28 ΠΟΙΗΜΑΤΑ για την Τριχωνίδα

ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΤΡΙΧΩΝΙΔΑ

Όταν διψάει ο Θεός, τα δυο του χέρια απλώνει
– Αράκυνθο και Παναιτωλικό – τα δυο βουνά σιμώνει
μια χούφτα κάνει θεϊκή, τη λίμνη Τριχωνίδα,
πίνει νερό, δροσίζεται. Πολλές φορές τον είδα.

Αράκυνθος και Παναιτωλικό είναι τα δυο Του χέρια
τα πόδια Του πατούν στη γη κι ο νους Του είναι στ’ αστέρια
κι η Τριχωνίδα η θεϊκή μια χούφτα για να πίνει
να ξεδιψάει ο Θεός μες του Φωτός τη δίνη.

Αυτό σημαίνει “Τριχωνίς”: Χοάνες τρεις ή Πύλες,
να ρθουν, να φύγουν οι θεοί από υπερκόσμιες στήλες.
Κι όταν μια μέρα θα φανούν οι στρόβιλοι στα ουράνια
στην αμμουδιά της θα ριγούν καλάμια, ιτιές, πλατάνια.

Δεν διάλεξα στην όχθη της να γεννηθώ στην τύχη
θαρρώ πως ήρθα πορθητής για να γκρεμίσω τείχη
να διαλύσω την αχλή που την ψυχή κλειδώνει
και δεν αφήνει για να δει το Φως που την υψώνει.

Όταν διψάω τώρα εγώ, τα δυο μου χέρια απλώνω
Αράκυνθο και Παναιτωλικό – τα δυο βουνά σιμώνω
μια χούφτα κάνω θεϊκή, τη λίμνη Τριχωνίδα,
πίνω νερό, δροσίζομαι, σαν τον Θεό που είδα.


Ο ΠΛΑΤΑΝΟΣ ΤΗΣ ΜΥΡΤΙΑΣ

Οι ελέφαντες είναι δέντρα που περπατάνε
απολιθώματα μιας εποχής μυθικής
χιλιόχρονοι πλάτανοι χωρίς φυλλώματα
η προβοσκίδα τους
είναι ρίζα που χώνεται στη μήτρα του νερού
κι ο πλάτανος της Μυρτιάς
είν’ ένας ελέφαντας καθιστός
εδώ και χίλια πεντακόσια χρόνια μαρμαρωμένος
και μαγεμένος από τα κάλλη της
Τριχωνίδας να τον γητεύουν
έτσι πέρασαν αιώνες από έρωτα και φύτρωσε
στην καρέκλα του άνθισε από αγάπη τερπνός
φυλλώθηκε με τον καιρό σα νιος καθρεφτίστηκε
στα νερά της χτενίστηκε αρρενωπός
«έλα» θα του πει μια φεγγαρίσια νύχτα
και θα χυθεί
στο κορμί της από το πάθος να ξαποστάσει
όλα σαν πρώτα θα γίνουνε ήχος και ύστερ’ αχός
σαν ένας φλοίσβος στην αμμουδιά που θα σπάσει.


ΟΙ ΜΥΘΟΙ ΜΟΥ

Με πήρε από το χέρι και πετάξαμε
ψηλά
είδαμε κάτω τη Μυρτιά
την Τριχωνίδα
μου αποκάλυψε αρχαία μυστικά
μου έδειξε
ιερούς και αγίους τόπους
λόγια που ανέβλυζαν
στο νου
στη συννεφένια στέγη τ’ ουρανού
σα μελωδία
στίχοι που θα τους πω εδώ σα μύθο
ανείπωτη από αιπόλους ιστορία.


ΣΤΟ ΚΛΕΦΤΟΛΗΜΕΡΟ

Πριν απ’ το δρόμο που το 1890 χάραξε
ο Χαρίλαος Τρικούπης για το Θέρμο
ήθελα στη Μυρτιά να γεννηθώ
στο άγριο Κλεφτολήμερο του Κατρουέλη
να έχω ένα πέτρινο μοναχικό σπιτάκι
με αυλή
την Τριχωνίδα ν’ αγναντεύω
και την Κυραβγένα
ή το Ζυγό
μ’ αερικά κι αρχαίους θεούς
παρέα τον “αμάραντο” να τραγουδώ
αιμόφυρτος
από του εφήμερου έρωτα τα αιώνια βέλη.


