Η Άμεση Δημοκρατία και ο Τοπικός Τύπος

Σε απάντηση των δημοσιογραφικών συνωμοσιολογιών που ανθίζουν στις μέρες μας, αναδημοσιεύω ένα άρθρο που (δεκαπέντε χρόνια πριν, την εποχή των παχιών αγελάδων, όχι σήμερα, στην εποχή των ισχνών, που ανακάλυψαν όλοι το πρόβλημα της δημοσιογραφίας και των δημοσιογράφων, αλλά τότε, που “έζωναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα”) ένα ριζοσπαστικό άρθρο που δημοσιεύτηκε σε τρεις συνέχειες, στην «Αναγγελία», στα φύλλα 101 (13 Ιανουαρίου 2005), 102 (20 Ιανουαρίου 2005) και 103 (27 Ιανουαρίου 2006). Υπότιτλος του άρθρου ήταν: Η ευθύνη και ο Ιστορικός ρόλος του αναγνωστικού κοινού και του ακροατηρίου στη θέση μιας επαναστατικής κοινωνικής τάξης” :

Η ιδιοκτησία των Μέσων Ενημέρωσης (κατά παράφραση, αλλά και υπέρβαση του αξιώματος του Μαρξ για την ιδιοκτησία των Μέσων Παραγωγής) πρέπει να περάσει στο λαό. Τα Τοπικά Μέσα Ενημέρωσης, οι εφημερίδες ανά πόλη, Δήμο ή Νομό, μπορούν να υλοποιήσουν το ανέφικτο σήμερα όραμα της Άμεσης Δημοκρατίας, ΕΑΝ εφαρμοστεί η Αρχή της Κοινωνικής Ιδιοκτησίας στα Μέσα αυτά. Ο έντυπος Τοπικός Τύπος αποτελεί το θεμέλιο και το μοναδικό θεσμό, που μπορεί – από την πλευρά του λαού – να ελέγξει την εξουσία, είτε της συμπολίτευσης, είτε της μείζονος και της ελάσσονος αντιπολίτευσης, τόσο σε κεντρικό, όσο και σε τοπικό επίπεδο.

Στην περίπτωση που εκδηλωνόταν ένα τέτοιο πολιτικό ρεύμα, εάν η ιδέα έβρισκε υποστηρικτές, θα πρέπει να τεθεί εξ αρχής ο απαράβατος όρος να ΜΗΝ αγνοηθεί καμιά απολύτως αρχή της Ελεύθερης Αγοράς. Η κοινωνικοποίηση δηλαδή ΔΕ μπορεί να έχει υποχρεωτικό, αλλά μόνο ανταγωνιστικό χαρακτήρα. Πρέπει να δοκιμάσει τις δυνάμεις της απέναντι στην δημοσιογραφία των ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης, άρα στηρίζεται στην εθελοντική και μόνο ένταξη των υπαρχόντων τίτλων. Πρέπει να έχει το όραμα για την εμβάθυνση της Δημοκρατίας, τη γνήσια λαϊκή συμμετοχή, την εμπράγματη ενεργοποίηση του πολίτη, την απρόσκοπτη έκφραση και την κριτική απέναντι σε κάθε πολιτική, οικονομική, αλλά και πνευματική εξουσία. Θα ήταν δε ακόμα καλύτερο, αν οι πολιτικοί χώροι, όπως οριοθετούνται από τις ευρύχωρες πλέον πολιτικές παρατάξεις, εκφράζονταν μέσα από ανταγωνιστικά έντυπα, άλλοτε κοινωνικής και άλλοτε ιδιωτικής ιδιοκτησίας.

Το σκηνικό για την έναρξη της Επανάστασης στον Τύπο και κατά συνέπεια στην Πολιτική, για την εγκαθίδρυση της Άμεσης Δημοκρατίας, ΔΕΝ είναι η Αθήνα. Είναι η Επαρχία. Οι Επαρχιακές πόλεις. Ο Περιφερειακός Τύπος. Οι μικρές κοινωνίες. Εδώ δηλαδή, όπου πραγματώνεται ο μινιμαλισμός της Δημοκρατίας, εδώ, στη γαστέρα της Ελλάδας. Και είναι αρκετή η μετατροπή της ήδη ζηλευτής αναγνωστικής αξίας του Επαρχιακού Τύπου, πολλαπλάσιας – σημειωτέον – του Αθηναϊκού, είναι αρκετή η μετατροπή της αναγνωσιμότητας αυτής σε αγοραστική αξία. Ο Αθηναϊκός Τύπος εξαντλεί τα όρια της αναγνωσιμότητάς του στον αριθμό των πωλήσεών του επί τέσσερα. Αντίθετα ο Επαρχιακός Τύπος εισπράττει μόλις το ένα εκατοστό της δικής του αναγνωσιμότητας, πολλαπλασιάζοντας όμως το τιράζ του επί δεκατέσσερα. Αυτή η ισχύς είναι τεραστίου μεγέθους, αλλά μένει αναξιοποίητη σήμερα και δολίως απαξιωμένη ως μίζερος μικρόκοσμος.

