Η ιστορία της “Πολιτείας των λουλουδιών”

  • Το κείμενο που ακολουθεί πρωτοδημοσιεύτηκε ως “σημείωμα του συγγραφέα” στην επανέκδοση της “Πολιτείας των λουλουδιών”, το 2016.

Έγραψα την “πολιτεία των λουλουδιών” το 1980, όταν ήμουν 25 χρονών, πολύ μικρή ηλικία δηλαδή για συγγραφέα παιδικών βιβλίων! Αλλά 36 χρόνια μετά, το 2016, θυμήθηκα τον Μάνο Χατζιδάκι που πήρε τις “άγουρες” μουσικά μελωδίες του Βασίλη Τσιτσάνη και “γέμισε” τα χάσματα με τη γνώση του σπουδαγμένου μουσικού. Το αποτέλεσμα ήταν υπέροχο! Είπα ότι κάτι ανάλογο θα κάνω κι εγώ στο νεανικό μου εκείνο κείμενο και μακάρι να κατάφερνα κάποιο ανάλογο αποτέλεσμα με τον ίδιο τρόπο!

Πήρα πάλι το αρχικό κείμενο στα χέρια μου, το ξεσκόνισα, το “έλουσα”, το “χτένισα”, το ‘φώτισα”. Το εμπλούτισα με την συγγραφική εμπειρία που απόκτησα στο μεταξύ,“γέμισα” τα παλιά συγγραφικά κενά και τα χάσματα για να το ξαναδώσω στο νέο αναγνωστικό κοινό με τη μαγεία και την πληρότητα που του αξίζει, χωρίς όμως να “προδώσω” το πνεύμα της πρώτης αθωότητας που, εκείνα τα χρόνια, έκαμε την “πολιτεία των λουλουδιών” σε χιλιάδες παιδιά και τους γονείς τους αγαπητή.

Ήταν μια επαναγέννηση.

Και, μετά, το καθρέφτισα στο ήσυχο νερό για να το δω καλύτερα…

Κατάλαβα ένα πρωί, ότι η ανάγνωση της “πολιτείας των λουλουδιών” είναι μία μυητική τελετή ενηλικίωσης, είναι το ονειρικό πέρασμα από την παιδικότητα στην εφηβεία, ίσως είναι η έξοδος του ανθρώπου από τον παράδεισο.

Υπ’ αυτή την έννοια το βιβλίο αυτό δεν είναι για τα παιδιά που τους δίνουμε ένα ευχάριστο παραμυθάκι με φανταχτερές εικόνες για να διασκεδάσουν, την ώρα που οι γονείς ή και η νταντά θέλουν την ησυχία τους. Όχι. Είναι παραμύθι, αλλά για τα παιδιά που – καβάλα στα φτερά ενός πελαργού – είναι έτοιμα να ταξιδέψουν στη χώρα της ενηλικίωσης, από την ονειρική χώρα των μικρών να περάσουν στη μαγική χώρα των μεγάλων.

Δεν μιλώ από τη θέση του ειδικού, αλλά, νομίζω, η στιγμή ενηλικίωσης του ανθρώπου ποικίλει από παιδί σε παιδί, άρα θα θεωρούσα μόνο τους γονείς αρμόδιους να την ορίσουν, τους ειδικούς όχι, σ’ αυτό όχι.

Από παιδί που άκουγα τα παραμύθια του παππούλη Αντρέα Παπασπύρου (πέθανε όταν εγώ ήμουν πέντε ετών) ήξερα ότι τα παραμύθια (σκληρά πολλές φορές και ανελέητα) δεν τα έλεγε σ’ εμένα, επειδή ήμουν παιδί που έπρεπε τάχα να με διδάξει, αλλά σ’ ολόκληρη τη γειτονιά, σε κυρίους και κυρίες, για να τους διασκεδάσει, για να τους δώσει φτερά και να πετάξουν στα ουράνια. Και μαζεύονταν στο καλύβι μας στην άκρη του χωριού, όπως άλλοι στην πόλη πάνε στο θέατρο κι έτσι περνούσε η μακριά χειμωνιάτικη νύχτα, δίπλα στο αναμμένο τζάκι, την εποχή που δεν υπήρχε ηλεκτρικό φως, ούτε τηλεόραση φυσικά…

Αντιγράφω από άρθρο ειδικού: “Γνωρίζουμε ότι αυτά που μαθαίνει το παιδί ως το πέμπτο έτος της ηλικίας του, αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό των νοητικών δεδομένων για την υπόλοιπη ζωή του. Έρευνες νευροεπιστημών των τελευταίων χρόνων μας λένε ότι η ποσότητα, αλλά και η ποιότητα ερεθισμάτων που δίνουμε στα παιδιά από την πρώτη κιόλας ηλικία, όχι μόνο τα τροφοδοτούν με γνώσεις, αλλά δημιουργούν και τις συνάψεις στα εγκεφαλικά κύτταρα, συνθέτοντας και δημιουργώντας τη βάση, στην οποία θα αποθηκεύουν πληροφορίες για την υπόλοιπη ζωή τους”.

