Αγαπητέ κύριε Φλωρόπουλε,
μόλις πριν από λίγες ημέρες ολοκλήρωσα την ανάγνωση του βιβλίου σας, νωρίτερα απ` όσο υπολόγιζα, είναι αλήθεια, κι αυτό γιατί ο ”Παραμυθόκηπός” σας κράτησε το ενδιαφέρον μου ζωντανό μέχρι την τελευταία του σελίδα.
Περιπλανήθηκα γοητευμένος ανάμεσα στις βραγιές του και έδρεψα τους καρπούς του με μεγάλη ευχαρίστηση.
Ξεκινώντας από τον πρόλογο του βιβλίου σας, μπορώ να πω ότι συμμερίζομαι τις απόψεις σας για την εξέλιξη του παραμυθιού, αλλά θεωρώ και κατά κάποιο τρόπο αυτή την εξέλιξη αναπόφευκτη.
Από τη στιγμή που οι κοινωνίες αλλάζουν, μοιραία αλλάζουν και τα παραμύθια τους. Οι σημερινές ανάγκες και προτεραιότητες υποβάλλουν και μια διαφορετική θέαση του κόσμου των παιδιών, υπαγορεύοντας την ανάγκη να τους μιλήσουν με μιαν άλλη γλώσσα, περισσότερο ίσως σύγχρονη, αλλά σίγουρα διαφορετική…
Το λέτε και ο ίδιος ότι τα περισσότερα παραμύθια της παλιάς εποχής τα εμπνεύστηκαν, τα αφηγήθηκαν και στη συνέχεια τα έγραψαν ενήλικες, κατά κύριο λόγο άνδρες, απευθυνόμενοι σε ενήλικες. Είναι επόμενο λοιπόν τα παραμύθια εκείνα να έχουν μια στιβαρότητα, συχνά και μιά τραχύτητα και γενικά ένα πιο ρωμαλέο ύφος. Το γεγονός ότι η σύγχρονη παραγωγή παραμυθιών έχει αφεθεί στα χέρια γυναικών συγγραφέων, παίζει και αυτό το ρόλο του. Οι γυναίκες παραμυθογράφοι ρίχνουν μια πιο “θηλυκή” και περισσότερο “μητρική” ματιά στο παραμύθι, καθιστώντας το πιο ευαίσθητο και μπορεί και πιο στοργικό. Δεν θεωρώ αυτή την εξέλιξη κατ’ ανάγκη αρνητική.
Από τη θέση μου ως παιδαγωγού, πιστεύω ότι πολλά από τα παλιά εκείνα παραμύθια ήταν ακατάλληλα για τα παιδιά, ακριβώς γιατί οι δημιουργοί τους δεν είχαν στο μυαλό τους τα παιδιά, αλλά τους ενήλικες, όταν τα έφτιαχναν. Για παράδειγμα, στις περισσότερες παραλλαγές της γνωστής μας “Σταχτοπούτας”, που σε πιο “λαϊκές” εκδοχές ονομάζεται άλλοτε “Σταχτοπέπελη”, άλλοτε “Σταχτομάρω” και ούτω καθεξής, οι αδελφές της ηρωίδας που δεν είναι ετεροθαλείς της στις πιο πολλές περιπτώσεις, τρώνε κυριολεκτικά την ίδια τους την μητέρα και θάβουν τα κόκκαλά της στον κήπο, όπου και φυτρώνει, στο σημείο που τα έθαψαν, ένα μαγικό δένδρο με ανθρώπινη φωνή. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι μια τέτοια πράξη καννιβαλισμού τρομάζει όχι μόνο ένα παιδί, αλλά ακόμη κι έναν σημερινό ενήλικα. Θυμάμαι ότι πολλές φορές έκλεισα βιαστικά κάποιες συλλογές λαϊκών παραμυθιών του τόπου μας, ταραγμένος από τη βιαιότητα των σκηνών που περιέγραφαν.
