Ο δικός μας πόλεμος

Γεννήθηκα πέντε χρόνια, πέντε μήνες και δέκα μέρες μετά τις 29 Αυγούστου 1949, μετά το τέλος του αιματηρού εμφυλίου.

Μεγάλωσα δηλαδή με τις νωπές ακόμα πληγές που άφησε πίσω της η στρατιωτική σύγκρουση των δύο στρατοπέδων, της δεξιάς και της αριστεράς.

Θυμάμαι παιδί τις ιστορίες φρίκης που έλεγαν οι γερόντισσες στο αγνάντι, όπου μαζεύονταν το βραδάκι στη ραχούλα και κουβέντιαζαν νομίζοντας ότι τα παιδιά, εμείς, δεν καταλαβαίνουμε απ’ αυτά.

Θυμάμαι το μίσος ανάμεσα σε οικογένειες. Θυμάμαι ακόμα το μίσος ανάμεσα σε μέλη οικογενειών.

Μεγαλώνοντας, μέχρι που έφτασα στη μέση ηλικία, δεν φανταζόμουν, δεν θυμάμαι να φαντάστηκα ποτέ, ότι εκείνο το μίσος, εκείνον τον διχασμό ανάμεσα σε οικογένειες από το ίδιο χωριό, ανάμεσα σε μέλη οικογενειών από το ίδιο σπίτι, δεν πίστεψα ποτέ ότι θα το ζήσω ξανά, νομίζοντας ότι “ο κόσμος πάει μπροστά”.

Αμ δε που πάει μπροστά…

Πολλές φορές αποδείχτηκε στην Ιστορία ότι πάει προς τα πίσω.

Άρχισα να συνειδητοποιώ την αντιπαράθεση των στρατοπέδων αρχικά με την σύγκρουση των οπαδών των ποδοσφαιρικών Ομάδων. Τη σύγκρουση εκείνη όμως – ανυποψίαστος τότε – την έλεγα ακόμα και χαριτωμένη.

Τώρα ξέρω ότι δεν ήταν. Όταν οι Ολυμπιακοί αποκαλούσαν Βούλγαρους τους Παοκτζήδες, όχι, δεν ήταν.

Ξέρω επίσης ότι δεν φταίνε οι Ομάδες γι’ αυτό. Ούτε το ποδόσφαιρο. Απλά, οι οπαδοί, έκαναν την Ομάδα θρησκεία τους και, όπως είχαν ήδη εκπαιδευτεί από αυτήν, λειτουργούσαν σαν τους νεοφώτιστους χριστιανούς που έσπασαν τ’ αγάλματα των θεών, κατεδάφισαν τους ναούς και τ’ αρχαία θέατρα, ή σαν τους νεοφώτιστες μουσουλμάνους που έσφαζαν τους απίστους για να πάνε στον παράδεισο, όπου καθέναν από τους σφαγείς τον περίμεναν, λέει, 72 ουρί…

Τα μέλη της μάζας έχουν βιωματική ανάγκη να πολεμήσουν. Δεν ξεδιψούν με νερό, αλλά με αίμα. Κι επειδή δεν έχουν άλλο άλλοθι για να πολεμούν μεταξύ τους, χρησιμοποιούν τη σημαία της Ομάδας για να ενταχθούν στο ένα στρατόπεδο που βρίσκεται σε πόλεμο με το άλλο.

Έχει να κάνει με την άγρια επιβεβαίωση της ύπαρξής τους. Σαν τον μεσήλικα που ψάχνει συλφίδες για να επιβεβαιώσει τον ανδρισμό του.

Ανακάλυψα στην διάρκεια της μεταπολίτευσης ότι τα μέλη της μάζας αυτό το άλλοθι, το ίδιο ακριβώς άλλοθι, το βρήκαν στα κόμματα. Θυμάστε υποθέτω τα μπλε, τα πράσινα και τα κόκκινα καφενεία.

Παρά ταύτα, οι ποδοσφαιρικοί και οι κομματικοί πόλεμοι της εποχής εκείνης υπολάνθαναν μέχρι το 2010, όταν – θα το θυμάστε – “πέσαμε από τα σύννεφα”.

Το “Κίνημα των Αγανακτισμένων” που φούντωσε το 2011 εγκαινίασε το άκρατο πισωγύρισμα που κρατάει ακόμα σήμερα, το 2022.

Απολίτικες μάζες πολιτών, αδιάφοροι μέχρι τότε, απαθείς για τα πολιτικά δρώμενα και αμαθείς για την οικονομία, μικρές ή μεγαλύτερες κοινότητες που ανακάλυπταν μια κυνική πια και ωμή πραγματικότητα, χωρίς κανένα εφόδιο για να ερμηνεύσουν τα αιφνίδια φαινόμενα, επιδόθηκαν στο μόνο που ήξεραν καλά: Την ύβρη.

Ο διχασμός του εμφυλίου σηκώθηκε από τον τάφο του και περπατούσε σαν αιμοβόρο ζόμπι ανάμεσά μας.