Σκέπτομαι τώρα: Τι το ακατάλληλο, τι αντίθετο της ζωής, υπήρχε άραγε στα σκληρά λαϊκά παραμύθια που άκουγα από τον παππούλη στην προσχολική μου ηλικία;

Και, μετά, παιδί δέκα χρονών, μαθητής του Δημοτικού, που διάβαζα στην καθαρεύουσα τους “Αθλίους” του Βίκτορος Ουγκό, δώρο του αγράμματου παπά του χωριού μου, ήξερα ότι τα παιδιά μπορούν να διαβάσουν οποιοδήποτε λογοτεχνικό έργο. Ιδίως εκείνο που έχει “άγνωστες λέξεις”, ακόμη και άγνωστες έννοιες, γιατί αυτή είναι η σπουδαία διαδικασία της ανακάλυψης, στην οποία και πρέπει να μυηθεί το παιδί, ώστε να μπορεί μετά ν’ ανακαλύπτει τα πάντα.

Και κάτι ακόμη: Αν το παιδί μπορεί να μαθαίνει μαθηματικά στο Δημοτικό Σχολείο, ποια αδυναμία έχει τάχα να μάθει “άγνωστες λέξεις” και “άγνωστες έννοιες” διαβάζοντας ένα βιβλίο; Αυτός δεν είναι άραγε ο σκοπός του βιβλίου; Ποιος επιτέλους πριν από τον συγγραφέα δίδαξε στο παιδί τις λέξεις, αυτές που τώρα ξέρει και (υποτίθεται ότι) με βάση ΑΥΤΕΣ θα έπρεπε να γράφονται τα παραμύθια; Να πει κάποιος: Ποιος είναι καταλληλότερος από τον συγγραφέα να διδάξει νέες λέξεις και νέες έννοιες στα παιδιά; Ποιος αποφάσισε ν’ αφαιρέσει από τα σύγχρονα παραμύθια το αρχετυπικό στοιχείο που βασιλεύει στα κλασσικά παραμύθια, ποιος απέσυρε από τα παραμύθια τις απαντήσεις στα μεγάλα υπαρξιακά ζητήματα του νέου ανθρώπου; Ποιος ειδικός λοιπόν και γιατί επέβαλλε στην παιδική λογοτεχνία τα στερεότυπα που τις τελευταίες δεκαετίες δημιούργησαν ολόκληρη Σχολή Σκέψης στην παιδική λογοτεχνία, ποιος μετά εγκατέστησε περίπου θεολογικά το αποστειρωμένο αυτό περιβάλλον στερώντας από το παιδί πολύτιμα αντισώματα για τη ζωή;

Το παραμύθι βγαίνει από την παραμυθία. Που σημαίνει παρηγοριά. Κι αν είναι κάποιος που σ’ αυτόν τον κόσμο πρέπει να παρηγορηθεί με το παραμύθι, δεν είναι το παιδί, αλά ο ενήλικας που πολυεπίπεδοι εξωτερικοί παράγοντες έθαψαν το παιδί μέσα του. Αυτή είναι η ουσία της παιδικής λογοτεχνίας! Διότι: Αν υπάρχει μία ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στην λογοτεχνία για παιδιά και στην λογοτεχνία για ενήλικες, δεν είναι η φόρμα, ούτε το λεξιλόγιο, ούτε καν η θεματική, αλλά το αντικρουόμενο ζευγάρι της αθωότητας και της ενοχής, η αγνότητα του λόγου από τη μια, η σήψη του από την άλλη κι όλα μαζί αυτά να βρίσκουν αντίκρυσμα στη χαρά τα μεν και τη λύπη τα δε, αφού αντιστοιχούν στην ακμή του ανθρώπου αφενός και την παρακμή αφετέρου.

Οι λέξεις που στον κώδικα των ενηλίκων, ιδίως δε των ειδικών, είναι ακατάλληλες, δεν φτάνουν στ’ αυτιά των παιδιών με τα ίδια φορτία που φτάνουν στα δικά μας. Οι πιο “ένοχες” λέξεις, φτάνουν στο αντιληπτικό πεδίο των παιδιών αθώες, όσο κι ο κόσμος τους. Είν’ επομένως αλαζονεία εκ μέρους ημών των ενηλίκων ν’ αποφασίζουμε για τον κόσμο των παιδιών η για τον λεκτικό τους κώδικα ξεκινώντας από κάτι που (νομίζουμε ότι) γνωρίζουμε για τον δικό μας.