Το γνωρίζετε πολύ καλά ότι τα παραδοσιακά παραμύθια βρίθουν περιγραφών που, εάν παραδίδονταν αυτούσια στους μικρούς αναγνώστες, θα προκαλούσαν ασφαλώς τον τρόμο. Πριν ρίξουμε τον λίθο του αναθέματος στους Γκριμ ή σε όποιον άλλο εμπνευσμένο, κατά τη γνώμη μου, δημιουργό σκέφτηκε να προσαρμόσει τα “άγρια” αυτά κείμενα στις ανάγκες της παιδικής ψυχής, ας αναλογιστούμε μήπως τελικά έπραξαν έναν παιδαγωγικό άθλο και όχι ένα… “έγκλημα καθοσιώσεως” σε βάρος των παραμυθιών, όπως καθ’ υπερβολήν εννοούν μια τέτοια προσαρμογή οι κατά καιρούς ευφάνταστοι αναλυτές και αμύντορες της λαϊκής παράδοσης.
΄Οσο για τις Κοκκινοσκουφίτσες και τα διάφορα – άκια που καταγγέλλετε ως απαράδεκτες παραποιήσεις των αυθεντικών παραμυθιών και επομένως “πρέπει να τελειώνουμε μαζί τους”, σας βεβαιώνω ότι οι λογής Κοκκινοσκουφίτσες και οι Κοντορεβυθούληδες θα παρακινήσουν τους μικρούς αναγνώστες να ασχοληθούν και με άλλα παραμύθια, καθώς θα μεγαλώνουν.
Κάπως έτσι ξεκίνησε και ο γράφων. Από εκείνα τα παραμύθια “του συρμού”, όπως τα αποκαλείτε. Αυτά μου “άνοιξαν την όρεξη” και με παρακίνησαν ν’ ασχοληθώ με τα παραμύθια γενικώς, τρεις δεκαετίες σχεδόν. Επί πλέον, η χρήση των υποκοριστικών (με τη γνωστή κατάληξη -άκι), δημιουργεί μια σχέση οικειότητας του παιδιού με το υποκείμενο του παραμυθιού, ειδικά όταν το τελευταίο απευθύνεται σε παιδιά της προσχολικής ηλικίας .Σας μεταφέρω αυτή τη θέση και πάλι επικαλούμενος την ιδιότητά μου ως εκπαιδευτικού. Πιστέψτε με, τα πολύ μικρά παιδιά αισθάνονται μιαν ασφάλεια με αυτή τη γλωσσική “σύμβαση”. Και ευτυχώς, η ελληνική γλώσσα είναι τόσο ευέλικτη και τόσο ευαίσθητη, που θα ήταν άδικο να της στερούσαμε το δικαίωμα σε μιά τέτοιου είδους τρυφερότητα. ‘Οσον αφορά στο “σθένος, τη γενναιότητα, την καρτερία και άλλα τέτοια ωραία πράγματα” που κινδυνεύουν να χαθούν στις μέρες μας, αν αυτό πράγματι συμβαίνει, δεν οφείλεται στους σημερινούς παραμυθάδες.
Προσωπικά πιστεύω ότι όλες οι παραπάνω αρετές δεν έχουν χαθεί. Αντιθέτως, οι νέοι καλούνται, μέσα στις πολύ δύσκολες σημερινές συγκυρίες, να επιδείξουν και σθένος και γενναιότητα και καρτερία. Και τις περισσότερες φορές το καταφέρνουν – πιστέψτε με – με πιο πολλή επιτυχία, τολμώ να πω, απ’ ότι θα το έκαναν οι γονείς τους. Απλώς, σήμερα όλες αυτές οι αρετές που περιγράφετε και αγωνιάτε για την απώλειά τους, εκδηλώνονται με διαφορετικό τρόπο, γιατί ακριβώς οι περιστάσεις είναι διαφορετικές. Γι’ αυτό και προκύπτει η ανάγκη τα παραμύθια να ειπωθούν πλέον αλλοιώς.
