Το σκαλί

Ένα γλυκό απόγευμα ο Ιάσων και ο Μυρτιδαίος αγνάντευαν τη λίμνη.

“Αύριο θα φύγω”, είπε ο Ιάσων.

Ο Μυρτιδαίος ταράχτηκε.

“Πού θα πας δάσκαλε”;

Ρώτησε, αλλά δεν περίμενε απάντηση. Γνώριζε από άλλους διαλόγους ότι, αν ο δάσκαλος έπρεπε ν’ απαντήσει, θα το έκανε χωρίς αυτός να επιμείνει. Τον τάραζε όμως η πιθανότητα ότι ο δάσκαλος θα έφευγε χωρίς να γυρίσει. Παρηγόρησε τον εαυτό του με την σκέψη ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Ιάσων έφευγε, διότι πάντα γύριζε.

Όταν ο ήλιος βασίλεψε, ο δάσκαλος είπε:

“Πάμε τώρα”.

Ο Ιάσων πήρε το μονοπάτι για την καλύβα του και ο Μυρτιδαίος για το σπίτι του.

Την άλλη μέρα ο Μυρτιδαίος πήγε πάλι στο μέρος που κάθονταν τ’ απογέματα με τον δάσκαλο και αγνάντευαν. Ήταν λυπημένος για την φυγή του Ιάσονα. Κι ακόμα πιο λυπημένος επειδή σήμερα θ’ αγνάντευε τη λίμνη χωρίς εκείνον στο πλάι του.

Έφυγε ο δάσκαλος, ήθελε τώρα να φύγει κι αυτός, δεν ήξερε όμως πού να πάει. Σκεφτόταν ότι, πράγματι, χρειάζεται και σ’ αυτόν λίγη απομόνωση, να βρει την ησυχία που του στέρησαν με τα λόγια τους οι χωριανοί. Μάλλον ο δάσκαλος του την έδινε με την φυγή του.

Ξαφνιάστηκε όταν είδε τον δάσκαλο να κάθεται όπως πάντα στο αγαπημένο του λιθάρι και ν’ αγναντεύει τη λίμνη. “Δε μπορεί να μου είπε ψέματα”, σκέφτηκε. “Κάτι δεν κατάλαβα εγώ”.

Χάρηκε μέσα του κι ήταν ανυπόμονος να μάθει τι συνέβη, αλλά θυμήθηκε ότι δεν έπρεπε να φανερώσει τη χαρά που ένιωσε, ούτε την περιέργειά του. Θα πρόδιδε την έλλειψη αυτοκυριαρχίας του κι ο δάσκαλος δεν θα το άφηνε να περάσει χωρίς κατσάδα…

Κάθισε στο πλάι του όσο πιο ήσυχα μπορούσε:

“Δεν έφυγες δάσκαλε”…

“Ποιος είπε ότι δεν έφυγα;”, είπε ο Ιάσων.

Ο Μυρτιδαίος έμεινε παγωμένος, σαν άγαλμα. Συνέχισε όμως να μιλά ο Ιάσων:

“Είχες στο μυαλό σου τα τελευταία θλιβερά γεγονότα και νόμισες ότι θα φύγω από το χωριό, επειδή με απογοήτευσαν οι χωριανοί”, απάντησε ο Ιάσων. “Αυτή ήταν η λυπηρή αφετηρία της σκέψης σου, κι έμεινες αιχμάλωτος σε αυτήν, δεν έκαμες όλο το δρόμο της”…

“Πώς θα μπορούσα να το κάνω”;

Ο δάσκαλος προσπέρασε την ερώτηση του Μυρτιδαίου. Συνέχισε να λέει ό,τι ξεκίνησε να πει:

“ Όχι. Αυτή τη φορά δεν θα πάω κάπου για ν’ απομονωθώ, ούτε στην ερημιά, ούτε μέσα στο πλήθος, όπως έγινε άλλες φορές. Έφυγα μόνο από το κάτω σκαλί που καθόμουν χθες, έφυγα δηλαδή από το επίπεδο που έπρεπε να φύγω. Είναι κι αυτό μια φυγή σε άλλον τόπο. Γίνεται δε χωρίς να φύγεις από τον τόπο σου”.

“Αλλά ποιο είναι το παραπάνω σκαλί;”, ρώτησε ο Μυρτιδαίος.

“Να μείνεις μόνος, αλλά με την θέλησή σου”, απάντησε ο Ιάσων. “Να μένεις μόνος, επειδή το επέλεξες ο ίδιος, όχι από ανάγκη, ούτε από τύχη. Εσύ θα έμενες μόνος, επειδή θα έφευγα εγώ. Δεν θα έμενες μόνος από δική σου βούληση, αλλ’ από την βούληση ενός άλλου. Το δικό σου και το δικό μου σκαλί επομένως είναι δύο σκαλιά γνώσης. Μόνο που το ένα είναι υψηλότερο από το άλλο. Έφυγα λοιπόν από το κατώτερο που καθόμουν χθες και ανέβηκα στο υψηλότερο που κάθομαι σήμερα. Εσύ σκέψου τώρα σε ποιο σκαλί κάθεσαι σήμερα. Στο σημερινό ή το χθεσινό;”…

“Στο χθεσινό”, απάντησε ο μαθητής.

“Έλα στο σήμερα”, είπε ο δάσκαλος.

Σώπασαν. Και αγνάντευαν τη λίμνη.

Όταν ο ήλιος βασίλεψε, ο δάσκαλος είπε γλυκά:

“Πάμε τώρα”.

Ο Ιάσων πήρε το μονοπάτι για την καλύβα του και ο Μυρτιδαίος για το σπίτι του.

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top