Η παιδική λογοτεχνία δεν είναι μία “άλλη λογοτεχνία”. Είναι ένα είδος, ένα από τα είδη της λογοτεχνίας, όπως το μυθιστόρημα, το διήγημα, το θέατρο, το ποίημα. Εκεί, δίπλα σ’ αυτά, είναι το παραμύθι. Πλάι τους. Ισότιμα, ισάξια, ισοδύναμα. Το παραμύθι περιέχει όλους τους κώδικες όλων των ειδών, τους αφομοιώνει σ’ έναν νέο κώδικα, τον δικό του. Ο διαχωρισμός της παιδικής λογοτεχνίας από την” λογοτεχνία για ενήλικες”, η ταξινόμηση των βιβλίων του είδους σε “λογοτεχνία για παιδιά”, μειώνει κατακόρυφα την αξία της, ιδίως όταν επιχειρείται ακόμα μεγαλύτερη εξειδίκευση, που ορίζει τις ηλικίες σε προσχολικές και σχολικές ή από 7 έως 9 ετών, από 9 έως 11 ετών, κ.λ.π. Παγώνει η ψυχή της, πώς να το πεις… Παράγεται Σχολή Σκέψης που καθηλώνει ψυχές… Δε μειώνεται η “παιδική λογοτεχνία” επειδή απευθύνεται σε παιδιά. Αυτό θα ήταν μια σοφιστεία. Το αντίθετο συμβαίνει: Μειώνονται τα παιδιά που διαβάζουν αυτή την “παιδική λογοτεχνία”.

Με ποιο κριτήριο, ας πούμε, να στερήσεις από τα παιδιά το μυθιστόρημα του Έρνεστ Χεμινγουέι “ο γέρος και η θάλασσα”; Σε ποια ηλικία παιδιών αναλογεί το αριστούργημα της Πηνελόπης Δέλτα “παραμύθι χωρίς όνομα”; Ποια ηλικία παιδιών θα κατανοήσει καλύτερα και ποια καθόλου το αριστούργημα του Ρίτσαρντ Μπαχ “ο γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον”; Πόσο ακατάλληλη για τα παιδιά ήταν “η καλύβα του μπάρμπα – Θωμά” της Χάρριετ Μπήτσερ Στόου; Αλλά μήπως και το άλλο αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, “ο μικρός πρίγκιπας” του Αντουάν ντε Σαιντ Εξιπερί, δεν περιέχει λεπτεπίλεπτες και υψηλές φιλοσοφικές έννοιες που – με βάση την κυρίαρχη λογική – είναι αδύνατο να κατανοήσουν τα παιδιά;

Πιστεύω, νομίζω δηλαδή, ότι ολόκληρο το οικοδόμημα των τελευταίων δεκαετιών χρειάζεται επανεξέταση…

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας βασιλιάς σ’ ένα μακρινό βασίλειο κάπου στην άκρη της γης, μακριά από δω, και διέταξε τους συγγραφείς να διαχωρίσουν την Τέχνη τους σε λογοτεχνία ενηλίκων και σε λογοτεχνία για παιδιά.

Όλοι οι συγγραφείς περιφρόνησαν τότε την λογοτεχνία για τα παιδιά. Και δεν έμεινε κανένας να γράφει γι’ αυτά. Μόνο οι μαμάδες έλεγαν παραμύθια στα παιδιά τους και κάποια στιγμή – τι να κάμουν – σκέφτηκαν να τα γράψουν και να τα κάμουν βιβλίο. Αλλά σ’ εκείνο το βασίλειο τα παιδιά δε μεγάλωσαν ποτέ. Κι ένας – ένας που έφευγαν οι γέροντες για την άλλη ζωή, δεν ήξερε κανείς πώς να φερθεί και τι να πει για τα πιο απλά πράγματα του βασιλείου που έμεναν πίσω…

Κάποιος είπε ότι θα ήταν ωραίο να μείνουν όλοι για πάντα παιδιά, όμως ο βασιλιάς είπε ότι δεν μπορεί να κάνει αθάνατους τους γονείς τους για να τα νταντεύουν.

Ήρθε μετά ο καιρός που το βασίλειο πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και όλοι αγανάκτησαν με το βασιλιά, ο λαός ήταν έτοιμος να κάνει επανάσταση.