Σήμερα η εικόνα του Αράπη, για παράδειγμα, που, λόγω εξωτερικής εμφάνισης, χρησιμοποιείται στα παραδοσιακά παραμύθια ως φόβητρο και εκπροσωπεί το “Κακό”, καταλαβαίνετε ότι δεν μπορεί να έχει απήχηση σ’ ένα ακροατήριο νέων ανθρώπων. Γιατί ο ρατσισμός στις μέρες μας – ηθελημένος ή αθέλητος, δεν έχει σημασία – δεν μπορεί να επικροτείται από μια νέα γενιά που θα τη θέλαμε καλύτερη από τη δική μας. Εκτός και αν ως “γενναία” συμπεριφορά θεωρούμε εκείνες τις αρρωστημένες τάσεις που βλέπουμε, δυστυχώς, να αναβιώνουν, μεταξύ αυτών και τη ρατσιστική βία. Αλλά τότε, έχουμε μπερδέψει τη γενναιότητα και το σθένος με την…κτηνωδία. Και κάτι τέτοιο δεν μας το μαθαίνουν τα παραμύθια, παλιά ή νέα. Να σας θυμίσω, άλλωστε, κλείνοντας αυτή την αναφορά στον πρόλογό σας, ότι στο βασίλειο των παραμυθιών υπάρχει θέση για όλους. Είναι ο πιο δημοκρατικός τόπος. Και ας τον κατακλύζουν ένα σωρό βασιλιάδες… Ο δογματισμός δεν ήταν ποτέ, ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να είναι ίδιον του συγγραφέα ή του συλλέκτη παραμυθιών.
΄Ερχομαι τώρα στην ανάλυση της σκέψης που μου προκάλεσε η ανάγνωση των δικών σας παραμυθιών. Παρά την παρότρυνσή σας να διαβάσουμε τη συλλογή σας όπως μάς βολεύει, ξεκινώντας από τη μέση ή ακόμη και από το τέλος, ή επιλέγοντας ένα οποιοδήποτε παραμύθι του τόμου στην τύχη, προτίμησα ν’ακολουθήσω την “παραδοσιακή” οδό, ξεκινώντας από την αρχή και προχωρώντας σιγά-σιγά μέχρι το τέλος, χωρίς να διαβάζω αποσπασματικά το βιβλίο σας.Η επιλογή μου αυτή τελικά με δικαίωσε, γιατί, ακόμη και αν δεν γίνεται συνειδητά, στο έργο σας υπάρχει μιά συνέχεια, ένας ρυθμός με αρχή, μέση και τέλος.Και εξηγούμαι: θεωρώ πως τα δύο Παραμυθιστορήματά σας με τα οποία ξεκινάτε τη συγκεκριμένη συλλογή, μας μυούν στο προσωπικό σας συγγραφικό σύμπαν.Θα τα έλεγα και αυτοβιογραφικά, αφου στο μεν πρώτο, την “Πολιτεία των λουλουδιών”, αφήνετε να διαφανούν, μάλλον, οι προθέσεις και η ίδια σας η στάση στη ζωή, στο δε επόμενο, το “Βασιλικό του βασιλιά Βασίλη”, μας ξεναγείτε στα τοπία της δημιουργικής σας φαντασίας.
Ο ήρωας της πρώτης ιστορίας, ο συμπαθέστατος Ζανέτος, απεχθάνεται να σκοτώνει ζώα που είναι η κατ’εξοχήν ασχολία του πατέρα του και ο μόνος τρόπος εύρεσης τροφής, αφού και οι δύο μένουν βαθιά στο δάσος, αποφεύγοντας τη συναναστροφή με τους άλλους ανθρώπους.Ο Ζανέτος αποφασίζει ν’ αποδυθεί σ’ ένα ταξίδι αυτογνωσίας και ενηλικίωσης (αυτό άλλωστε συνιστά και το βασικό κορμό των περισσοτέρων παραμυθιών), σκαρφαλωμένος στη ράχη ενός πελαργού, ως άλλος Νίλς Χόλγκερσον, μόνο που εκείνος είχε προτιμήσει ως ιπτάμενο μέσον μιά…χήνα.Οι αναζητήσεις του θα τον φέρουν μέχρι την Πολιτεία των Λουλουδιών όπου βασιλεύει η ομόνοια και η δικαιοσύνη.Μ’ έναν ευφυή τρόπο, εξηγώντας μας, ανάμεσα στ’ άλλα, πώς τα λουλούδια “εκμεταλλεύονται” τη φυσική ενέργεια του ήλιου για να έχουν φώς και θερμότητα, υπαινίσεσθε την αναγκαιότητα της λογικής χρήσης των φυσικών πηγών ενέργειας και διδάσκετε στον αναγνώστη μιάν οικολογική ηθική.
Μπορεί να μην ήταν μέσα στις προθέσεις σας, αλλά, είτε το θέλετε, είτε όχι, γίνεστε κι εσείς -ευτυχώς για όλους τους γοητευμένους αναγνώστες σας- ένας “μοντέρνος” παραμυθάς.