Η κοινωνικοποίηση των Μέσων Ενημέρωσης, θεωρητικά τουλάχιστον, ΔΕ μπορεί να είναι και δε μπορεί να γίνει πολιτική θέση των συντηρητικών κομμάτων, αλλά μπορεί να είναι και μπορεί να γίνει πολιτική θέση των προοδευτικών κομμάτων της ευρείας Δημοκρατικής Παράταξης. Ένα τέτοιο μέτρο, καθώς και εκείνο περί της Αγροτικής Μεταρρύθμισης, που θα βασίζεται στην Αρχή του Πλήθωνος, συγκροτεί με σαφήνεια τις ορατές εκείνες και τόσο απαιτητές διαφορές ανάμεσα στον συντηρητικό και τον Δημοκρατικό χώρο.

Το πέρασμα από την ιδιοκτησία του ιδιώτη στην ιδιοκτησία του αναγνωστικού κοινού ή του ακροατηρίου είναι ίσως η μόνη απάντηση και η μόνη διέξοδος στην Πανελλήνια και τη Διεθνή κρίση, που διαπερνά τον Τύπο. Το κοινό έχει γίνει δικαίως καχύποπτο απέναντι στα Μέσα Ενημέρωσης και σταδιακά τα εγκαταλείπει, καθιστώντας τις μονάδες τους οικονομικά προβληματικές. Όμως αυτό εκτρέφει τον εξάρτηση και τελικά την ποδηγέτηση της Δημοκρατίας. Η εγκατάλειψη των Μέσων Ενημέρωσης από το κοινό και η επικράτηση της τηλεοπτικής εκδοχής στον έντυπο Τύπο (με την δωρεάν διανομή των εφημερίδων) προδιαγράφει ένα δυσοίωνο μέλλον. Στην προέκτασή του καραδοκεί μια παγκόσμια δικτατορία με Δημοκρατικό Άλλοθι, όπου ο πολίτης θα δεινοπαθήσει όσο ποτέ άλλοτε στην Ιστορία. Ο αναγνώστης είναι πλέον μπροστά στην ιστορική του ευθύνη και αποτελεί τη μεγάλη και πολυπληθή κοινωνική εκείνη τάξη, που μπορεί και πρέπει να πάρει στα χέρια της την υπόθεση της κοινωνικής Ελευθερίας και της Κοινωνικής Δικαιοσύνης, δημιουργώντας Εταιρείες Λαϊκής Βάσης για να διαχειριστούν ιδιοκτησιακά τα Μέσα Ενημέρωσης.

Είναι προφανές, ότι δεν υπάρχει κανείς λόγος να γίνει οποιαδήποτε κίνηση κοινωνικοποίησης των Μέσων Ενημέρωσης, αν η ενέργεια αυτή στερείται πολιτικού υποβάθρου και πολιτικής στόχευσης. Για την υλοποίηση της ιδέας μόνο ένας λόγος υπάρχει: Το όραμα για την Άμεση Δημοκρατία. Την ώρα που τόση κουβέντα γίνεται για την Συμμετοχική Δημοκρατία (όρος που πλεονάζει αφόρητα στην Ελληνική εννοιολογία) και την ώρα που η Άμεση Δημοκρατία θεωρείται πια ουτοπία, η κοινωνικοποίηση των Μέσων Ενημέρωσης έχει νόημα, όταν και μόνο γίνει πολιτικά αντιληπτό, ότι ο Τύπος (και δη ο Τοπικός) αποτελεί τη μεγάλη εφεδρεία των Δημοκρατικών θεσμών που έχουν δοκιμαστεί και σ’ αυτό το επίπεδο απέτυχαν.