ΚΑΤΑΜΕΣΗΜΕΡΟ

Το πέλαγο της Αιτωλίας
η Τριχωνίδα

καθρεφτίζει στο υδάτινο δέρμα της
τα σύννεφα

λάμπει από ηδύτητα
στο ασημί της ακτινοβολεί

έτοιμη να εξατμιστεί από έρωτα

για τον πάλλευκο θεό
που στο γαλάζιο του αναπαύεται.


ΒΡΑΔΙΝΟ ΑΓΝΑΝΤΕΜΑ

Εδώ που τα λέμε
δε μου άξιζε κάτι περισσότερο
πάντα μου έφτανε
αυτή εδώ η ευλογία
που αγναντεύω το χρυσό ηλιοβασίλεμα
ορθός
από τους λόφους της Μυρτιάς
στην Τριχωνίδα
και είμαι καθ’ όλα ευγνώμων
στις θείες και ιερές υπέρτατες Δυνάμεις
που με άφησαν
να περιμένω εκστατικός εδώ
τον γυρισμό μου στην ουράνια πατρίδα.


ΤΟ ΧΤΕΝΙΣΜΑ ΤΗΣ ΘΕΑΣ

Το ασημί της άπλωσε στον ήλιο
η Τριχωνίδα

καθρέφτης των ψηλών βουνών
και των νεφών
που στέκουν

κι η Αφροδίτη της Μυρτιάς
από ψηλά λυγίζει

αιθέρια καθρεφτίζεται
και τα μαλλιά χτενίζει.


ΤΑ ΜΑΓΙΑ

Όλα ήταν εκεί
όσα ήθελα κι όσα δεν ήθελα
ήταν εκεί.

Όλοι όμως μου έλεγαν
φύγε
τράβα να βρεις την τύχη σου αλλού

“δεν έχει πια ζωή εδώ στα περιβόλια”.

Κι όμως το ήξερα
πάντα το ήξερα:

Εδώ κι αιώνες ήταν όλα εκεί
όλα όσα χρειάζεται ο ποιητής να ζει:

Τα ρίγη
τα παραμύθια
οι μουσικές
οι έρωτες
οι φόνοι

ακόμα σήμερα είναι στη λήθη τους εκεί
και περιμένουν να γυρίσω πρίγκιπας
να σύρω το χτενάκι απ’ τα μαλλιά της μαγεμένης
Τριχωνίδας


Η ΑΜΜΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΤΡΙΧΩΝΙΔΑΣ

Επί τρία εκατομμύρια χρόνια κάθε αυγή
χτενίζεται η αμμουδιά της Τριχωνίδας
κρατώντας στο δεξί χέρι του καιρού
το χτένι το υδάτινο του φλοίσβου
και τη μορφή της ατενίζοντας
στον γαλανό καθρέφτη τ’ ουρανού.

Μα ποιος
την έβλεπε “στην τρίχα” φροντισμένη
σε ποια γιορτή θεού

για ποιον χτενίζει ακόμα τα μαλλιά της
ποιον προσμένει
και στο πανηγύρι του Ήλιου σα θεά χορεύει

ποιον εραστή της θα περίμενε να ρθει
στο πρώτο ραντεβού
πώς ήταν άραγε το πρώτο της φιλί

σε ποιους φαντάζει άραγε
αγάπη μακρινή και ξένη;

Χτενίζεται η Τριχωνίδα στη Μυρτιά
επί τρία εκατομμύρια χρόνια
κάθε αυγή
κρατώντας στο δεξί χέρι του νερού
το χτένι το αέρινο της αύρας
το είδωλό της ατενίζοντας στον γαλανό
καθρέφτη τ’ ουρανού.

Και κάθε αυγή
επί τρία εκατομμύρια χρόνια κατεβαίνουν
οι θεοί
για να σταθούνε πύρινοι στο χτένισμά της
παραστάτες

μα δε μπορεί κανείς απ’ τους ανθρώπους
να τους δει
γιατί στα μάτια που ανοιγοκλείνουν διαφεύγει
το κλάσμα του φωτός
η αστραπή
η εξαίσια της έλευσής τους η στιγμή
ένα βλεφάρισμα
η αίσθηση
μια φευγαλέα και θεσπέσια μουσική
στην άρπα τους που παίζουν μυστικά
οι νύμφες και οι νεράιδες ανά ζεύγη.