Κι εδώ, άθελά σας, συναντιέστε με όλους εκείνους τους συγγραφείς, των οποίων το έργο μάλλον θα καταδικάζατε.Στο τέλος ο ήρωας -άλλη μιά ρηξικέλευθη σκέψη για το παραμυθικό σύμπαν -γίνεται, χωρίς να το επιδιώξει, καταστροφέας όλης εκείνης της ομορφιάς που ο ίδιος θαυμάζει.Από δική του απροσεξία, ή και από άγνοια, η Πολιτεία των Λουλουδιών καταρρέει (το τέλος της παιδικότητας;) και τότε συνειδητοποιεί την μεγάλη ευθύνη των ανθρώπων για την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος και όχι μόνο.
Αποφασίζει να εγκαταλείψει το δάσος και να στραφεί στην πόλη.Εδώ, μέσα σε λίγες γραμμές, μας περιγράφετε μιά κατάσταση που, λίγο ως πολύ, όλοι γνωρίζουμε.Τη στροφή των ανθρώπων προς το άστυ.Η πόλη θ’ ανοίξει τους ορίζοντές του(αλήθεια, γιατί γράφετε στο βιογραφικό σας ότι δεν θα επισκεπτόσασταν ποτέ την Αθήνα; Το “κλεινόν άστυ”- και μη θεωρηθεί πως το υπερασπίζομαι- δεν είναι πάντα και μόνον πηγή άγχους και δυσκολιών.Προσωπικά, με βοήθησε να συνειδητοποιήσω πράγματα και μου προσέφερε γνώσεις που δεν θα μπορούσα να αποκτήσω σε διαφορετική περίπτωση), θα του προσφέρει τα αναγκαία εφόδια, για να επιστρέψει στη συνέχεια στον τόπο του πιό ολοκληρωμένος και πιο ευαισθητοποιημένος, ώστε να μην τον πληγώσει ξανά, όπως έγινε στην περίπτωση της Πολιτείας των Λουλουδιών.
Ο ήρωας της δεύτερης ιστορίας, ο Βασίλης, είναι πιθανότατα το alter ego σας, ή η ενσάρκωση του ποιητή -λαού, της λαικής ποιητικής φλέβας, του ανώνυμου παραμυθά που συνθέτει τις ιστορίες του χωρίς την επιτήδευση του λόγιου, του “καλλιεργημένου” συγγραφέα.Δεν σας κρύβω ότι ταυτίστηκα μαζί του, τον αγάπησα τον ήρωά σας αυτόν, τον ευγενή “άγριο” που δίνει ένα μάθημα ταπεινοφροσύνης στην αριστοκρατία των παραμυθιών, στους καλομαθημένους και χορτάτους παραμυθο-βασιλιάδες, αφήνοντάς τους, για πρώτη φορά στην παραμυθένια τους ζωή, να αγωνιστούν μόνοι τους για την επιβίωσή τους.Μετά από αυτή τη δοκιμασία θα βγούν όλοι καλύτεροι, εκτιμώντας τις απλές αξίες της ζωής, όπως για παράδειγμα τη σπουδαιότητα μιάς…πατάτας και πώς μπορεί αυτή να καλλιεργηθεί, προκειμένου να χορτάσει τα πεινασμένα τους στομάχια.Θα χαρακτήριζα το συγκεκριμένο Παραμυθιστόρημα μιά περιπέτεια “επιστημονικής φαντασίας”, ένα οδοιπορικό στη σκέψη και στις διεργασίες της πριν από την τελική σύλληψη μιάς νέας ιδέας. Οι φιλοσοφικές ενατενίσεις πολλές μέσα στο εν λόγω παραμύθι.Επιλέγω ενδεικτικά ένα μόνον κομμάτι και το καταθέτω, προς τέρψιν των μελλοντικών σας αναγνωστών:
