Τρεις εποχές του Αγρινίου με τρία ποιήματα

Με συνεπήρε μια ιδέα να συνδέσω τις ποιητικές εποχές του Αγρινίου, αν συνδέονται, ξεκινώντας από τον λογοτεχνικό θρύλο της πόλης, τον Κώστα Χατζόπουλο.

Εντόπισα γρήγορα το πρώτο μου πρόβλημα: Δεν γνώριζα όλη την ποιητική παραγωγή όλων… Και είναι μεγάλη.

Κατέληξα σε μια σκέψη, ότι – για τον σκοπό αυτό – πρέπει να κάνω μια δουλειά σε βάθος, και ναι, θ’ άξιζε τον κόπο, αφού το Αγρίνιο, μετά τον Χατζόπουλο, έβγαλε πολλούς και σημαντικούς ποιητές, άφησαν – ή αφήνουν – πίσω τους έξοχα ποιήματα, μέχρι να γίνει όμως αυτή η σημαντική δουλειά, από μένα ή άλλον (ειδικότερον εμού, θα το προτιμούσα) με κάποιον τρόπο έπρεπε να ικανοποιήσω την πρωτογενή μου ιδέα, με μια “γουλιά κρασί” ρε παιδί μου…

Πήρα λοιπόν το καλύτερο (κατά γενική ομολογία) ποίημα του Κώστα Χατζόπουλου (1868 – 1920) με τίτλο “ασ’ τη βάρκα” και το έβαλα δίπλα στην “βορινή πλαγιά της Κυραβγένας” του Πέτρου Δήμα (1917 – 2005), ένα ερωτικό αριστούργημα που γράφηκε το 1940.

Χρειαζόμουν τώρα ένα έμμετρο ποίημα του… τρέχοντος αιώνος. Αλλά εδώ ήταν απείρως μεγαλύτερη η δυσκολία, για μένα τουλάχιστον, αφού, όποιο έμμετρο και να επέλεγα, όποιου – ήταν σίγουρο – κάποιον θ’ αδικούσα!

Η πιο πρακτική λύση που διέθετα – και η ευκολότερη, σημειωτέον – ήταν να το κάνω σαν τον… παπά που “βλογάει πρώτα τα γένια του”… Διάλεξα λοιπόν ένα… δικό μου έμμετρο ποίημα που, πάντως, άρεσε στον Σταύρο Σταυρίδη, αφού έγραψε ότι… “πρόκειται για ένα ποίημα διαμάντι, άξιο να συμπεριληφθεί και στην πιο αυστηρή ανθολογία”.

Η αλήθεια είναι πως, αν και θ’ ακουστεί κάπως αυτάρεσκο, θ’ άρεσε και σ’ εμένα πολύ – δίπλα στην “βορινή πλευρά της Κυραβγένας” του Πέτρου Δήμα, δίπλα και στο εμβληματικό “ασ’ τη βάρκα” του Κώστα Χατζόπουλου – να βάλω την δική μου “Μάγισσα” που γράφηκε το 2013. Το έκαμα. Με την κρυφή ελπίδα ότι μπορεί να υποστώ κάποιο βασανιστήριο, αλλά τουλάχιστον δεν θα καταλήξω στην αγχόνη…

Κώστας Χατζόπουλος: ΑΣ’ ΤΗ ΒΑΡΚΑ

Άσ’ τη βάρκα στο κύμα όπου θέλει να τρέχει,
ας ορίζει το αέρι, τιμόνι, πανί,
τα φτερά άπλωσε πλέρια – άκρη ο κόσμος δεν έχει
είναι πιο όμορφοι οι άγνωροι πάντα γιαλοί!
Η ζωή μια δροσιά είναι, ένα κύμα· ας το φέρει
όπου θέλει το αέρι, όπου ξέρει το αέρι…

Ας αλλάζουν λιβάδια με βράχους και δάση,
γύρω ας φεύγουν που πύργοι, που καλύβας καπνός
είτε ειδύλλιο γελούμενο απλώνεται η πλάση,
είτε αντάρες και μπόρες κρεμά ο ουρανός,
μη θαρρείς το πανί σου μπορείς να βαστάξεις
όπου θέλει το κύμα μαζί του θ’ αράξεις!