ΤΟ ΝΕΡΟ ΤΗΣ ΤΡΙΧΩΝΙΔΑΣ

Οι ταραγμένες σκέψεις θορυβούν
όπως στη λίμνη που βοούν
τα κύματα.

Στάσου.
Και σώπα.

Σιγή.

Άηχο μείνε
ακίνητο νερό
της Τριχωνίδας

υδάτινος καθρέφτης τ’ ουρανού
που λάμπει.


ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ

Θα ρθει καιρός
να σηκωθείς με δίκοπο μαχαίρι
και τα κεφάλια να κυλάς στο χώμα
των τυράννων τότε
κοίτα μην έχεις γιους και κόρες όμορφες
μην έχεις ποθητή γυναίκα λατρεμένη
ρεμάλι να ‘σαι λεύτερο πουλί γεράκι
αλήτης γιος του ανέμου δυνατός ή μόνος
χωρίς αγαπημένους φίλους σπιτικό
σε λόφο ζηλευτό με θέα την Τριχωνίδα
γειτόνους στη Μυρτιά να καρτερούν
το Πάσχα
να είσαι πετεινό των ουρανών
που μήτε σπέρνει ουδέ
θερίζει μα ελεύθερο στο πέταμα
καθώς του σκάει
ότι θα ‘ρθει καιρός
να σηκωθείς με δίκοπο μαχαίρι
και τα κεφάλια να κυλάς στο χώμα
των τυράννων.


Η ΤΑΒΕΡΝΑ

Στην παραλία της Τριχωνίδας
στην ταβέρνα
όλα ήταν ωραία.
Το service.
Τα φαγητά και το κρασί. Τα φώτα.
Ευχαριστήθηκε τα μάλα η παρέα.

Κι ο φλοίσβος δίπλα μας
να λέει ένα ποίημα.

“Για τον φλοίσβο ήρθαμε”
είπα στο γκαρσόνι.
“Αν έκλεινες τη μουσική θα ήταν
ωραία”.

“Δε μπορώ” είπε.
“Θα φωνάξουν οι άλλες παρέες”.

“Αν είν’ έτσι, περισσεύει ο λόγος μου”
είπα.
“Περισσεύει κι η παρουσία μου”.

Στην αμμουδιά
πιο πέρα
ο φλοίσβος έλεγε το ποίημα του
κι εγώ
απλωμένος ανάσκελα
ταξίδευα στ’ άστρα.


ΤΟ ΗΛΙΟΒΑΣΊΛΕΜΑ

Το ηλιοβασίλεμα στην Τριχωνίδα
είναι πιο όμορφο
από το ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη.

Όχι γιατί είναι πιο όμορφο.
Αλλά γιατί
αυτό είναι το δικό μου ηλιοβασίλεμα.


ΙΡΙΔΙΣΜΑΤΑ

Ο ήλιος στο ποτήρι σου
μεθάει την Τριχωνίδα

κι εγώ για το χατίρι σου
κάνω πως δεν το είδα.


ΑΠΕΛΘΕΤΩ

Τόσα ηλιοβασιλέματα στην Τριχωνίδα
που δεν είδα
κι ανατολές

πόσες φεγγαράδες έχασα
φεύγοντας κάποτε απ’ τη μικρή
πατρίδα…

Πού να γυρίσω;
Και πώς τις διαρκείς μου εποχές
απ’ την αρχή
ολόκληρη ζωή που πίσω μου άφησα
να ξαναρχίσω;

Ας είναι τώρα η μαγική στιγμή
που μέσα της το παρελθόν και το παρόν
μαζί
θα κλείσω

του κόσμου αυτού να περιέχει την αρχή
το διάβα του όλο
κι όλα
χωρίς το τέλος του ποτέ να ζήσω.


ΚΑΗΜΟΣ ΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ

Μάνα μου είναι η πολύλοφη Μυρτιά
με τις μικρές πηγές που θήλασα
παιδάκι.