“… Το νερό σε ξεδιψά και το ίδιο σε πνίγει.Το πιό απαλό στοιχείο της Φύσης είναι συνάμα και το σκληρότερο.΄Αμα ξέρεις να κολυμπάς στο νερό, δροσίζεσαι.΄Αμα δεν ξέρεις, πνίγεσαι.Κι εσύ πρέπει να είσαι στη μέση.Να ισορροπείς ανάμεσα στην τρυφερότητα και τη σκληρότητα.Να είσαι άλλοτε τρυφερός κι ευαίσθητος, άλλοτε σκληρός και άτεγκτος.΄Αλλοτε και τα δυό μαζί,ταυτόχρονα.’Ομως πάντοτε νερό…” Και φυσικά, όλος αυτός ο συλλογισμός μάς κάνει κι εμάς με τη σειρά μας να αναλογιστούμε τη ζωή και τη φύση της ανθρώπινης ύπαρξης.Μήπως έτσι δεν είναι κι ο κόσμος μας; Μήπως έτσι δεν είμαστε κι εμείς οι ίδιοι; Πότε σκληροί, πότε καλωσυνάτοι; Και μήπως αυτό δεν προσπαθούν να μάς πούν και οι σημερινοί παραμυθάδες με τις δημιουργίες τους; ΄Οτι το δίπολο “Καλό – Κακό”, “΄Ασπρο – Μαύρο”, ποτέ δεν είχε ξεκάθαρα όρια.Τουλάχιστον όχι στην πραγματική ζωή.Η μανιχαική σκέψη, εκτός από αφελής, είναι και επικίνδυνη.Και αυτό επισημαίνουν με τα έργα τους σήμερα οι παραμυθάδες.Γι’αυτό και μόνο θα μπορούσαμε να τους είμαστε ευγνώμονες.Γιατί δίνουν μια νέα ώθηση στο παραμύθι που μόνο σε καλό μπορεί να τού βγεί.Κακά τα ψέμματα: η κίνηση είναι το πεπρωμένο της ζωής. Μόνο οι νεκροί δεν κινούνται. Και το παραμύθι, για να παραμείνει ζωντανό, χρειάζεται αυτή την κίνηση. Διαφορετικά, θα μετατραπεί σε ένα μουσειακό είδος που θα αραχλιάζει στα ράφια των βιβλιοπωλείων, χωρίς να βρίσκει πρόθυμους μελετητές.Και σ’ αυτό, είμαι σίγουρος, δεν διαφωνείτε.
Το ότι το έργο σας διαπνέεται, από την αρχή μέχρι το τέλος, από την πρωτοτυπία και το δροσίζει μιά αύρα ανανεωτισμού, είναι εμφανές και στη δεύτερη ενότητά του με τίτλο “Τα Παραμύθια”, καθώς και στις υπόλοιπες.Τα Παραμύθια σας συχνά έχουν ένα ιδιαίτερο περιεχόμενο, όπως στην περίπτωση της ιστορίας που τιτλοφορείται “Το ΄Αλογο που έγινε Δήμαρχος” , ένα αλληγορικό σχόλιο πάνω στην “έκπτωση” της επαναστατικότητας και την εξαργύρωσή της με την εξουσία.Στην εκπληκτική “Παπαδέλα” επισημαίνετε τη σπουδαιότητα και την αξία των ταπεινών πραγμάτων (κι εδώ μού θυμίσατε τον Χάνς Κρίστιαν ΄Αντερσεν που με τη “Σπασμένη Τσαγιέρα” του πραγματεύεται την ίδια ιδέα), επειδή “όσο δύσκολο είναι να είσαι πρώτος, άλλο τόσο δύσκολο είναι να είσαι έσχατος” , όπως γράφετε χαρακτηριστικά στον “Βασιλικό” σας.
Αλλά και τα υπόλοιπα παραμύθια της συγκεκριμένης ενότητας διακρίνονται από πρωτοτυπία και χάρη.
Από το φιλοσοφημένο “Τα όνειρα του χώματος” μέχρι την αινιγματική “Νεράιδα των Βράχων”(που είναι ένα από τα λίγα παραμύθια στην παγκόσμια παραγωγή, μαζί με το εκπληκτικό “Τα εφτά Κοράκια”, των αδελφών Γκρίμ, αν δεν κάνω λάθος, όπου στα συγκεκριμένα πουλιά δεν αποδίδεται ο γνωστός δυσοίωνος ρόλος) και από το ευαίσθητο “Ντροπαλό Λουλούδι” μέχρι τον ανατρεπτικό “Αγριονεροπιστολοζαχαρολεμονοπόλεμο”.