Η αναμενόμενη αντίδραση του συντηρητικού, αλλά και η αναμενόμενη αδιαφορία του προοδευτικού πολιτικού χώρου σε μια τέτοια πρόταση καθιστά πειραματική μια μεμονωμένη απόπειρα, η οποία, αν και θα μπορούσε να κινηθεί σε επίπεδο πιλοτικού προγράμματος, δεν παύει, ωστόσο, ν’ αυξάνει στο διπλάσιο τον βαθμό δυσκολίας. Η ιστορία όμως διδάσκει ότι τα μεγάλα και τα ωραία πράγματα ποτέ δεν γεννήθηκαν αλλιώς. Η κοινωνία, παρά την εξατομίκευση που εγκαθίσταται ως αρετή, ίσως αποδώσει κάποια στιγμή την αναγνωρίσιμη πλέον ομαδική κόπωση στην απουσία της συλλογικότητας, οπότε θα στήσει «ευήκοον ους» σε ιδέες που υπερβαίνουν τη λογική της. Στο Αγρίνιο έχουμε δύο τρανταχτά παραδείγματα ανάλογης συλλογικής δράσης, που αποδεικνύουν, ότι, παρά την κυρίαρχη λογική, εντούτοις υπάρχει πάντα και λειτουργεί θαυμάσια ο συλλογικός εαυτός. Πρόκειται για την «Αιτωλική Πίστη» και τον ΣΥΦΑΙΤ, ο οποίος είναι ο ισχυρότερος οικονομικά Οργανισμός στο χώρο της Δυτικής Ελλάδας.

Αλλά γιατί ν’ αποτύχει ένα Μέσο Ενημέρωσης που ανήκει σε ιδιώτη και γιατί να επιτύχει το ίδιο Μέσο Ενημέρωσης που ανήκει σε Εταιρεία Λαϊκής Βάσης; Απλούστατα, γιατί γίνεται υπόθεση του πλήθους, γίνεται υπόθεση του λαού, που πλέον δεν θα έχει κανέναν λόγο, όπως έχει σήμερα, να στέκεται μακριά του και δη απαξιωτικά. Την ίδια στιγμή παύει ο λαός να βρίσκεται στη γωνία. Γίνεται πρωταγωνιστής. Έχει φωνή. Φωνή ισχυρή. Φωνή σεβαστή. Οι δημοσιογράφοι ενός τέτοιου Μέσου Ενημέρωσης έχουν εργοδότη τον ίδιο το λαό. Απευθύνονται σ’ αυτόν και όχι στην εξουσία. Διότι από αυτόν αντλούν το δικαίωμα στην εργασία τους και όχι από τους ηγέτες του λαού. Είναι λοιπόν προφανές ποιον και πώς θα υπηρετούν τότε, εν αντιθέσει με το σήμερα.

Το πρακτικό ζήτημα που τίθεται, είναι, αν η εφαρμογή της ιδέας αυτής μπορεί να γίνει πρωτογενώς ή απαιτεί την αλλαγή ιδιοκτησίας των ήδη λειτουργούντων Μέσων.

Η απάντηση είναι προφανής:

Δεν μπορεί να γίνει πρωτογενώς, επειδή το εποικοδόμημα μισεί τις παρθενογενέσεις και λειτουργεί διαχειριστικά. Τα Μέσα Ενημέρωσης, ως μονάδες εμπορικές, ως οικονομικά μεγέθη, δε μπορεί παρά, πρωτογενώς, να είναι εφαρμογές ατομικών οραμάτων. Η κοινωνικοποίηση μπορεί να έλθει, μπορεί να πετύχει, αν και όταν η ατομικότητα για οποιονδήποτε λόγο αποσύρεται για να προταχθεί το Συλλογικό, καθώς ακριβώς έγινε με τον ανώνυμο λαϊκό ποιητή, που αποσύρθηκε για να γίνει το έργο του Δημοτικό τραγούδι. Αυτός είναι ο ουσιώδης λόγος που πρέπει ν’ αποκλειστεί η υποχρεωτική κοινωνικοποίηση των Μέσων Ενημέρωσης και να προταχθεί η εθελοντική, με τη συνάρτηση πάντα που θέλει τον Τύπο αληθινά ανεξάρτητο και πάντα ελεύθερο. Αλλά, κυρίως, επειδή πρέπει το σύστημα να είναι για πάντα ανοιχτό στο ατομικό όραμα, που εκδηλώνεται σε περιόδους παρακμής, για να αναζωογονήσει με τη φρεσκάδα του το στείρο τοπίο, για ν’ ανατρέψει κάθε τι που παρήκμασε.