Έχω τ’ απόσκια της για σπίτι πατρικό.
Πράσινος κάμπος η αυλή. Κι εγώ
άστατος ίσκιος στο σοκάκι
μια κουκκίδα.

Και κάθε σούρουπο το σούρουπο
αχ
να έχει κάτι από κείνο τον παλιό
καιρό
αρχαίο ξόρκι αφανέρωτης μαγείας
κατά το δείλι που μου φέρνει έναν καημό
το πέλαγος της Αιτωλίας
η Τριχωνίδα.


Η ΤΡΙΧΩΝΙΔΑ

Η λίμνη Τριχωνίδα είναι
τριών εκατομμυρίων ετών.

Επί τρία εκατομμύρια έτη
το ίδιο νερό
το ίδιο κύμα
ο ίδιος μαΐστρος.

Τάχα δεν είναι αθάνατο
της Τριχωνίδας το νερό;


ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΤΗΣ ΜΥΡΤΙΑΣ

Πού βρέθηκε τόσο γαλάζιο
και τόσο κίτρινο
να φτιάξεις τόσο πράσινο
στους λόφους της Μυρτιάς
θεά;

Βλέπω το γαλάζιο στην Τριχωνίδα
βλέπω άλλο τόσο στον ουρανό
κι ούτε που ξέρω
αν είναι το ένα ή το άλλο.
Μου φτάνει πάντως να είν’ ένα από τα δυο.

Αλλά το κίτρινο;

Πού βρήκες τόσο κίτρινο
να φτιάξεις τόσο πράσινο
στους λόφους της Μυρτιάς
θεά;

Μην είναι από τα τόσα έφηβα λεμόνια
που χρόνια σφάζοντάς τα θυσιάζαμε
στον επιτραπέζιο ιερό βωμό;


ΟΝΕΙΡΟ

Είδα την καταιγίδα να έρχεται πριν έρθει
σα μαύρο πυρηνικό μανιτάρι να πλακώνει την Τριχωνίδα
ερχόταν προς το μέρος μας και ξέραμε όλοι
θα μας ρουφήξει
κάποιος φώναξε “γρήγορα στο σπίτι” και καταλάβαμε.

Δεν ξέραμε όμως πόσους και ποιους από μας
θα πάρει μαζί της και μπήκαμε όπως είπε η φωνή
πέρασε από πάνω μας η λαίλαπα
κι ήμασταν ακόμα εκεί να βλέπουμε τα ξεφτίδια της
που από τις στέγες έπεφταν σταλάματα.

Τις επόμενες ημέρες απαγόρευσαν το καρναβάλι
μετά διέταξαν να κλείσουν τα Σχολεία και η Αγορά
εμείς, είπαν, έπρεπε να μπούμε και να μείνουμε στο σπίτι
όλοι καταλάβαμε ότι αν δεν υπακούαμε
η συφορά που πλάκωσε δεν θα περάσει.

Είδα την συφορά του κορονοϊού να έρχεται πριν έρθει
αλλά δεν ήξερα τι απ’ τα πολλά ήθελε να πει:
Να μάθω τη βασιλεία του που θα έρθει
ή μήπως τη βασιλεία του που έφυγε ήδη;


ΤΡΙΧΩΝΙΔΑ

Στη χούφτα μου τον ήλιο μάζωξα
κι αράδιασε η νύχτα πάνω στ’ άλλο τα κλάματα.

Η Τριχωνίδα
βογκούσε μαχαιρωμένη.

Κρυφές πυρκαγιές σε σπηλιές ύφαλες.
Αιώριζαν πάνω μας φαντάσματα
τύψεων.
Ντροπή περνοδιάβαινε τις παρειές μας
με χνάρι πίσω της τη λεηλασία.
Η φαντασία έφτιαχνε φώτα.

Δος μου ένα μπαλκόνι στη Μυρτιά
να περιμένω τη γέννηση του λεμονιού
κάτω απ’ το φως που θα ελευθερώσουν
τα πέντε ματωμένα μου δάχτυλα.
Γιατί, ότι τ’ άνοιξα,
ήλιος χίμηξε στα περιβόλια…

Κόμποι αίμα τα σύννεφα
τριβελίζουν δηλώνοντας παρουσία.