Τα ποιήματά σας στιχίζονται και αυτά στην ίδια συγγραφική γραμμή, φτιαγμένα με κέφι, πρωτοτυπία και χιούμορ, βασικό συστατικό της παιδικής ποίησης και λογοτεχνίας γενικώτερα.Στα ποιητικά σας σκιρτήματα το παλιό συμβαδίζει με το νέο, η παράδοση με την τεχνολογία.Υπάρχουν στίχοι που ανακαλούν παραδοσιακές εικόνες (“Μάννα”, “Η Χήνα”, “Τα παιδιά του γεωργού” κλπ.) και άλλοι που εμπνέονται από την τεχνολογία (“Ο Φυλακισμένος Γίγαντας”) ή την πρακτική πλευρά της ζωής (“Πρόσεξε μάστορα!”, “Το χτίσιμο του σπιτιού” κ.ά.).
Είναι αλήθεια κρίμα -συμφωνώ μαζί σας- που σπανίζουν πιά οι τεχνίτες (έτσι τους αποκαλώ εγώ, γιατί χρειάζεται ιδιαίτερη μαεστρία για να καταπιαστείς με το είδος) της παιδικής ποίησης. Κάποτε είχε δώσει εξαίρετα δείγματα στον τόπο μας και είχε αναδείξει ταλαντούχους ποιητές (Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Τέλλος ‘Αγρας, Κώστας Ουράνης, κ.ά.).Σήμερα, θεωρείται ξεπερασμένο είδος και από πολλούς χαρακτηρίζεται ως “μή σοβαρό”, ενώ στο εξωτερικό η παιδική λογοτεχνία αντιμετωπίζεται με περισσότερη συνέπεια και σοβαρότητα.Στην πατρίδα μας, η τελευταία έχει παραχωρήσει τη θέση της στη σοβαροφάνεια, με αποτέλεσμα πολλές τέτοιες προσπάθειες να πέφτουν στο κενό.
Αλλά αντί να γκρινιάζω, ας μιλήσω καλύτερα για το τελευταίο μέρος του βιβλίου σας, που -μου επιτρέπετε την μεροληψία- θεωρώ και το πιό γοητευτικό. “Τα λαικά παραμύθια” που έχετε επιλέξει να μας παρουσιάσετε στη συλλογή σας, θα σαγηνεύσουν, πιστεύω, και τον πιό απαιτητικό αναγνώστη. Διαβάζοντάς τα διαπιστώνει κανείς ότι και η πιό εμπνευσμένη λογοτεχνική πέννα δεν μπορεί να συναγωνιστεί σε μεράκι και έμπνευση το ταλέντο του ποιητή-παραμυθά λαού.Η δική σας συμβολή σ’ αυτό το κομμάτι συνίσταται στην επιλογή των παραμυθιών και στην επεξεργασία και παρουσίαση των κειμένων που έχει γίνει με τρόπο υποδειγματικό.Γλώσσα στρωτή, χωρίς εξάρσεις και υπερβολές, όπως ακριβώς ταιριάζει στο λαικό παραμύθι.Ποιό να πρωτοθαυμάσει κανείς! Την ευαίσθητη “Ελαφίνα” και το συγκινητικότατο “Φίδι”που εμπνέουν την αγάπη προς τα ζώα και υπογραμμίζουν την ιδέα πως η ανθρωπιά μπορεί να είναι μια ιδιότητα που απαντάται όχι μόνο στον άνθρωπο -πολλές φορές σπανιώτερα σε αυτόν, θα έλεγα- αλλά και στα υπόλοιπα μέλη του ζωικού βασιλείου, αλλά και μιά εννοια που θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει μέσα της και το ενδιαφέρον και για τα άλλα όντα με τα οποία μοιραζόμαστε το κοινό μας σπίτι: τη Γή!