Εδώ προκύπτει το δεύτερο πρακτικό ζήτημα:

Ποιο Μέσο Ενημέρωσης, ποια εφημερίδα, ποιο ραδιόφωνο, ποια τηλεόραση, ποιος ιδιοκτήτης αυτών των μονάδων μπορεί ν’ αποσυρθεί οικειοθελώς και να χαρίσει στο κοινωνικό σύνολο την περιουσία του;

Αυτό μπορεί να γίνει για δύο λόγους:

Πρώτον, ο οξυδερκής ιδιώτης διαβλέπει την επελαύνουσα κρίση και την κατάρρευση του Διεθνούς και του εγχώριου Τύπου με τη σημερινή του μορφή και – μη μπορώντας να κάνει τη μεγάλη προσαρμογή, αφού είναι επικίνδυνη ενέργεια, επομένως αποτρεπτική και μη έχοντας πλέον άλλες εναλλακτικές λύσεις – αποφασίζει εγκαίρως να ΜΗΝ βρίσκεται εκεί, όταν η καταιγίδα ξεσπάσει, γιατί θα είναι ο μόνος που θα πληρώσει εξ ολοκλήρου τη ζημιά.

Δεύτερον, ο ιδιώτης ανήκει στους οραματιστές εκείνους, που μπορεί από εκδότης ή εργοδότης να μετατραπεί σε απλό εργαζόμενο και να θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία του λαού, από τον οποίο προέρχεται, επειδή αρνείται ν’ αλυσοδεθεί στο άρμα των εξαρτημένων Μέσων Ενημέρωσης.

Σημειώθηκε ήδη και τεκμηριώθηκε, ότι η κοινωνικοποίηση των Μέσων Ενημέρωσης, έντυπων και ηλεκτρονικών, ΔΕ μπορεί να είναι υποχρεωτική. Μπορεί όμως να είναι επιδοτούμενη από την Πολιτεία, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, που χρηματοδοτούνται τα πολιτικά κόμματα της Βουλής, αλλά και με την ίδια εκείνη λογική, που η μοναδική εφαρμογή Άμεσης Δημοκρατίας στην Αρχαία Αθήνα, επιδοτούσε τους αδύναμους πολίτες για να συμμετέχουν στα κοινά. Κι αυτό, γιατί ο Τύπος είναι η Τέταρτη Εξουσία, εξ ου και η ανεξόφλητη υποχρέωση της Πολιτείας να τον ενισχύει με τον ίδιο τρόπο που ήδη το κάνει για τη Νομοθετική, την Εκτελεστική και την Δικαστική Εξουσία. Από τις τέσσερις αυτές εξουσίες, η Τέταρτη, ο Τύπος, η λαϊκή δηλαδή εξουσία, η προέκταση στο χρόνο και η διάδοχος κατάσταση της Αρχαίας Αγοράς, ίσως καθόλου τυχαία, είναι η μόνη, για την οποία η Δημοκρατική Πολιτεία επιφυλάσσει μιαν απαράδεκτη συμπεριφορά ποδηγέτησης και ελέγχου με την έλλειψη κάθε μέριμνας και φροντίδας, αφού, ως τέτοια, δεν είναι δυνατόν να εκληφθεί ο ισχύων Νόμος περί Τύπου ή όποια δικαιώματα και προνόμια απορρέουν από αυτόν.

Είναι ανάγκη να γίνει κατανοητό, ότι ο εκδότης μιας τοπικής εφημερίδας σήμερα είναι απλά εργοδότης του εαυτού του. Στην προσέγγιση όμως του κοινού έχει καταγραφεί ως επιχειρηματίας με αλλότρια συμφέροντα. Αυτό ισχύει, αλλά όχι για τον τοπικό Τύπο, τουλάχιστον σήμερα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Αλλά και γι’ αυτόν ΔΕΝ θα ισχύει στο άμεσο μέλλον. Μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες ετοιμάζουν επενδύσεις στον Επαρχιακό Τύπο και δε μένει παρά η αλλαγή του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου για να εκδηλωθούν. Όχι για να κερδίσουν, αλλά για να ελέγξουν την πολιτική και την οικονομία. Οι επενδύσεις αυτές θα ωφελήσουν τους εκδότες, που έχουν στήσει καλές εφημερίδες, θα εξαφανίσουν τις φυλλάδες, αλλά οι τελευταίοι θύλακες της Δημοκρατίας απειλούνται άμεσα.

