Το μηρυκαστικό της διπλανής πόρτας

{…Δημοσίευση στο fb, Δευτέρα, Τρίτη, 21 Απριλίου 2020 …}

Τα χρόνια του ΠΑΣΟΚ η ζεμπεκιά στα μπουζοκομάγαζα πήγαινε σύννεφο. Σηκώνονταν όλοι και χόρευαν ζεμπεκιά, σα να χόρευαν σέικ στη ντισκοτέκ.

Λατρεύω τη ζεμπεκιά, είναι άλλωστε ο μόνος χορός που χορεύω, γιατί, όπως λέει κι ο Διονύσης Χαριτόπουλος, “η ζεμπεκιά είναι μοναχικός θρήνος”.

Και σταμάτησα να χορεύω ζεμπεκιά, από τότε που δε μπορώ να “φτιάξω κεφάλι”.

Τότε όμως, ποτέ δε χόρευα ζεμπεκιά, μαζί με άλλους στην πίστα. Όσες φορές τη χόρεψα (σε ταβέρνες πήγαινα εγώ, δεν πήγαινα στα μπουζούκια) τη χόρεψα μόνος. Με τους κολλητούς σε κύκλο να χτυπάνε παλαμάκια.

Κι αν την ώρα που χόρευα, σηκώθηκε κάποιος να χορέψει από δίπλα, δεν του ζητούσα φυσικά το λόγο, μόνο σταματούσα, γύριζα στο τραπέζι μου, κατέβαζα ένα ποτήρι και θυμόμουν (θυμόμουν πάντα) τον Νίκο Κοεμτζή κι έλεγα μέσα μου (σε άλλον ποτέ) “είχε δίκιο”.

Αυτή ήταν η δική μου αντίσταση στην “πασοκίλα”.

Το να ΜΗ χορεύεις ζεμπεκιά μπουλουκηδόν, για μένα, ναι, ήταν αντίσταση, όχι στην εξουσία βέβαια, στην ξεφτίλα όμως σίγουρα.

Δεν το λέω τυχαία αυτό, θα καταλάβετε παρακάτω πού το πάω. Πριν όμως εξηγηθώ, θα πω κάτι ακόμα:

Όταν βρίσκομαι σε μια συγκέντρωση προσώπων, σε συνέλευση, σε γιορτή ή σε τραπέζι, ακούω τους άλλους να μιλούν και σωπαίνω. Συνήθως μιλούν όλοι μαζί, ο ένας πάνω στον άλλο, ο καθένας μιλάει με τον διπλανό του, και, φυσικά, κανείς δεν ακούει κανέναν, είναι μια χάβρα Ιουδαίων. Δε μιλώ γιατί θα μ’ ακούσει μονάχα ο διπλανός μου. Ενίοτε δε ούτε αυτός, γιατί κι αυτός ακούει μόνο τη σκέψη του που βροντάει τενεκέδια εντός του κρανίου του.

Θα χορέψω ζεμπεκιά, μόνο αν αδειάσει η πίστα.

Και θα μιλήσω σε ομήγυρη, μόνο αν η ομήγυρη μου απευθύνει το λόγο.

Το έχω από παιδί αυτό.

Είν’ ένα βίωμα που έχω από τον παππούλη δίπλα στο τζάκι. Έλεγε παραμύθι στο αμυδρό φως του τσιμπλή που συναντούσε την απολαμπίδα από τις φλόγες που χόρευαν και η γειτονιά που καθόταν σταυροπόδι στο πάτωμα, τον άκουγε να λέει για την πεντάμορφη ή για την ελαφίνα ή για την ψείρα, σα να ήταν εκκλησίασμα που ακούει τον ιερέα.

Έτσι θυμάμαι τα παραμύθια του παππούλη, έτσι θυμάμαι και τα παλιά τραγούδια που έλεγαν στο γάμο οι γέροντες. Όταν ο γεροντότερος άρχιζε να λέει “σε τούτη ντ’ τάβλα πού ‘μαστε, σε τούτο το τραπέζι”, όλοι σώπαιναν για ν’ ακούσουν και ν’ ακολουθήσουν επαναλαμβάνοντας τον στίχο. Ακριβώς όπως έκανε ο χορός στο αρχαίο Ελληνικό θέατρο. Εκεί που ο πρώτος γινόταν έσχατος και ο έσχατος πρώτος.