Στην δεκαετία που ακολούθησε, γνωρίσαμε τρεις μοχθηρούς διχασμούς του λαού:

Ο πρώτος εκφράστηκε με τους αντιμνημονιακούς εναντίον των μνημονιακών που μιλούσαν με όρους του εμφυλίου: Γερμανοτσολιάδες, δοσίλογους, προδότες και βάλε…

Δεν πρόλαβε να τελειώσει αυτό το κακό, ήρθε ο δεύτερος διχασμός: Οι αντιεμβολιαστές εναντίον των εμβολιασμένων. Η Εκκλησία αισθάνθηκε ότι πρέπει ν’ αμυνθεί απέναντι στον σατανά.

Δεν πρόλαβε να κατακάτσει ο κουρνιαχτός από την δεύτερη αυτή “σφραγίδα της αποκάλυψης”, τέλη Φεβρουαρίου 2022 ήρθε ο τρίτος διχασμός: Οι Ρωσόφιλοι εναντίον του Ουκρανόφιλων.

Η μελέτη αυτής της συμπεριφοράς λέει ότι… δε μπορούμε χωρίς πόλεμο. Ο πόλεμος στην Ουκρανία άρχισε και θα τελειώσει. Ο δικός μας πόλεμος όμως είναι μόνιμος. Δεν τελειώνει ποτέ. Εκδηλώθηκε για πρώτη φορά μόλις δύο χρόνια μετά την έναρξη της επανάστασης του 1821.

Συμβαίνει. Με άλλες ετικέτες κάθε φορά, με άλλο άλλοθι, αλλά με την ίδια “λογική”, με την ίδια σφοδρότητα, έρχεται και ξανάρχεται. Πάντα ο ίδιος. Με το ίδιο καταστροφικό αποτέλεσμα.

Και μπορεί στον δικό μας πόλεμο να μη βιάζονται τώρα γυναίκες και παιδιά, μπορεί να μην εκτελούνται άμαχοι δεμένοι πιστάγκωνα, όπως στην Ουκρανία, βιάζονται όμως και δολοφονούνται καθημερινά υπολήψεις και συνειδήσεις. Κι αυτό είναι πολύ χειρότερο.

Όποιος γλίτωσε από το πρώτο τσουνάμι, πνίγηκε στο δεύτερο, και όποιος διασώθηκε από τα δύο προηγούμενα, πνίγεται αράδα στο τρίτο, λες και βάλθηκαν οι ουρανοί να μη γλιτώσει κανένας από το γκρεμοτσάκισμα.

Κοιτάξτε γύρω σας. Ποιους βλέπετε;

Όποιον και να δείτε, δικό σας ή ξένο, έχετε έναν τουλάχιστο λόγο για να τσακωθείτε μαζί του: Ανήκει σε κάποιο από τα αντίπαλα στρατόπεδα…

Θυμάμαι τώρα πάλι τις ιστορίες φρίκης που έλεγαν οι γερόντισσες στο αγνάντι, όπου μαζεύονταν το βραδάκι στη ραχούλα και κουβέντιαζαν νομίζοντας ότι τα παιδιά, εμείς, δεν καταλαβαίνουμε απ’ αυτά.

Θυμάμαι το μίσος ανάμεσα σε οικογένειες. Θυμάμαι ακόμα το μίσος ανάμεσα σε μέλη των οικογενειών.

Δεν διχάζονταν η Ελλάδα. Διχαζόταν το χωριό. Διχάζονταν οι ρούγες. Διχάζονταν τα σπίτια, οι οικογένειες.

Τώρα διχαζόμαστε με τον ίδιο μας τον εαυτό.

Τον βάζω απέναντι και τον γρονθοκοπώ.

Γιατί δε γράφεις ρε;

Γιατί δεν ξιφουλκείς;

Γιατί δε σταυρώνεσαι;

Φτάνει άραγε να μένεις έξω και από τα δύο στρατόπεδα;

Θυμήσου: Κανένας δε μπόρεσε να το κάνει στον εμφύλιο. Έπρεπε να διαλέξει στρατόπεδο.

Τι ειρωνεία!

Σήμερα, όποιος αρνείται να διαλέξει στρατόπεδο, είναι χειρότερος από τον εχθρό και των δύο.

Τον σέρνουν αιμόφυρτο και οι δύο.

Είναι η στιγμή της βουβής συμμαχίας τους.

Γιατί και οι δύο είναι οι όψεις του ιδίου νομίσματος.

Εδώ και δέκα χρόνια γυρίσαμε σ’ εκείνον τον παλιό εφιάλτη. Αν σήμερα βιάζονται στην Ελλάδα μόνο υπολήψεις και δολοφονούνται οι συνειδήσεις μας, αύριο, μαθηματικά, νομοτελειακά, θα έρθει και για μας (όπως στην Ουκρανία) η στιγμή που θα βιάζονται και θα δολοφονούνται τα δικά μας παιδιά, οι δικοί μας άμαχοι.

Βεβαιότατα δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να σταματήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Βεβαιότατα όμως θα μπορούσαμε να κάνουμε πολλά για να μην αρχίσει πάλι ο πόλεμος στα δικά μας χωράφια.

Αν, όντως, δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα για τίποτα, ο λαός ξέρει με ακρίβεια τι μέλλει γενέσθαι και το λέει ξεκάθαρα: “Είν’ αλάργα το σκοτάδι, κλείσ’ τα μάτια να το δεις”.

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top