Ο δημοσιογράφος, που στήνει το δικό του μαγαζί, δεν είναι ο εγωπαθής και ο μωροφιλόδοξος, αλλά ο εργαζόμενος, που δεν βρίσκει δουλειά ή, στη δουλειά που βρίσκει, δεν αμείβεται ικανοποιητικά. Και σ’ αυτό ακριβώς οφείλεται ο πληθωρισμός των τίτλων. Επ’ αυτού υπάρχει μια άδικη και επιδερμική, όσο και σκληρή κριτική, με αποτέλεσμα να λοιδορούνται άνθρωποι, των οποίων η εντιμότητα είναι δεδομένη. Πηγάζει δε αυτή η αντίληψη από την μηχανιστική μεταφορά στον Τοπικό Τύπο της σχέσης που διέπει τα Αθηναϊκά μέσα, που είναι όντως Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης. Τα Τοπικά όμως δεν είναι. Και όμως η διάκριση αυτή – σε βάρος πάντα της Δημοκρατίας – δεν απασχολεί κανέναν.

Αν είναι λοιπόν να συναντηθούν οι εκδότες και να συζητήσουν, αν είναι να πάψουν να μιλιούνται μεταξύ τους, όπως κατηγορούνται, αν είναι να μην έχει ο καθένας το μαγαζάκι του, αν είναι οι δημοσιογράφοι να βρουν αξιοπρεπή και πλήρη εργασία, αν είναι να σταματήσει η ομφαλοσκόπηση, η εσωστρέφεια, η μιζέρια, η αδελφοκτονία και η ανθρωποφαγία, αν είναι να υπερνικηθεί η εξάρτηση και η διαφθορά, αν είναι ν’ αντιμετωπιστεί επιτέλους ο αδιέξοδος πληθωρισμός των τίτλων, αν είναι να υλοποιηθεί το ανέφικτο σήμερα όραμα της Άμεσης Δημοκρατίας, αν είναι στη θέση της Αρχαίας Αγοράς να γίνει ένας λαϊκός θεσμός, για να εκφράζεται και να συμμετέχει στα κοινά πλήρως ο τελευταίος πολίτης, αν είναι να έχουμε την εκφρασμένη βούληση του λαού μέσω εβδομαδιαίων δημοψηφισμάτων από μια λαϊκή εφημερίδα, για όλα τα τοπικά και τα κεντρικά θέματα (πλην μόνο των θεμάτων Εθνικής Ασφάλειας) τότε, δε μένει, παρά να ιδρύσουμε την Εταιρεία Λαϊκής Βάσης, που θα γίνει ιδιοκτήτης μιας ισχυρής λαϊκής εφημερίδας.

Η νέα εφημερίδα που θα προκύψει, θα είναι ένα έντυπο ελκυστικό για κάθε αναγνώστη, για κάθε νοικοκυριό, για κάθε επαγγελματία. Απαλλαγμένο από την απαξίωση και την δικαιολογημένη σήμερα καχυποψία του αναγνωστικού κοινού απέναντι στον πιο έντιμο ιδιώτη του κόσμου, θα μπει αποφασιστικά σε κάθε σπίτι, σε κάθε γραφείο, άρα οι πωλήσεις του έντυπου αυτού προϊόντος θα καταστήσουν την Εταιρεία Λαϊκής Βάσης και ιδιοκτήτη της εφημερίδας, μια κερδοφόρα επιχείρηση, ικανή ν’ αποτελεί το αντίπαλο δέος της τοπικής και της κεντρικής εξουσίας. Αυτή η νέα σχέση ανάμεσα στον λαό και στην εξουσία, αφενός θα καταστήσει (εμπράκτως και όχι διακηρυκτικά) περήφανο το λαό, αφετέρου θα εξυγιάνει το μηχανισμό του κράτους και της τοπικής Αυτοδιοίκησης, γιατί στην ουσία η εφημερίδα αυτή θα είναι ένας διαχρονικός Ηρακλής που θα καθαρίζει την κόπρο του Αυγεία.

Βασική αρχή της μεγάλης αυτής Λαϊκής εφημερίδας, που ανάλογα τον όγκο της θα έχει κυμαινόμενη τιμή πώλησης στο περίπτερο, είναι να δημοσιεύει κάθε κείμενο κάθε αναγνώστη, μετόχου ή μη. Μια απόλυτη δηλαδή ελευθερία δίκαιης ή άδικης έκφρασης που υπερβαίνει ακόμα κι αυτήν την διάταξη του Νόμου περί συκοφαντίας δια του Τύπου, στο όνομα της απεριόριστης, όμως αναγκαίας όσο ποτέ άλλοτε εκτόνωσης κάθε πνεύματος και κάθε βεβαρυμμένης ψυχής. Κι αυτό, γιατί επιβάλλεται από την φιλοσοφία και την πρακτική της Άμεσης Δημοκρατίας, όπου ο Πολίτης λέει ό,τι θέλει, χωρίς κανένα περιορισμό και ας κρίνεται γι’ αυτό από το κοινωνικό σύνολο.

