Είμαι τρομοκρατημένος. Πειράζει;

Ν’ αμφισβητείς τα Μέσα Ενημέρωσης, είναι υγεία, να είσαι καχύποπτος όμως απέναντί τους, αρρώστια. Το πρώτο αντιστοιχεί στην αρχοντιά, το δεύτερο στη χωριατιά.

Χρόνια τώρα επιδόθηκα στο άχαρο έργο του ιδεαλιστή που – αψηφώντας το κόστος – θέλει να καταγράψει δημοσιογραφικά έναν άμεσο κίνδυνο για την Δημοκρατία, αλλά, για να επισημάνω αυτή την αγεφύρωτη ποιοτική διαφορά ανάμεσα στην αμφισβήτηση και την καχυποψία, “μάτωσα”.

Και “μάτωσα” εις μάτην. Αφού το μόνο που κατάφερα με την επίμονη αρθρογραφία μου πάνω στο ζήτημα, ήταν να κουράσω ακόμα και τους πιο καλούς φίλους, να έρθω σε αντίθεση ακόμα και με καλούς αναγνώστες μου.

Εντούτοις, ακόμα κι εγώ δεν φανταζόμουν ότι το τρένο που έβλεπα να έρχεται καταπάνω μας (και με φόβιζε) θα ξεπερνούσε την πιο ακριβή πρόβλεψη και θ’ αποκτούσε (στην συνείδηση του λαού) ισχύ θρησκευτικού αξιώματος.

Διότι, ναι, φτάσαμε σήμερα στο χείριστο σημείο: Να ΜΗΝ πιστεύει ο λαός και να μην εμπιστεύεται τίποτε απ’ όσα λένε τα Μέσα Ενημέρωσης. Ο αναγνώστης των sites και ο χρήστης του facebook διαβάζουν μόνο τα ελαφρά κουτσομπολιά της ημέρας, αλυσοδένονται στο άρμα της τεχνητής (άρα κατευθυνόμενης) επικαιρότητας και προσπερνούν το κείμενο που (αιρετικά) ζητάει λίγες στροφές του μυαλού για να υπάρξει.

Αυτό πάντως θα ήταν το λιγότερο, αν δεν αφορούσε ζητήματα υγείας, για να κυριολεκτούμε δε, ζητήματα ζωής και θανάτου.

Μετά από μια διά ζώσης συζήτηση που είχα μ’ έναν νεαρό φίλο, συνειδητοποίησα για πρώτη φορά την αγεφύρωτη απόσταση που χωρίζει την πραγματικότητα από την φαντασίωση.

Ένα από τα πολλά που είπε, ήταν ότι στα νοσοκομεία σκοτώνουν τους ασθενείς και τα Μέσα Ενημέρωσης παρουσιάζουν τους φόνους ως θύματα του κορωνοϊού.

Ένιωσα – πώς να το πω – να χάνεται το έδαφος κάτω από τα πόδια μου. Σκέφτηκα ότι μια τέτοια πεποίθηση δεν είναι μόνο του νεαρού φίλου μου, αλλά όλου αυτού του κόσμου που στύλωσε τα ποδάρια και κάνει πάρτι διεκδικώντας από τη χούντα το… δημοκρατικό δικαίωμα στην διασκέδαση, αντί να απέχει από τις συναθροίσεις, που είναι εξ ορισμού εστίες μόλυνσης.

Για να είμαι ακριβής, διαολίστηκα, όχι με τον συνομιλητή μου, αλλά με τον ΣΥΡΙΖΑ και, φυσικά, με την Εκκλησία, τους θεσμούς δηλαδή που, σ’ αυτούς τους τόσο επικίνδυνους καιρούς, έκαμαν τ’ αδύνατα δυνατά για ν’ αποτύχουν όλα τα μέτρα προστασίας που πήρε η κυβέρνηση (σωστά ή λάθος, τι σημασία έχει;) σπέρνοντας απαίσιες φήμες και διαστρεβλώνοντας τις ειδήσεις, ώστε να στηθεί (και στήθηκε) όρθιο ένα γκεμπελικό κουβεντολόι ότι η κυβέρνηση πληρώνει τους δημοσιογράφους για να λένε ψέματα στο λαό.

Αυτό το οικτρό πράμα θα ήταν για χοντρό γέλιο ή για μοναχικό κλάμα (το ίδιο κάνει) αν δεν αφορούσε άμεσα ζωές πολλών (όχι λίγων) ανθρώπων.

Η ουσία είναι ότι μπορεί να έρθει μια μέρα (σ’ αυτήν ή την επόμενη πανδημία) που θα σωριάζονται οι άνθρωποι στους δρόμους σαν άδεια σακιά, θα τους μαζεύουν με τους φορτωτές για τους μαζικούς τάφους, αλλά δεν θα πιστεύει κανείς ότι, αυτό που βλέπουν, είναι αλήθεια.