Τι γυρεύεις, τι θέλεις μη και συ το γνωρίζεις;
Κι έχεις πιάσει ποτέ σου το τι κυνηγάς;
Μη όπου σπέρνεις καλό το κακό δε θερίζεις;
δε σκοντάβεις σε ρώτημα σ’ ό,τι ρωτάς;
Κι ότι σ’ έχει μαγέψει, κι ό,τι σου έχει γελάσει,
το έχεις μόνος κερδίσει, μοναχός ετοιμάσει;

Άσε τότε το κύμα όπου θέλει να σπάζει,
άσ’ τις ζάλες να σέρνουν τυφλά την καρδιά
κι αν τριγύρω βογγά, κι αν ψηλά συννεφιάζει,
κάπου ο ήλιος σε κάποιο γιαλό θα γελά
κι αν πικρό την ψυχή σου το δάκρυ τη ραίνει,
πάντα κάπου κρυφή μια χαρά την προσμένει!..

Πέτρος Δήμας: Η ΒΟΡΙΝΗ ΠΛΑΓΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΑΒΓΕΝΑΣ

Τα πρωτοβρόχια αρχίζανε νωρίς στην Κυραβγένα.
Θυμάσαι;… Στην απόμερη σε πρόσμενα σπηλιά,
Κι ερχόσουν! Ήταν τα λινά γοβάκια σου βρεγμένα,
Μύριζαν κρίνα και βροχή τα σκόρπια σου μαλλιά.


Ερχόσουν μέσα στο φαρδύ παλτό σου διπλωμένη,
Κι αηδόνιζε το φτερωτό σου βήμα, κι η φωνή.
Έγερνες στην αγκάλη μου σαν λιποθυμισμένη,
Κι ήσουν, κάπου απ’ τη σχολική ποδούλα σου, γυμνή.


Α, πώς χτυπούσε η φλογερή καρδιά σου, πώς μιλούσε
Το λαγγεμένο χέρι σου, τ’ αχείλι σου, η ματιά!
Το κρύο φεγγάρι, ανάμεσα απ’ τα ελάτια, αστροβολούσε.
Με κεδρόξυλα ανάβαμε στο διάσελο φωτιά.


Αχ, έλα! Ας ήτανε να ’ρθεις από τα περασμένα,
Δροσάτη αγάπη, μάγεμα των είκοσι χρονώ!
Τα πρωτοβρόχια αρχίσανε νωρίς στην Κυραβγένα,
Κι είναι, χωρίς το βλέμμα σου, το δάσος σκοτεινό.

Παντελής Φλωρόπουλος: ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΜΑΓΙΣΣΑ;

Πες μου την Τέχνη μάγισσα να κάνεις το φτερό
σα βράχος να ζυγίζει, σα γρανίτης.
Τι κάνεις; Τι λόγια λες; Ποιο λόγο μυστικό;
Ποιο ξόρκι; Απάντηση θα δώσει ποιος ονειροκρίτης;

Μάγισσα, ξέρεις καλά τι λέω, τι εννοώ:
Όσο καλύτερο είν’ αυτό που κάνω και ωραίο
τόσο και πιο πολύ τυλίγεται στο δίχτυ το κακό
κι απ’ τους ανθρώπους γίνεται κατακριτέο.

Ό,τι απεχθάνομαι, φροντίζεις να το ζω
διότι, μάγισσα, με βάζεις στο σημάδι
ό,τι ποθώ το κάνεις μακρινό κι ουτοπικό,
το πιο αυτονόητο: Της μάνας μου το χάδι.

Πες μου: Να θυσιάσω κάτι στον μαγικό βωμό;
Μήπως με λόγο ή πράξη θες να σε τιμήσω;
Μήπως τα μούτρα σου ζητάς να ερωτευτώ;
Μην και σε μαύρο δόγμα επιθυμείς να προσχωρήσω;

Τι θέλεις επιτέλους, μάγισσα, τι μου ζητάς;
Γιατί με τέτοια δίχτυα παγιδεύεις το μυαλό μου;
μήπως χθονίως απ’ το νου μου κι ύπουλα ζητάς
ο ίδιος να σκοτώσω τον εαυτό μου;

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top