Αν κατακτήσουμε μία τέτοια ελευθερία, θα χτίσουμε μια κοινωνία, όπου ο καθένας θα ήθελε να ζει, χωρίς τελικά να πληγώνει, χωρίς να πληγώνεται. Μια κοινωνία που θα ωριμάζει από τα λάθη της και όχι από τις διδαχές των φωτισμένων της.

Μια τέτοια πολυσυλλεκτική εφημερίδα αναδεικνύει εξ ορισμού τους δημοσιογράφους και τους συγγραφείς της τοπικής κοινωνίας. Παραμερίζοντας κάθε προσωπική εμπλοκή απελευθερώνει όλες τις πνευματικές δυνάμεις και τις καθιστά ισότιμα και ισάξια στοιχεία του Συλλογικού Εαυτού. Είναι ο καταλύτης που κανείς και τίποτα δε μπορεί ν’ αγνοήσει, γιατί τίποτα, μα τίποτα, δεν θα μείνει πνιγμένο μέσα στην ανελέητη μάζα, αφού θα λάμψει της Κοινωνικής Δικαιοσύνης ο ήλιος ο νοητός, για να φωτίσει κάθε τι το μοναδικό, κάθε τι το πολύτιμο.

Το μεγάλο στοίχημα της λαϊκής εφημερίδας είναι να καλύπτει τις δαπάνες της από τις πωλήσεις στο περίπτερο. Όχι για οικονομικούς, αλλά για πολιτικούς λόγους. Ότι αυτό θα σημαίνει άμεση κερδοφορία και θα εξασφαλίζει μερίσματα στους μετόχους, είναι δευτερεύον θέμα. Πρώτιστο είναι η ισχύς της λαϊκής φωνής, της λαϊκής συμμετοχής στα κοινά. Γιατί η Δημοσιογραφία είναι από κάθε άποψη ολοκληρωμένη έκφραση της Άμεσης Δημοκρατίας. Γιατί η εφημερίδα που μπαίνει σε κάθε σπίτι κάθε Δημότη, κάθε πολίτη, είναι ισχυρότερη από κάθε πολιτικό κόμμα, κάθε πολιτική παράταξη, κάθε κυβέρνηση. Όταν, διανύοντας τις αναγκαίες αποστάσεις, θα φτάσει στην ωριμότητά της, τότε δηλαδή, που θα παράγει ώριμες πολιτικές θέσεις και θα τις καταθέτει, καμιά από τις τρεις άλλες εξουσίες της Δημοκρατίας δεν θα μπορεί να μένει απαθής και αδιάφορη μπροστά στην ισχύ της λαϊκής παρέμβασης. Η φωνή του λαού θα είναι όντως οργή του Θεού.

Και είναι ισχυρότερη από κόμματα και κυβερνήσεις η λαϊκή εφημερίδα, διότι ανταποκρίνεται πλήρως στους σύγχρονους καιρούς, που θέλουν τον πολίτη χαμένο στην καθημερινότητα, χωρίς ελάχιστο διαθέσιμο χρόνο για συμμετοχή σε χρονοβόρες, άρα και ΜΗ δημοφιλείς διαδικασίες. Ένα τέτοιο Μέσο Επικοινωνίας και κυκλοφορίας πολιτικών, κοινωνικών και πνευματικών ιδεών κατακτά την αναγκαία ταχύτητα μέσα στην ολοκληρωτική απουσία του ελεύθερου προσωπικού χρόνου.

Μπορεί επομένως να εκπονηθεί ένα επιχειρησιακό σχέδιο, τόσο για την συγκέντρωση του απαραίτητου κεφαλαίου, όσο και για τη μείωση του κόστους παραγωγής, άρα και τη μεγέθυνση του βαθμού βιωσιμότητας.

Από την άλλη, η στέγαση του καλύτερου δημοσιογραφικού δυναμικού θα εξασφαλίσει την μεγιστοποίηση της ποιότητας, άρα και της ελκυστικότητας του Μέσου, που θα διαπαιδαγωγήσει τις τωρινές και τις ερχόμενες νέες γενιές σ’ ένα πνεύμα κυριαρχίας του λαού και όχι του ιδιώτη στον Δημόσιο βίο της χώρας, για ν’ αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, τόσο η επικίνδυνη μακροπρόθεσμα αποχή της Νεολαίας από τα κοινά, όσο και η αναισθησία, αν όχι ο κυνισμός του καιρού, που διαπιστώνονται.

