει αυτό που τού αναλογεί.
Γράφει τα παραμύθια και τα βιβλία του. Απ’ τη λίμνη Τριχωνίδα και το χωριό του τη Μυρτιά μεταφέρει με το συγγραφικό του ράμφος τα λόγια και το λόγο του για να σβήσει τη φωτιά.
Απ’ το 1980 που έγραψε αυτό το παραμύθι μέχρι σήμερα που μας το προσφέρει ελαφρώς πειραγμένο έχουν μεσολαβήσει χιλιάδες γραπτές του σελίδες από χρονογραφήματα ποιήματα μυθιστορήματα.
Μα όλα έχουν μια κοινή αφετηρία. Την αγάπη του για την παραμυθία, δηλαδή την δημιουργική παρηγοριά του ανθρώπου που δεν έχει ηλικία.
Του ανθρώπου που από τα 9 μέχρι τα ενενήντα εννιά έχει το ίδιο καρδιοχτύπι και τις ίδιες αγωνίες.
Μέσα σ’ αυτόν τον πληθωρισμό των βιβλίων σκέφτομαι πολλές φορές το νόημα της ανάγνωσης.
Υπάρχουν συγγραφείς που γράφουν για να γράφουν και αναγνώστες που διαβάζουν για να διαβάζουν.
Νομίζω πως ετούτο το παραμύθι του Παντελή δεν το γέννησε η ανάγκη του γραφιά για γράψιμο αλλά η δίψα τού ανθρώπου να μιλήσει και να επικοινωνήσει με την παιδική ηλικία, ίσως τη μια και μοναδική μας πατρίδα. Την πατρίδα στην οποία επιστρέφουμε πάντα κατάκοποι απ’ τους άπειρους μικρούς η μεγάλους δρόμους της ζωής.
Κλείνω με μια αποστροφή του Κάφκα που λέει: ένα βιβλίο πρέπει να είναι το τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα μέσα μας.
*
Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, μα το παραμύθι δεν τελειώνει ποτέ.
Ο παραμυθάς είναι ο μονάρχης της θαλπωρής του βίου μας, όπως οι νέγροι στα παρθένα δάση είναι οι φύλακες της νιότης της ανθρωπότητας.
Όπως οι φυσαλίδες της γκαζόζας στο στομάχι μια θηλυκιάς αλεπούς είναι οι εξαίσιες άπειρες φυσαλίδες του χρόνου.
Τα πράγματα είναι όπως είναι, λέει το παραμύθι.
Η λογική είναι τόσο παράλογη και βίαιη και καταστροφική που βρίσκει γαλήνη όταν πλάθει το ζυμαράκι της πανάρχαιας τροφής των ηρώων και των διαβόλων.
Η λογική του παραμυθιού τρυπά τους τοίχους της ερμηνείας, εκεί όπου ξεμυτίζει κάποιος ποντικός απ’ το ρουθούνι ενός πρίγκιπα για να διακοσμήσει το φιλί του θανάτου.
Αφού ο θάνατος μας στέλνει τηλεγραφήματα ολημερίς, ταχυδρομικές κάρτες με τη φάτσα του πατέρα που πέθανε και τα χαμόγελα φίλων που τώρα ταξιδεύουν με την αθόρυβη βάρκα τους στο στερέωμα της αιώνιας φθοράς.
Όταν θελήσω θα περάσω απ’ το σπίτι σου, μου ψιθυρίζει ο θάνατος. Κι έπειτα νάτος, μ’ ένα πελώριο αντικλείδι ανοίγει την πόρτα και μου λέει, έλα, ώρα να πηγαίνουμε.
Μα την ίδια στιγμή ο παραμυθάς έρχεται και μου μιλά και με κοιτάζει στα μάτια. Δεν πρόκειται να πονέσεις καθόλου, μωρό μου, λέει. Απλώς ήρθε η ώρα σου, κι αυτό που σου χρειάζεται είναι ένας μεγάλος ύπνος. Υπάρχει απ’ τον ύπνο τίποτε καλύτερο;