Όταν έπιανε το τραγούδι ο γέροντας, κανείς δε μιλούσε με τον διπλανό του για τις μεταγραφές του Παναιτωλικού.

Αυτό με κάνει να λέω ότι το παλιό Δημοτικό τραγούδι (όχι το γύφτικο που επικράτησε στις μέρες μας και θεωρείται από τους νέους Δημοτικό, δεν είναι) όλο αυτό ήταν απόσπασμα αρχαίας Ελληνικής τραγωδίας που απέδρασε από τ’ αρχαία θέατρα και κυνηγημένο από τους χριστιανούς βρήκε καταφύγιο στα καλύβια των ξωμάχων αλλάζοντας μορφές για να σωθεί.

Συμπεραίνω (διαισθητικά το λέω) ότι η μουσική των παλιών Δημοτικών τραγουδιών είναι η μουσική των αρχαίων Ελλήνων. Η ομιλία τους δηλαδή.

Δεν ξέρω αν το ξέρετε, αλλά οι αρχαίοι δε μιλούσαν. Λαλούσαν. Σαν τ’ αηδόνια. Έτσι έλεγαν οι Ρωμαίοι.

Το παραμύθι στο τζάκι, το τραγούδι (με το στόμα) στους γάμους, ήταν μια θεία λειτουργία.

Το λέω γιατί κάνω μια αντιπαραβολή με την εποχή μας, της εποχής δηλαδή που δεν ανήκει στη δική μου γενιά, αλλά στην επόμενη, τη δική σας γενιά, αυτήν που εκπροσωπείτε σεις, ως νεολαία.

Τα λέω αυτά, γιατί κάνω μια σύγκριση της “γλιστρίδας” που βασιλεύει, με την αφήγηση των παραμυθιών και των τραγουδιών της εποχής μου που χάθηκε.

Τα λέω αυτά, γιατί κάνω μια σύγκριση του facebook της εποχής σας με την αφήγηση των παραμυθιών και των τραγουδιών της εποχής μου.

Ο κόσμος το θεωρεί εξέλιξη. Και μπορεί να είναι. Αλλά κάπου κάτι, κάποιες λεπτομέρειες που ξεχάσαμε, ανακάλυψα πως ήταν κάτι περισσότερο από λεπτομέρειες: Ήταν η ζωή μας, ήταν η ζωή του ανθρώπου πάνω στον πλανήτη γη.

Χτίζουμε τώρα έναν άψυχο πολιτισμό. Μπορεί να φτάσει τεχνολογικά ψηλά, με θαμμένη όμως την ψυχή του, θα είναι μια κόλαση.

Η πλευρά του ζητήματος που μ’ ενδιαφέρει, αφορά το δικαίωμα να μιλούν όλοι για όλα. Αυτό που γίνεται δηλαδή στο facebook.

Βλέπω, ας πούμε, ότι όλοι είναι ειδήμονες στην πολιτική, την οικονομία, την προπονητική, σε όλα ρε παιδί μου, ακόμα και για το αεροπλάνο που πέφτει, έχουν αδιαπραγμάτευτη άποψη.

Δεν θα είχαν άποψη για τον κορωνοϊό;

Δεν θα ήξεραν αυτοί ότι μας κοροϊδεύουν οι δημοσιογράφοι;

Έλα τώρα…

Για να μην το ρίξω στην ειρωνεία όμως, θα πω σοβαρά (σας διαβεβαιώ ότι μιλώ σοβαρά τώρα και λέω) ότι αυτό το ζωύφιο μέσα στο πλήθος που τα ξέρει όλα και σηκώνει το δάχτυλο, είναι το “μυστρί του Παττακού”.

Δεν θα το αναλύσω.

Θα πω μονάχα ότι το σύστημα έχει βρει έναν ακαταμάχητο τρόπο να βαθύνει την κυριαρχία του χρησιμοποιώντας ως εργαλείο το μηρυκαστικό της διπλανής πόρτας που κουνάει το δάχτυλο σε όποιον επιχειρήσει να βγάλει το αγκάθι από την πατούσα του…

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top