Πώς να μη σταθεί κανείς ακόμη εντυπωσιασμένος από την πρωτοτυπία της “Ψείρας” όπου ένας βασιλιάς έθρεφε μιά ψείρα στο παλάτι μέχρι που αυτή έγινε μεγάλη ίσαμε μιάν αγελάδα και τότε ο βασιλιάς ζητούσε από τους υποψήφιους γαμπρούς για την πεντάμορφη κόρη του ν’ ανακαλύψουν τί ζώο είναι, με αντάλλαγμα την ίδια τους τη ζωή και το χέρι της πριγκηποπούλας! ΄Η πώς να μη συγκινηθείς από την γοητευτικότατη “Μαγεμένη Νεράιδα” που σε πολλά σημεία της θυμίζει τη “Χιονάτη και τους εφτά νάνους”, μόνο που εδώ τη θέση των μικροσκοπικών γερόντων έχουν πάρει οι…δώδεκα μήνες, προσδίδοντας μιά περισσότερο λαική νότα στο παραμύθι.Κι ακόμα “Οι κουλούρες”, “Ο μαγικός καθρέφτης”, “Το βασίλειο του Κάτω Κόσμου”, παραμύθια που θα μπορούσε να αποκαλέσει κάποιος και θρησκευτικά παραμύθια, μιά που τη θέση των καλών νεραιδών και των κακών μαγισσών παίρνουν οι άγγελοι του Παραδείσου και οι δαίμονες του Κάτω Κόσμου αντίστοιχα.Και μιά και ο λόγος για…θρησκευτικά παραμύθια, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρω τρία πολύ σημαντικά της συλλογής που πραγματεύονται τις αδυναμίες και τα ελαττώματα εκπροσώπων του “ιερού” μας κλήρου, που σπάνια συμπεριλαμβάνει κανείς σε συλλογές λαικών παραμυθιών, από φόβο, ίσως, μην προκαλέσει την οργή της εκκλησιαστικής ιεραρχίας που έχει εύκολη την κατάκριση όταν πρόκειται για άλλους, εθελοτυφλεί όμως μπροστά στα δικά της ελαττώματα.Ο ποιητής λαός όμως έχει τη δύναμη να το κάνει, με το θάρρος άλλωστε της ανωνυμίας του.Γιατί ο δημιουργός αυτών των ιστοριών δεν είναι ένας, είναι πολλοί, είναι όλοι, οι προγενέστεροι, οι μεταγενέστεροι, οι νεώτεροι…Είμαστε όλοι εμείς.Τα δύο από τα τρία αυτά παραμύθια, αποτελούν παραλλαγές του ίδιου θέματος και απαντώνται, με μικρές αποκλίσεις και στη γαλλική λαική κουλτούρα των παραμυθιών.
Πρόκειται για την “Κοτσιλού” και την “Ξυλένια Φορεσιά” που πραγματεύονται το ίδιο τολμηρό θέμα, της απόπειρας αποπλάνησης μιάς νεαρής κοπέλλας από τον ίδιο της τον πατέρα που τυγχάνει μάλιστα να είναι και ιερέας.Στη γαλλική εκδοχή, ο πατέρας έχει τον τίτλο του βασιλιά, προφανώς επειδή στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία οι κληρικοί είναι άγαμοι, χωρίς αυτό να τους εμποδίζει να επιδίδονται σε ανοίκειες σεξουαλικές παρεκκλίσεις με θύματα ανήλικα κορίτσια (και αγόρια), όπως αποκαλύπτουν εδώ και χρόνια τα σκάνδαλα που έρχονται στην επιφάνεια με πρωταγωνιστές κληρικούς.
Στο γαλλικό παραμύθι η ηρωίδα προστατεύει την αθωότητά της από τις επίβουλες ορέξεις του πατέρα της καλυμμένη με ένα τομάρι γαιδάρου(γι’ αυτό και πολλές φορές το παραμύθι φέρει τον τίτλο “Η τομαρού”), ενώ στην ελληνική εκδοχή η κοπέλλα κρύβει την ομορφιά της κάτω από μιά ξύλινη φορεσιά που της προμήθευσε μια φτωχή, συμπονετική γριούλα που της προσφέρει καταφύγιο, όταν το κορίτσι δραπετεύει από το πατρικό της σπίτι.(εξ ού και ο τίτλος “Η ξυλένια φορεσιά”).Και στις δύο περιπτώσεις, η νεαρή εξασφαλίζει ένα κομμάτι ψωμί, δουλεύοντας ως…χηνοβοσκός(έτσι πολλές φορές το παραμύθι απαντάται και με τον τίτλο “Η χηναρού”), ενώ στην “Κοτσιλού” το κορίτσι βρίσκει δουλειά ως φύλακας στο βασιλικό…κοτέτσι και καταλήγει να καθαρίζει τις κουτσουλιές των βασιλικών…ορνίθων, οπότε προέκυψε και το παρανόμι της που δίνει και τον τίτλο στην εν λόγω ιστορία.
