Το δικαίωμα

Μια φορά χτύπησε την πόρτα του Ιάσονα ένας νεαρός. Όταν ο Ιάσων του άνοιξε, ο νεαρός του είπε:

“Ψάχνω απαντήσεις στα ερωτήματά μου και ήρθα εδώ με την ελπίδα να τις βρω”.

“Δεν θα τις βρεις εδώ”, απάντησε ο Ιάσων και του έκλεισε την πόρτα στα μούτρα.

Ο νεαρός ξαφνιάστηκε με την αγένεια του Ιάσονα κι έφυγε θυμωμένος.

Τό ’φερνε από δω, τό ’φερνε από κει, δεν το χώραγε ο νους του.

Εκεί που πήγαινε, πήρε τελικά την απόφαση να μην ξαναρωτήσει, ούτε να ξανακούσει γι’ αυτόν.

Πράγματι, όσες φορές άκουγε τον επόμενο καιρό να μιλούν οι φίλοι του για τον Ιάσονα, ο ίδιος άλλαζε την κουβέντα κι αν οι άλλοι επέμεναν, έβρισκε μια πρόφαση για να φύγει μακριά, να μην ακούει.

Μια μέρα όμως κατάλαβε ότι, όπως και τότε που δεν χώραγε στο νου του η αγένεια του Ιάσονα, τόσο κι άλλο τόσο, δεν χώραγε τώρα στο νου του η έγνοια να τον αποφεύγει.

Τι να κάνει, τι να κάνει…

Αποφάσισε να δοκιμάσει πάλι.

Μια και δυο, πήγε πάλι στην καλύβα του Ιάσονα. Χτύπησε την πόρτα. Κι όταν οι Ιάσων του άνοιξε, ο νεαρός είπε:

“Ψάχνω απαντήσεις στα ερωτήματά μου και ήρθα εδώ να τις βρω”.

“Έλα” του είπε.

Κι έκατσαν στο πεζούλι.

“Πρώτη ερώτηση που έχω, δάσκαλε, είναι αυτή: Γιατί μ’ έδιωξες την πρώτη φορά, ενώ τη δεύτερη με δέχτηκες”;

Και ο Ιάσων είπε:

“Την πρώτη φορά σ’ έδιωξα, επειδή είπες ότι ήρθες εδώ με την ελπίδα να βρεις απαντήσεις στα ερωτήματά σου. Τη δεύτερη φορά σε δέχτηκα, επειδή, ερχόμενος εδώ, δεν είχες καμία ελπίδα να βρεις απαντήσεις στα ερωτήματά σου”.

Ο νεαρός έμεινε να κοιτάει τον Ιάσονα εμβρόντητος.

“Τόσο κακό πράμα είναι η ελπίδα”; ρώτησε.

“Όχι”, απάντησε ο Ιάσων. “Κακό πράμα δεν είναι η ελπίδα, αλλά η πεποίθηση που συνοδεύει την ελπίδα: Την πρώτη που φορά ήρθες εδώ, ήσουν έτοιμος να συμφωνήσεις με όσα σου πω. Κι εγώ σου λέω πως αυτό θα ήταν εξ ίσου κακό με την ετοιμότητα – που επίσης κουβαλούσες – για να διαφωνήσεις μαζί μου. Το δικαίωμα στην συμφωνία ή την διαφωνία σε αναγόρευε μονόπλευρα ισότιμο συνομιλητή μου. Και δεν ήσουν. Την δεύτερη φορά όμως ήρθες χωρίς αυτό το δικαίωμα. Ήρθες να μου κάνεις ερωτήσεις και δεν σ’ ένοιαζε καθόλου αν θα συμφωνήσεις ή αν θα διαφωνήσεις μαζί μου. Το μόνο που σ’ ένοιαζε, ήταν ότι δε μπορούσες να κάνεις αλλιώς. Η έγνοια ν’ αποφεύγεις το αναπάντητο ερωτηματικό που σου δημιούργησα, δε σ’ άφηνε να ησυχάσεις. Έπρεπε λοιπόν να έρθεις. Και ήρθες. Η συμφωνία και η διαφωνία υποχώρησαν αυτόματα σε δεύτερη μοίρα. Δεν είχαν πια καμία αξία για σένα. Τώρα λοιπόν που δεν χρειάζεται ούτε να συμφωνήσουμε, ούτε να διαφωνήσουμε, μπορούμε να κουβεντιάσουμε. Εσύ μπορείς να με ρωτήσεις ό,τι θέλεις κι εγώ μπορώ να σου απαντήσω ό,τι θέλω”.

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top