Είναι δε αυτονόητο, πως η λειτουργία της εφημερίδας αυτής υπάγεται κατ’ απόλυτο τρόπο σε όλους εκείνους τους κανόνες Διοίκησης, που διέπουν την εφημερίδα του ιδιώτη, αλλά και κάθε άλλη Εταιρεία, στην οποία μετέχουν πολλοί ή λίγοι, αλλά, για λόγους ιστορικούς και κοινωνιολογικούς, πρέπει να εξαιρεθούν από την Διοίκηση οι εμπνευστές της, επειδή αυτό θα εξασφαλίσει από μόνο του, εν τη γενέσει, την διαχρονικότητα του θεσμού και την ομαλότητα της διαδοχής από γενιά σε γενιά.

«Η εφημερίδα ανήκει στους αναγνώστες της». Πολύ ωραίο, για νά ’ναι αληθινό. Με την ιδιοκτησία του ιδιώτη αυτό το μήνυμα προϋποθέτει τον μέγιστο ιδεαλισμό του, αλλά με την ιδιοκτησία του αναγνώστη κατακτάται ο μέγιστος ρεαλισμός.

Ο ιδεαλισμός του ιδιώτη εκδότη, χωρίς να είναι απίθανος, αδυνατεί να πείσει και να γίνει σεβαστό οικονομικό μέγεθος, γιατί δεν διαθέτει τις αναγκαίες εγγυήσεις. Από την άλλη, ο ρεαλισμός της κοινωνικής ιδιοκτησίας υπάγεται σήμερα στο πλέγμα εκείνο των απαξιώσεων, που έχει υποστεί το Συλλογικό από την προέλαση των καπιταλιστικών ιδεών.

Και όμως. Ο ίδιος ο καπιταλισμός συμμαχεί όχι μόνο με τον εργαζόμενο, όπως θα οραματιζόταν ο Σοσιαλισμός, αλλά και σε μια εντυπωσιακή υπέρβαση της σοσιαλιστικής αξίας, συνεταιρίζεται με τον ίδιο τον καταναλωτή. Είναι μια αλήθεια και μια πραγματικότητα, που ακόμα δεν έχει εμπεδωθεί στις ημικαπιταλιστικές κοινωνίες, όπως η Ελλάδα, όμως έχει γίνει συνείδηση και πράξη στην ίδια την Αμερική, που εκπροσωπεί την κορύφωση του συστήματος.

Μέσα σ’ αυτό το νέο και υπερβατικό τοπίο, η κοινωνικοποίηση των Μέσων Ενημέρωσης αποτελεί την επαναστατικότερη αρχή της σύγχρονης κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο, που στα Πανεπιστήμια των Η.Π.Α. ανακαλύπτουν αναδρομικά και μελετούν εξονυχιστικά τον Κάρολο Μαρξ.

Υπό το φως αυτής της ανάλυσης, η κοινωνικοποίηση των Μέσων Ενημέρωσης, το πέρασμά τους από την πληθωριστική τελικά ιδιοκτησία του εκδότη τους, στην ιδιοκτησία των αναγνωστών τους, από την ποσότητα στην ποιότητα, για να θυμηθούμε και τους παλιούς διαλεκτικούς όρους, είναι μια επαναστατική πράξη με λαϊκά χαρακτηριστικά, που μπορεί να οδηγήσει στην ανατροπή της μιζέριας και του Δημοκρατικού αδιεξόδου, που, πέραν πάσης αμφιβολίας, διαπιστώνονται.

Με την υπόθεση αυτή μπορεί να προσδοκάει κανείς μία ισχυρή οικονομική μονάδα με δεκάδες θέσεις εργασίας σε τεχνικό και συντακτικό επίπεδο και με δυνατότητα κάλυψης όλης της υπάρχουσας θεματολογίας, που σήμερα, σε βάρος της Δημοκρατίας και του κοινωνικού συνόλου, μένει βεβαίως ακάλυπτη. Μια μονάδα που, ως εκδοτική και δημοσιογραφική αποστολή, θα λειτουργεί με βάση τις διαχρονικές αξίες του γραπτού δημόσιου λόγου.