Το μέγα πρόβλημα πλέον δεν είναι ούτε ο κορωνοϊός, ούτε το εμβόλιο, δεν είναι η κυβέρνηση, δεν είναι η αμήχανη πολιτική της, δεν είναι καν η κακή, πράγματι, δημοσιογραφία. Το πρόβλημα έχει να κάνει ευθέως με την απλή κουβέντα ανάμεσα σε δύο φίλους, έχει να κάνει με την συζήτηση ανάμεσα στα μέλη της ίδιας οικογένειας στο μεσημεριανό τραπέζι, έχει δηλαδή να κάνει με τους αρμούς της κοινωνίας που συντρίβονται με πάταγο ενώπιόν μας.

Έβαλα φωνές στον νεαρό μου φίλο, αφού, το χειρότερο για μένα δεν ήταν αυτό που πίστευε, αλλά που το έλεγε ως πίστη του, ως βεβαιότητα, ΔΕΝ είχε καμία σκοπιμότητα, δεν υπηρετούσε κάποια κομματική προπαγάνδα για να το δικαιολογήσω κάπως. Με σκότωνε που τα λόγια του ήταν μια ασχημάτιστη αντανάκλαση του αντιπολιτικού ντόρου, ήταν ο αντίλαλος όλου αυτού του τζερτζελέ, το σύννεφο του κουρνιαχτού που σηκώνουν στην αναμπουμπούλα οι λύκοι… Ας είχαν τουλάχιστον τα λόγια του μια σκοπιμότητα… Θα μπορούσα να το αντέξω γιατί έχω κατανόηση στην σκοπιμότητα του κομματικού ή του πιστού. Δεν ανήκω στο τάγμα ούτε του ενός, ούτε του άλλου, αλλά το σέβομαι.

Η κουβέντα όμως για την οποία μιλώ, μου θύμισε άλλη, το 2012, με άλλον νεαρό, που τον είχα ρωτήσει τότε “τι θα ψηφίσεις;” και είπε, χωρίς να το σκεφτεί, “Χρυσή Αυγή”. Γιατί παιδάκι μου θα ψηφίσεις Χρυσή Αυγή; Ξαναρώτησα. “Γιατί μου αρέσει ο Τσίπρας”, απάντησε.

Είναι λοιπόν κάποιες περιπτώσεις που (εξομολογούμαι τώρα) φτάνω στην απόγνωση. Αισθάνομαι στο πετσί μου ότι, όσο και να το θέλω, ΔΕ μπορώ να βοηθήσω αυτόν τον νέο άνθρωπο που κάθεται απέναντί μου και – με τόση αγωνία – κάνει ερωτήσεις, παλεύει να καταλάβει τι συμβαίνει γύρω του, ο εκπρόσωπος της νέας γενιάς που αναζητά μάταια το στίγμα του στον ανεγειρόμενο κόσμο. Είναι ανοχύρωτος, άρα ευάλωτος, εύθραυστος σαν λαμπόγυαλο, έκθετος.

Το πρόβλημά του ωστόσο (άρα και το πρόβλημά μου) δεν ανήκει στο ζοφερό παρόν, αλλά στο παχύ παρελθόν, έχει τη ρίζα του στην εποχή των παχιών αγελάδων, τότε δηλαδή που ΔΕΝ υπήρχε ανάγκη να στύψει κανείς την κεφάλα του για τίποτε, όλα ήταν εξασφαλισμένα, το χρήμα έρεε, άπλωνες τη χερούκλα σου κι άρπαζες ό,τι ποθούσε η ψυχή σου, χωρίς μόχθο του σώματος, χωρίς καν τον ελάχιστο κόπο του μυαλού…

Τώρα όμως;

Τι θα κάνουμε τώρα;

Τώρα που ήρθαν τα δύσκολα… τώρα που θα έρθουν κι άλλα δύσκολα, πολύ δυσκολότερα από τούτα… τώρα που χρειαζόμαστε εφόδια και δεν τα έχουμε… πώς θα συνεννοηθούμε; Πώς θα καταλάβει ο ένας τον άλλο, αφού δεν ξέρουμε ούτε την αλφαβήτα;

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα της γενικευμένης καχυποψίας (και όχι αμφισβήτησης, όπως θα έπρεπε) μοιραία καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι… στα νοσοκομεία οι γιατροί σκοτώνουν τους ασθενείς και οι δημοσιογράφοι πληρώνονται από την κυβέρνηση για να πουν ότι όλοι αυτοί πεθαίνουν από κορωνοϊό…

Αναλογίζομαι τι σημαίνει αυτό πρακτικά, σκέπτομαι τι ΘΑ σημαίνει αύριο, κάποτε, όταν η γενικευμένη αυτή αντίληψη (όχι μόνο του συνομιλητή μου) θα στερεοποιηθεί στα μυαλά της μάζας.

Το σκέπτομαι και τρομοκρατούμαι.

Ναι, είμαι τρομοκρατημένος.

Νιώθω σα να μου σκότωσε τον πατέρα η νέα 17Ν.

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top