Ο ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

Έφτασα κατάκοπος σ’ αυτό τ’ αστέρι και
οι πρώτοι που συνάντησα – οι θεοί – μου λένε:

Ο έρωτας εδώ είναι όλα τ’ άλλα
εκτός από κείνο που ήξερες παλιά

όταν ο θεός έρωτας ρίξει το βέλος του
φτάνεις στην υπέρτατη ηδονή ακόμα
και μ’ ένα βλέμμα

μ’ ένα χορό χρωμάτων σε ό,τι βλέπεις
ή πανδαισία ήχων
γίνεσαι πουλί

ο κόσμος όλος στραφταλίζει ξαφνικά
όπως η κυματισμένη Τριχωνίδα στο δείλι

πυλώνας του παράδεισου δεν είναι το φιλί
ούτε η ένωση πάθους που κάνουν τα κορμιά

είναι όμως η αίσθηση που βλέπει ολοκάθαρα
τα πριν και τα μετά

σ’ αυτό τ’ αστέρι αν φτάσεις – όπως λένε οι θρύλοι –
να καταλάβεις:

Από τον κόσμο που ήξερες η τέλεια φυγή
– αν και τη λένε θάνατο – είναι κοντά.


Ο ΔΡΑΚΟΝΤΑΣ ΛΥΣΣΟΜΑΝΑ

Πλημμύριζε καμιά φορά ο Κατρουέλης
αλλά εμείς
έπρεπε να πάμε στο Σχολείο και να γυρίσουμε.

Θυμάμαι που
περνάγαμε το τσιμέντινο γεφύρι
έρποντας
να μη μας πάρει ο αέρας και μας ρίξει
έρμαια στο ρέμα
ή μη μεθύσουμε από δέος
και παραδοθούμε ανήμπορα στην φονική
γοητεία της πλημμύρας

όταν πλημμύριζε ο Κατρουέλης
– περνώντας από πάνω του στα γόνατα –
σκεφτόμουν ότι ανάστημα
δεν όρθωσε κανείς στο βίαιο πέρασμά του

ιδού
θα εκβάλλει τώρα θριαμβευτικά στην Τριχωνίδα

ενώ εμείς στα γόνατα πεσμένα θα κοιτάζαμε
άπραγα
να κάνει ό,τι θέλει ο δράκοντας στον κάμπο…

Τι άλλο άραγε να κάναμε από τη σκέψη ότι
“και τούτο το κακό σαν τ’ άλλα θα περάσει”;


ΘΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ

Θα έρθω στη Γη μας
Αδέρφια μου άγγελοι
θα επιστρέψω μια μέρα κοντινή
στο χώμα της Μυρτιάς με θέα την Τριχωνίδα
εκεί τον κόσμο απ’ τους λόφους θ’ αγναντεύω
και τις κηδείες θα επισκέπτομαι ανελλιπώς
από τους γάμους δεν θα λείψω
και στα γιορτάσια θα ‘μαι ο πρώτος γλυκατζής
θα τραγουδάω τα παλιά ποιήματα που ξέρω
στην εκκλησία θα πηγαίνω το πρωί της Κυριακής
κι αν όλα τούτα δε μπορώ πια να τα κάνω
κλεισμένος σε δωμάτιο με ανοιχτό
παράθυρο στο πέλαγο να φέγγει
θα σας μυρίζω γράφοντας τα λόγια
που χτυπάνε στα τοιχώματα του νου
μα κι αν στο τέλος τίποτε δε γίνει απ’ αυτά
αιχμάλωτος στις πόλεις των ανθρώπων αν γεράσω
πάλι θα είστε στο μυαλό και την καρδιά
εσείς που πάντοτε αγαπώ κι ας είμαστε
από αιώνες τώρα μακρινοί και ξένοι.


ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ

Καλά είν’ εδώ χωρίς
το θρόνο μου τον θεϊκό τη φορεσιά
την πύρινη
δεν περιέχω
τον καιρό τις πράξεις των ανθρώπων
δε βλέπω
εγώ γινόμενα μικρούς ολέθρους πόνους
και δε μαντεύω
το γραφτό δικό ή της φυλής μου
σοφά είν’ όλα μέτρια
και λίγα
μην και ανόητα ελάχιστα ή έσχατα
σοφά
μακάρια
στο δειλινό και πλάι στο νερό το ήσυχο
στο μύρο της ιτιάς το φλοίσβο
της Τριχωνίδας μου
βότσαλα πετώ νωχελικά πιο μακριά
κάθε φορά
πιο μακριά
και μόνος.


ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ

Επιστρέφω ξανά και ξανά
σε πρόσωπα και τόπους
στον τόπο που γεννήθηκα επιστρέφω
στη Μυρτιά
και είναι όλα ίδια όπως παλιά
όταν ήμουν παιδί
σχεδόν ίδια, μπορεί και όχι ακριβώς,
ο χώρος, οι τόποι, ο ουρανός,
η Τριχωνίδα,
και οι μορφές
ακόμα και οι μορφές που έφυγαν
ίδια όλα
μπορεί και όχι ακριβώς
όλα εκτός από τον Χρόνο…

Κύλησε κι έφυγε ο Χρόνος
ποτέ δε γύρισε κάποιος σ’ αυτόν.
Γυρίζουν πρόσωπα, τόποι, ο ουρανός,
η Τριχωνίδα
και οι μορφές
ακόμα και οι μορφές που έφυγαν
σχεδόν ίδιες, μπορεί και όχι ακριβώς,
η στιγμή όμως που φεύγει δεν γυρίζει ποτέ.

Τι άλλο είναι ο Χρόνος από ένα ποτάμι
του Σύμπαντος κόσμου
στα ήσυχα νερά του οποίου κολυμπάμε
άνθρωποι, αστέρια και γαλαξίες;


ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ

Επιστρέφω ξανά και ξανά
σε πρόσωπα και τόπους
στον τόπο που γεννήθηκα επιστρέφω
στη Μυρτιά
και είναι όλα ίδια όπως παλιά
όταν ήμουν παιδί
σχεδόν ίδια, μπορεί και όχι ακριβώς,
ο χώρος, οι τόποι, ο ουρανός,
η Τριχωνίδα,
και οι μορφές
ακόμα και οι μορφές που έφυγαν
ίδια όλα
μπορεί και όχι ακριβώς
όλα εκτός από τον Χρόνο…

Κύλησε κι έφυγε ο Χρόνος
ποτέ δε γύρισε κάποιος σ’ αυτόν.
Γυρίζουν πρόσωπα, τόποι, ο ουρανός,
η Τριχωνίδα
και οι μορφές
ακόμα και οι μορφές που έφυγαν
σχεδόν ίδιες, μπορεί και όχι ακριβώς,
η στιγμή όμως που φεύγει δεν γυρίζει ποτέ.

Τι άλλο είναι ο Χρόνος από ένα ποτάμι
του Σύμπαντος κόσμου
στα ήσυχα νερά του οποίου κολυμπάμε
άνθρωποι, αστέρια και γαλαξίες;


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Θα κάμω στη Μυρτιά ένα χαμόσπιτο
με θέα όμως χαμηλά στην Τριχωνίδα
να έχει αυλή

να έχει αυλή που στην αυγή θα φέγγει
και το βραδάκι απαλά θα χαιρετάει τον ήλιο

τη νύχτα πλάι στο τζάκι συντροφιά
με τη φωτιά να θυμηθώ το παραμύθι
εκείνο

εκείνο της πεντάμορφης και αχ αυτό
που μ’ έκανε στη φτώχεια μου
σαν πρίγκιπας να λάμπω αρνητής

θα κάμω στη Μυρτιά ένα χαμόσπιτο
κοιτάζοντας κατάματα ώρα πολλή
την πρώτη
α την πρώτη μου αυτή χαμένη αγάπη.


ΣΤΟΥΣ ΛΟΦΟΥΣ

Έλα
πάμε τους λόφους της Μυρτιάς
και από κει
παρέα ν’ αγναντέψουμε ώρα πολλή
την Τριχωνίδα
σιωπηλοί
ακίνητοι
χωρίς να ντύνουμε την αίσθηση
με λέξεις
το άλεκτο αγνάντεμα είναι τρόπος
εξαΰλωσης
είναι απλή μέθοδος για να περάσουμε
πετώντας στην απέναντι όχθη.

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top