Ενώ όμως τα πράγματα βαίνουν πιό ομαλά τόσο για την γαλλίδα “Χηναρού”, όσο και για την ελληνίδα “Κοτσιλού”, η ιστορία στην “Ξυλένια φορεσιά” παίρνει πολύ πιό δραματικές διαστάσεις.Ο πατέρας του κοριτσιού, τυφλωμένος από το πάθος του, φτάνει να εγκληματίσει, δολοφονώντας το ίδιο του το εγγόνι, το παιδί της κόρης του που είχε αποκτήσει από το γάμο της με το αρχοντόπουλο του τόπου.Και όχι μόνο αυτό, αλλά διαβάλλει το παιδί του στο βασιλιά και επιδιώκει το θάνατό της.Η κοπέλλα σώζεται χάρις στην ευσπλαχνία των ξένων και ο δράστης αποκαλύπτεται από τα άψυχα αντικείμενα του σπιτιού (τα κεραμίδια, οι πόρτες, η φωτιά στο τζάκι, τα παράθυρα), βουβοί “μάρτυρες” του δράματος του κοριτσιού, δείχνουν το φονιά.΄Ενα εύρημα που παρόμοιο συναντάμε συχνά στα παραμύθια, εκεί όπου τίποτα δεν είναι στην πραγματικότητα άψυχο και όλα μας “υποχρεώνουν”να τους δείξουμε τον πρέποντα σεβασμό.
Το τρίτο παραμύθι της κατηγορίας αυτής περιγράφει με πιό χιουμοριστικό τρόπο τα παθήματα ενός κοριτσιού που παντρεύτηκε το γιό ενός παππά και δεινοπάθησε στα χέρια των δικών του, κυρίως του ιερέα πατέρα του που την άφηνε νηστική, ενώ ο ίδιος και οι δικοί του “καταβρόχθιζαν τον αγλέουρα”. Εδώ στηλιτεύεται η αδηφαγία και η απληστία των κληρικών.Το παραμύθι έχει τίτλο “Ο παπάς στα πράσα” και το χιούμορ που το διαπερνά εύκολα θα το κατέτασσε στην κατηγορία των “Ευτράπελων”.
Θα μπορούσα να συνεχίσω να μιλώ ακόμη επι μακρόν για τα παραμύθια και ειδικότερα για τα παραμύθια της εξαίρετης συλλογής σας.Φοβάμαι, όμως, ότι έχω καταχραστεί προ πολλού την υπομονή και την ανεκτικότητά σας.Κλείνοντας, θέλω να σας ευχαριστήσω για τις πολύ διασκεδαστικές στιγμές που μού χαρίσατε, βεβαιώνοντάς σας πως τα παραμύθια σας μού κράτησαν μιά παρήγορη συντροφιά στις δύσκολες μέρες που διανύουμε, δικαιώνοντας απόλυτα το όνομά τους: Παραμύθια=Παραμυθία.Και πολλές αλήθειες, συμπληρώνω εγώ… Γιατί τα παραμύθια λένε την αλήθεια μόνο. Γι’ αυτό και ομοιοκαταληκτούν τόσο μοναδικά μαζί της.
Να μην ξεχάσω να σας συγχαρώ επίσης για την επιλογή του κυρίου Χρήστου Παπανίκου να εικονογραφήσει το βιβλίο σας και για την απόφασή σας να μην επιτρέψετε στην εικόνα να επισκιάσει το λόγο, κάτι που, ατυχώς, συναντάμε συχνά σε πολλές σημερινές εκδόσεις παραμυθιών.
Ο αφηγηματικός σας λόγος, χαρακτηριστικό ,άλλωστε, των παραμυθιών, ταιριάζει απόλυτα, πιστεύω, με το αφηγηματικό σκίτσο του κυρίου Παπανίκου, του οποίου η αισθητική μού θύμισε εικονογραφήσεις παλαιοτέρων εποχών, τότε που οι εικονογράφοι, τεχνίτες μεγάλης εικαστικής ωριμότητας οι περισσότεροι, άφηναν μεγαλύτερα περιθώρια στον αναγνώστη να ονειρεύεται και να σχεδιάζει στο μυαλό του τις δικές του εικόνες.
Γιάννης Τσάκος
Εκπαιδευτικός