Μια μέρα ο Ιάσων και ο Μυρτιδαίος έκοβαν για πολλές ώρες ξύλα στο δάσος. Κουράστηκαν κι έκατσαν λίγο ν’ ανασάνουν.
“Σκέπτομαι να μην πάω να ψηφίσω σ’ αυτές τις εκλογές”, είπε ο Μυρτιδαίος.
Το είπε για να προκαλέσει κουβέντα, να παρατείνει λίγο και την ξεκούρασή τους, ο Ιάσων όμως δεν ανταποκρίθηκε.
“Όμως δεν ξέρω αν είναι σωστό ή λάθος”, συνέχισε με την ίδια προσμονή.
Περίμενε λίγο ν’ ακούσει ένα σχόλιο από τον δάσκαλο, αλλά εκείνος σιωπούσε, κοιτάζοντας πέρα.
Ο Μυρτιδαίος δεν το έβαλε κάτω. Επανήλθε με νέα ερώτηση:
“Πώς μπορώ να ξέρω αν σκέπτομαι σωστά ή λάθος”;
“Δε μπορείς να ξέρεις”, είπε επιτέλους ο Ιάσων.
“Μπορεί δηλαδή να είναι και το ένα και το άλλο”;
“Τίποτα δε μπορεί να είναι το ένα, ταυτόχρονα δε να είναι και το άλλο. Είτε μιλάμε για πρόσωπα, είτε μιλάμε για πράγματα, για ό,τι και αν μιλάμε, κάθε τι είναι αυτό που είναι, είναι μόνο αυτό που είναι. Το μόνο άλλο που μπορεί να συμβεί, είναι να μην το γνωρίζουμε εμείς”.
Ο Μυρτιδαίος ήταν ευχαριστημένος που, εν τέλει, απέσπασε λόγια από τον Ιάσονα. Δεν είχε πάρει όμως απάντηση στο πρόβλημα που τον έκαιγε.
“Σκέπτομαι να μην πάω να ψηφίσω σ’ αυτές τις εκλογές”, είπε πάλι. “Όμως δεν ξέρω αν είναι σωστό ή λάθος”…
“Αυτό είναι μια θέση”, είπε απρόθυμα ο Ιάσων. “Δεν είναι ερώτηση”.
“Σωστά”, είπε περιχαρής ο Μυρτιδαίος. “Η ερώτησή μου είναι: Πώς μπορώ να ξέρω αν σκέπτομαι σωστά ή λάθος”;
“Υπάρχει ένας τρόπος”, απάντησε ο Ιάσων. “Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, θέλεις να τον ακούσεις”.,
“Ναι, ναι”…
“Δεν ξέρω ποιος μπορεί να είναι ή θα γίνει κάποτε ο δικός σου τρόπος για να ζυγίζεις την ορθότητα μιας σκέψης, σκέψη που που γίνεται θέση… Εγώ μπορώ να σου πω μόνο τον δικό μου τρόπο”.
“Αυτόν θέλω ν’ ακούσω, δάσκαλε”.
“Το πρώτο που είναι καλό να πω λοιπόν, είναι να βρεις τον δικό σου τρόπο. Τον δικό μου τρόπο, ναι, να τον ακούσεις, αλλά να μη φύγεις από τον δικό σου, αυτόν δηλαδή που δεν βρήκες ακόμα και πρέπει να συνεχίσεις να ψάχνεις για να τον βρεις”.
Ο Μυρτιδαίος πάντα κουραζόταν με αυτήν την περιδίνηση του δασκάλου. Είχε μια ερώτηση κι ήθελε μιαν απάντηση. “Γιατί να μην είναι τόσο απλά τα πράματα;”, σκέφτηκε.
Ο Ιάσων άκουσε την σκέψη του Μυρτιδαίου και, αντί να συνεχίσει τον συλλογισμό που είχε ξεκινήσει, τον διέκοψε για να του κάνει παρατήρηση:
“Τίποτε δεν είναι τόσο απλό, όσο νομίζεις. Κάθε τι, πρόσωπο ή πράγμα, είναι τοποθετημένο από τη φύση του μέσα σ’ ένα ευρύτερο πλέγμα πολλών άλλων πραγμάτων ή καταστάσεων που, αν και δεν λέγονται, γύρω απ’ αυτό που λέμε πρέπει να νοούνται”.
Ο Μυρτιδαίος είχε αρχίσει να χάνει το νήμα και ο Ιάσων το κατάλαβε. Φοβήθηκε μάλιστα μη γίνει χειρότερο. Χωρίς να επιμένει πλέον στην απαίτηση μιας ολικής κατανόησης, επανήλθε πεζά στο αρχικό θέμα, με τον απλό υπολογισμό ότι εκεί θα τελειώσει η συζήτηση, ώστε να συνεχίσουν τη δουλειά τους: Είχαν έρθει στο δάσος για να κόψουν ξύλα και είχε αρχίσει να νυχτώνει, άρα έπρεπε να βιαστούν.
“Ο δικός μου τρόπος για να ζυγίζω την ορθότητα μιας σκέψης που περνάει από την οθόνη του μυαλού, είναι να την κάνω αναγωγή από τον ατομικό στον συλλογικό εαυτό”, είπε. Και συνέχισε:
“Αναζητώ έτσι την έκφρασή της σε απόλυτους αριθμούς. Με την αναγωγή μεταποιώ την φαντασία σε μαθηματικό μέγεθος. Έτσι την υλοποιώ, της δίνω μορφή, κάνω την ίδια διαδικασία μ’ εκείνη που ενσαρκώνεται στον υλικό μας κόσμο η ψυχή. Για να το πω αλλιώς, υπολογίζω μαθηματικά την φαντασία μου που θέτει το εξής ζήτημα: Τι θα γινόταν στον κόσμο, αν η σκέψη μου δεν εφαρμοζόταν μόνο στο δικό μου (το ατομικό) επίπεδο, αλλά στο επίπεδο του κοινωνικού συνόλου; Έτσι βάζω ερώτημα στον εαυτό μου και λέω: Τι θα γινόταν άραγε αν η σκέψη μου (να μην ψηφίσω στις εκλογές) εφαρμοζόταν απ’ όλους; Πώς θα ήταν άραγε, αν υιοθετούσαν όλοι την δική μου σκέψη, όλοι ανεξαιρέτως οι πολίτες; Τι θα γινόταν δηλαδή αν δεν πήγαινε κανείς να ψηφίσει στις εκλογές;”…
Ο Μυρτιδαίος είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα του να παρακολουθεί και να φαντάζεται. Ο Ιάσων συνέχισε:
“Απάντηση στο θεμελιώδες αυτό ερώτημα είναι μόνο μία: Ο λαός που δεν πάει να ψηφίσει, είναι έτοιμος να δεχτεί την χειρότερη δικτατορία που έχει στο μυαλό του ο πρώτος εύκαιρος παράφρων. Άρα η σκέψη να μην πάω να ψηφίσω στις εκλογές, είναι η πύλη της κόλασης. Ιδού λοιπόν ο συλλογισμός που μου δίνει ένα μαθηματικό ζύγι για να κρίνω με ασφάλεια την εσωτερική ερώτηση αν η σκέψη μου είναι σωστή ή λάθος”.
Αυτά είπε ο Ιάσων στον Μυρτιδαίο και, σωπαίνοντας, έμοιαζε πολύ κουρασμένος, πολύ πιο κουρασμένος από τη δουλειά να κόβει ξύλα όλη μέρα στο δάσος με το τσεκούρι.