Ακούς ότι “ο κόσμος τρελάθηκε”. Το λέμε δηλαδή, όλοι το λέμε. Κι εννοούμε, χωρίς να το λέμε, ότι “δεν ήταν έτσι ο κόσμος”. Έγινε σήμερα, στον καιρό μας. Και, φυσικά, βρίσκουμε ενόχους γι’ αυτό: Φταίνε οι πολιτικοί.
Όταν δε φτάνει να φταίνε οι πολιτικοί, κοτσάρουμε και τους δημοσιογράφους. “Αυτοί φταίνε”. Για όλα. Εμείς είμαστε τα θύματα. Οι αθώοι.
Μετά, πέφτουμε για ύπνο ικανοποιημένοι από τον εαυτό μας που “δεν μπορούν οι φασίστες να τον πιάσουν κορόιδο”.
Και η ζωή συνεχίζεται. Με τη ρουτίνα που όλοι βιώνουμε.
Αν ήμασταν ευχαριστημένοι στο τέλος της μέρας, δεν θα υπήρχε θέμα. Δεν είμαστε όμως. Κάτι μας διαφεύγει. Παρά το γεγονός ότι “δε μπορούν να μας πιάσουν κορόιδο” οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι, το βράδυ πέφτουμε για ύπνο “με το κεφάλι καζάνι”. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που – για να κοιμηθούνε μια στάλα – παίρνουν ένα περιποιημένο “ζάναξ”.
Ίσον;
Μπαρμπούτσαλα!
Ή, καθώς του αρέσει να λέει ο λαός “μια τρύπα στο νερό”.
Ε, λοιπόν, όχι, ο κόσμος δεν τρελάθηκε. Ήταν πάντα τρελός.
Τι παναπεί “δεν ήταν έτσι ο κόσμος”;
Μα, έτσι ήταν πάντα.
Η διαφορά είναι μόνο ότι, παλιότερα, δεν μαθαίναμε τα καθέκαστα. Σήμερα τα μαθαίνουμε όλα. Δεν είναι ότι μαθαίνουμε μόνο. Τα σχολιάζουμε κιόλας. Και δεν σχολιάζει ο ειδικός, αυτός δηλαδή που εκπαιδεύτηκε να κάνει αναλύσεις χρησιμοποιώντας βιβλιογραφία και στοιχεία. Σχολιάζει “ο πάσα ένας”. Σχολιάζουν όλοι, θέλω να πω, σχολιάζουν οι πάντες και λένε τα πάντα.
Ο μέγας σημειολόγος Ουμπέρτο Έκο, αιωνία του η μνήμη, το είπε ξεκάθαρα:
“Οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης έδωσαν το δικαίωμα να μιλάνε λεγεώνες ηλιθίων που άλλοτε δεν μίλαγαν παρά μόνο σε μπαρ, αφού είχαν πιει κανένα ποτήρι κρασί, χωρίς να βλάπτουν την κοινότητα. Τους αναγκάζαμε αμέσως να σωπάσουν, αλλά σήμερα έχουν το ίδιο δικαίωμα λόγου με ένα βραβείο Νόμπελ. Είναι η εισβολή των ηλιθίων”.
Α, με όλο τον σεβασμό στον Ουμπέρτο, θα ισχυριστώ ότι αυτό που συμβαίνει, είναι καλό. Ίσως είναι το καλύτερο απ’ όλα όσα συμβαίνουν στον καιρό μας.
Είναι καλό, με τον ίδιο τρόπο που είναι καλό να πηγαίνει στο γήπεδο ο καταπιεσμένος ανθρωπάκος της διπλανής πόρτας και να βρίζει το μουνί της μάνας του διαιτητή για το γκολ της ομάδας του που υπέδειξε ως οφσάιντ. Ναι, είναι καλό γιατί “ξεχαρμανιάζει” το πουλάκι μου. Κι όταν “ξεχαρμανιάζει” ο καταπιεσμένος (θέλω να πω: ο στερημένος) ανθρωπάκος, μειώνονται τα εγκλήματα στην κοινωνία κατά 50%.
Λοιπόν, το ίδιο συμβαίνει και με τον ασύδοτο σχολιαστή του facebook. Αν δεν “ξεχαρμανιάσει” βρίζοντας το μουνί της μάνας του δημοσιογράφου, θ’ αυξηθεί η εγκληματικότητα στην κοινωνία κατά 50%.
Αλλ’ αυτό είναι μόνο η μία πλευρά του φαινομένου. Η άλλη έχει να κάνει με την τεχνολογία και την εξέλιξή της. Που έδωσε δυνατότητα στον τελευταίο να συνομιλεί ισότιμα με τον πρώτο, όπως συμβαίνει στον τσάμικο χορό: Ο έσχατος γίνεται κορυφαίος, η ουρά γίνεται κεφάλι, ο τελευταίος γίνεται πρώτος και ο πρώτος γίνεται τελευταίος.
Μπορείς να πεις ότι ο χριστιανισμός έφτασε στην κορύφωσή του και γι’ αυτό δείχνει τόσο κραυγαλέα τις αδυναμίες του: “Πολλοί δε έσονται πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι”, είχε πει ο Ιησούς, όπως καταμαρτυρεί ο Ματθαίος (ιθ΄, 30). Ιδού: Συνέβη.
Μπορείς να πεις επίσης ότι η Δημοκρατία έφτασε στην κορύφωσή της και γι’ αυτό δείχνει τόσο κραυγαλέα τις αδυναμίες της: “Όσο πιο ψηλά ανεβαίνει η μαϊμού, τόσο πιο πολύ φαίνεται ο κώλος της”. Ιδού: Συνέβη.
Ότι ο χριστιανισμός και η Δημοκρατία έφτασαν σ’ αυτό το κοινό, σ’ αυτό το παράλληλο αδιέξοδο (μαζί ή χώρια, δεν έχει σημασία) είναι κάτι που δεν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε παρά ως παταγώδη αποτυχία και των δύο, άρα δεν έχουμε δικαίωμα να λέμε ότι ¨”ο κόσμος τρελάθηκε”. Γιατί ν’ αδικούμε τόσο βάναυσα τους εαυτούς μας;
Όχι, δεν τρελάθηκε ο κόσμος. Οι σημαίες του τρελάθηκαν. Οι αξίες του χρεοκόπησαν.
Ο κόσμος ήταν πάντα τρελός, όσο είναι και σήμερα. Οι “αξίες” του δηλαδή…
Σ’ ένα προφητικό ποίημα του 1996, με τίτλο “αποκάλυψη”, έγραφα:
Όταν θα βλέπετε λιμούς / λοιμούς / σεισμούς / καταποντισμούς εμφυλίους πολέμους / τότε να περιμένετε το τέλος / τη Συντέλεια / πάει να πει / τότε που καθισμένοι στο σαλόνι / θα βλέπετε απαθείς / ένα μπιφτέκι όλη τη γη στο πιάτο / τότε να περιμένετε το τέλος / του Δρόμου αυτού / του Λόγου / την τελείωση. // Δεν είναι που κακά συμβαίνουν / είναι / γιατί θα βλέπετε / θ’ ακούτε / όσα χωρίς να ξέρετε συνέβαιναν πάντα.