Το Μέσο Ενημέρωσης διέπεται από την αρχή της ελευθερίας της έκφρασης και (πρέπει να) παράγει προϊόν ερήμην του ιδιοκτήτη, αν όχι (ενίοτε) και εναντίον του. Είναι η μοναδική παραγωγική μονάδα στο επιχειρηματικό τοπίο, που (πρέπει να) αγνοεί την βούληση και το παράπλευρο συμφέρον του ιδιοκτήτη, αφού αυτή η συνθήκη αποτελεί την βασική προϋπόθεση ελκυστικότητας του προς πώληση προϊόντος και κατά συνέπεια να εξασφαλίζει την αειφορία της επιχείρησης. Όταν το προϊόν της δημοσιογραφικής εργασίας καθορίζεται από τον ιδιοκτήτη και όχι από τον διευθυντή του Μέσου, ο οποίος βεβαίως (πρέπει να) είναι γέννημα και θρέμμα της δημοσιογραφικής οικογένειας, το προϊόν καθίσταται απείρως προβληματικό και βεβαίως αντιεμπορικό, όπως είναι σήμερα, εξ ου και η συνεχόμενη διεθνώς πτώση κυκλοφορίας και η κρίση των εφημερίδων τα τελευταία χρόνια, που κακώς αποδίδεται στην επέλαση της τηλεόρασης και της εικόνας. Η διαπίστωση αυτή σημαίνει πρακτικά ότι ο κοινωνικός ιδιοκτήτης του Μέσου Ενημέρωσης αποτελεί πλεονέκτημα και όχι μειονέκτημα, όπως ατεκμηρίωτα πιστεύεται από τους πολλούς. Αρκεί να υπηρετηθεί ως καταστατική αρχή ο απόλυτος διαχωρισμός της ιδιοκτησίας από την Διεύθυνση και τη λειτουργία του Μέσου. Ο ιδιοκτήτης (ιδιώτης ή όχι) ΔΕΝ (πρέπει να) έχει λόγο στην παραγωγή της δημοσιογραφικής ύλης. Η σχέση του με το Μέσο είναι καθαρά οικονομική. Και μόνο. Επενδύει και κερδίζει. Ο κοινωνικός ιδιοκτήτης αποτελεί την απόλυτη εκείνη εγγύηση ότι το δημοσιογραφικό προϊόν υπακούει στο κοινωνικό σύνολο (που είναι η αναγκαία προϋπόθεση εμπορικότητας) και όχι στον εξ ορισμού ιδιοτελή ιδιώτη. Υπακούει δηλαδή στον πολίτη και όχι στην εξουσία.

Άλλωστε, ακόμα και στην ακραία εκείνη περίπτωση, κατά την οποία ο ιδιώτης φέρεται ως η μόνη αξία του οικονομικού μας συστήματος, τίποτα δεν εμποδίζει την διέξοδο με την ιδιωτικοποίηση, ΑΝ η απόπειρα διολισθήσει στα συνήθη αδιέξοδα, γιατί το κοινωνικοποιημένο Μέσο Ενημέρωσης θα είναι πάντα για τον ιδιώτη το καλύτερο πεδίο των επενδύσεών του. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι ο επιχειρηματικός κίνδυνος έχει αντιμετωπισθεί με τον καλύτερο τρόπο εκ των προτέρων. Σημαίνει επίσης (από άλλο δρόμο τώρα) ότι η κοινωνικοποίηση πρέπει να έχει μόνο εθελοντικό και ποτέ υποχρεωτικό χαρακτήρα, αφού, παράλληλα με την εξασφάλιση της βιωσιμότητας, ορίζεται διαλεκτικά και η εξασφάλιση της ανατροπής της.

Κι αν είναι ν’ αρχίσει η επανάσταση, που θ’ αλλάξει την ιστορία του Τοπικού και του Πανελλήνιου Τύπου, αν είναι να αρχίσει η επανάσταση, που θ’ αλλάξει το τοπικό και το κεντρικό πολιτικό σκηνικό, ας αρχίσει αυτή η Επανάσταση του γραπτού λόγου από μια πόλη που πρωτεύει, από μια πρωτεύουσα πόλη, όπως είναι το Αγρίνιο. Άλλωστε είναι η πόλη (και το Μεσολόγγι αμέσως μετά) που γέννησε την πρώτη εφημερίδα μετά τον απελευθερωτικό αγώνα του 1821. Λοιπόν, μια τέτοια πρωτιά της ανήκει. Δε μένει παρά η πρώτη κίνηση. Ο σύνδεσμος Οικονομολόγων, που έχει αποδείξει την κοινωνική του ευαισθησία, μπορεί να δώσει μία μελέτη για την ίδρυση μιας βιώσιμης Ανώνυμης Εταιρείας Λαϊκής Βάσης με ίσους μετόχους τους αναγνώστες, η οποία μπορεί ν’ αναλάβει τα περαιτέρω.

Μετά θα γεννηθεί ένα ποτάμι, που δεν θα έχει σταματημό. Και θα είναι θέμα χρόνου να επεκταθεί ως Δίκτυο σε όλη την Ελλάδα.

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top