Τότε ο βασιλιάς κάλεσε επειγόντως τους συγγραφείς του βασιλείου και τους είπε ότι καταργεί τον διαχωρισμό της λογοτεχνίας σε παιδική και ενήλικη που ίσχυε μέχρι τότε. Από δω και στο εξής, είπε, η λογοτεχνία για τους ενήλικες δεν θα είναι διαφορετική, αλλά ισάξια με την λογοτεχνία που διαβάζουν τα παιδιά. Θα θεωρείται μάλιστα και ακριβότερη, γιατί η συγγραφή της χρειάζεται ακραίες αθωότητες που δεν απαιτεί η λογοτεχνία για ενήλικες. Αν υπάρχει ένας διαχωρισμός κι αν πρέπει να μείνει, δεν είναι στις λέξεις, ούτε στις έννοιες, αλλά στην αίσθηση, στα αισθήματα… Ακούστε το καλά: Η παιδική λογοτεχνία δεν είναι ένα ακόμα μάθημα του Σχολείου, αλλά το πρώτο μάθημα της ζωής. Και οι συγγραφείς δεν είναι δάσκαλοι, ούτε καθηγητές, ούτε ειδικοί παιδαγωγοί, αλλά ποιητές, ελεύθερα πνεύματα, “πουλιά του ουρανού που δεν σπέρνουν, ούτε θερίζουν, ούτε αποθηκεύουν, αλλά ο ουράνιος πατέρας εκτρέφει και θάλπει αυτά”. Η λογοτεχνία που δεν κάνει για τα παιδιά, δεν είναι κατάλληλη ούτε για τους ενήλικες, επειδή τα παιδιά είναι το ζύγι, όχι μόνο των λόγων, αλλά και των πράξεων…

Μετά ο σοφός βασιλιάς έβγαλε διαταγή και είπε: Οι μαμάδες να λένε ή να διαβάζουν παραμύθια στα παιδιά τους κάθε βράδυ, απαγόρευσε όμως αυστηρώς και δια ροπάλου να εκδίδουν βιβλία για τα παιδιά των άλλων μαμάδων. “Οι κυρίες και οι κύριοι που γίνονται συγγραφείς, πρέπει να εμπνέουν όλα τα παιδιά του βασιλείου μου, όχι μόνο τα δικά τους”, είπε.

Από τότε… σ’ εκείνο το βασίλειο… άλλαξαν όλα. Κι έτσι που χαίρονταν τα παιδιά, ζούσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…

Με το πνεύμα αυτού του μυστικού παραμυθιού έγραψα την “πολιτεία των λουλουδιών”. Έψαχνα ένα διαχρονικό παραμύθι, αρχετυπικό, ν’ ανήκει στην αδιαίρετη λογοτεχνία, να το ακούνε παρέα οι γέροντες, οι ενήλικοι και τα παιδιά, όπως τότε, γύρω από το τζάκι, όπου μαζευόταν η γειτονιά κι έλεγε ο παππούλης κι έλεγε τ’ ατελείωτα παραμύθια του…

“Η πολιτεία των λουλουδιών” γράφηκε και κυκλοφόρησε ως αυτοέκδοση (Εκδόσεις Μυρτιά) στην Αθήνα το 1980. Τυπώθηκε τότε σε 5.000 αντίτυπα (σε πολυτονικό) και – με τα σημερινά δεδομένα – ήταν ένα best seller της εποχής, παρά το γεγονός ότι, εκδοτικά, δεν συμπλήρωνε όλες τις προδιαγραφές μιας άρτιας έκδοσης.

Δύο από τις μεγαλύτερες εφημερίδες εκείνου του καιρού, έγραψαν εξαιρετικές κριτικές. Στην “Ακρόπολη” γράφηκε ότι “η πολιτεία των λουλουδιών” ανήκει στην ίδια κατηγορία των παιδικών βιβλίων που ανήκει “ο μικρός πρίγκιπας” του Εξιπερί. Ανάλογη διθυραμβική κριτική γράφηκε στην “Ελευθεροτυπία”. Ένας καθηγητής πανεπιστημίου είπε: “Η πολιτεία των λουλουδιών είναι δέκα βιβλία που το καθένα τους είναι δέκα φορές μεγαλύτερο από αυτό”…

Με ρωτούσαν: “Για ποια ηλικία παιδιών είναι αυτό το βιβλίο”. Απαντούσα τότε με τον τρόπο που απαντώ και τώρα: “Είναι για το αιώνιο παιδί που έχουν όλοι οι άνθρωποι μέσα τους, όποια ηλικία κι αν έχουν”.

Το παραμύθι αυτό, ναι, γράφηκε για να το διαβάζουν πρώτα ο παππούς και η γιαγιά, μετά ο μπαμπάς και η μαμά. Επιτέλους, ένα παραμύθι για τους ενήλικες. Το δικαιούνται. Κι αφού το απολαύσουν εκείνοι… μετά να το δώσουν στα παιδιά!

Scroll to Top