Το χρονικό μιας τοπικής εφημερίδας

Μπήκα στην δημοσιογραφία τον Φεβρουάριο του 1990. Ο μισθός του εργαζόμενου όμως στο τοπικό ραδιόφωνο που εργαζόμουν, δεν έφτανε για να ζήσω την τετραμελή οικογένειά μου. Τον Αύγουστο του 1991 αποφάσισα να γίνω εργοδότης του εαυτού μου. Έπρεπε να διεκδικήσω το εισόδημα που χρειαζόμουν. Έγινα εκδότης εντύπου. Με τις εξής αρχές:

α΄). Δεν θα κάνω ημερήσια εφημερίδα. Είχα πρόταση από τετραμελή Ομάδα χρηματοδοτών, αρνήθηκα όμως να εργαστώ γι’ αυτούς, επειδή δεν μπορούσα να είμαι Διευθυντής κομματικού εντύπου. Ήθελα την ελευθερία μου στο γράψιμο.

β΄). Το σχέδιό μου έλεγε ότι, όχι, δεν θα κάνω από την αρχή, εβδομαδιαία εφημερίδα. Χρειαζόμουν κεφάλαιο που δεν είχα, ούτε ήθελα ν’ αναζητήσω. Κάτι που, εκείνη την εποχή, θα ήταν πάρα πολύ εύκολο.

γ΄). Η δική μου λύση ήταν να κάνω μηνιαίο έντυπο, να γράψω συνδρομητές και ανάλογα με το πότε και πόσο θ’ αυξηθούν οι συνδρομητές, το μηνιαίο έντυπο θα γινόταν εβδομαδιαίο και στην προοπτική του χρόνου ημερήσιο.

δ΄). Η απόφασή μου ήταν να στηρίξω την έκδοσή μου αποκλειστικά στον οβολό του αναγνώστη και στην εμπορική τοπική διαφήμιση.

ε΄). Απόφασή μου ήταν επίσης να μη δεχτώ ποτέ κρατική διαφήμιση στο έντυπό μου. Ούτε θα έφτιαχνα εφημερίδα για να διεκδικήσει τις υποχρεωτικές δημοσιεύσεις των Δήμων και της Νομαρχίας γιατί θα έπρεπε να κάνω “άτυπες συμφωνίες” με τους πολιτικούς, συνθήκη όμως που θεωρούσα απαράδεκτη.

στ΄). Απευθύνθηκα ευθέως στο αναγνωστικό κοινό και στην Αγορά για διαφημιστικές καταχωρήσεις των Τοπικών εμπορικών καταστημάτων.

ζ΄). Για να πείσω το αναγνωστικό κοινό να μου δώσει συνδρομές, έπρεπε να γράφω άριστα κείμενα και για να πείσω την αγορά να μου δώσει διαφήμιση, έπρεπε να έχω σεβαστή κυκλοφορία. Τα πέτυχα και τα δύο. Επί επτά ολόκληρα χρόνια ήμουν εκδότης τοπικού εντύπου χωρίς να πάρω ποτέ κρατική διαφήμιση. Σε μια εποχή που το διαφημιστικό χρήμα του ΠΑΣΟΚ προς τα έντυπα έρεε ποτάμι…

η΄). Τον Δεκέμβριο του 1997, μετά από τριπλό συντονισμένο χτύπημα (ένα από την Ανατολή, ένα από το Νότο και ένα από τον Βορρά, με στόχο… τη Δύση – να μην εξηγήσω τι σημαίνει αυτό…) ο “αραμπάς” μου γονάτισε. Κι έκλεισε.

θ΄). Ως εκδότης συνέχισα για λίγο με κάποιες διαφημιστικές εκδόσεις, αλλά, και πάλι, χωρίς να δεχτώ κρατική διαφήμιση. Το 2000 επέστρεψα με την “Αναγγελία”. Με την ίδια πάντα εκδοτική συνταγή: Μηνιαία στην αρχή. Όταν η εφημερίδα έφτασε τις 1.000 πωλήσεις στο περίπτερο, έγινε δεκαπενθήμερη. Κι όταν, ως δεκαπενθήμερη, ξανάπιασε τις 1.000 πωλήσεις (στο περίπτερο πάντα) η “Αναγγελία” έγινε εβδομαδιαία. Κι αυτό, επειδή ΔΕΝ ήθελα κρατική διαφήμιση. Ούτε υποχρεωτικές δημοσιεύσεις των Δήμων και της Νομαρχίας. Για να είμαι ελεύθερος να γράφω ό,τι θέλω. Στα τριάντα χρόνια της διαδρομής μου ΚΑΝΕΙΣ πολιτικός δεν τόλμησε να σηκώσει το τηλέφωνο και να μου πει γράψε τούτο ή το άλλο ή ΜΗ γράψεις αυτό ή εκείνο…

ι΄). Το 2006 η εφημερίδα είχε όλες τις προδιαγραφές του Νόμου για να φιλοξενεί τις υποχρεωτικές δημοσιεύσεις των Δήμων. Ήταν μεγάλη αδικία να της στερώ αυτό το δικαίωμα. Αποφάσισα να υποβάλλω το αίτημα. Συνέχισα όμως να κρατώ την ίδια φιλελεύθερη στάση μου. Αποτέλεσμα: Από τους 29 “Καποδιστριακούς” Δήμους του Νομού, οι 21 Δήμοι – καταστρατηγώντας το Νόμο – δεν μου έστειλαν ποτέ ούτε μία καταχώρηση. Οι υπόλοιποι 8 Δήμοι το έκαμαν ίσα για “να τυλίξουν το ντορό”, για να έχουν άλλοθι απέναντι στο Νόμο. Η είσπραξη από αυτό το “προνόμιο” ήταν της τάξης του 10% του κύκλου εργασιών της εφημερίδας. Αγανακτισμένος από την κατάσταση και αρνούμενος να προβώ σε συμφωνίες, το 2012 απεμπόλησα με δική μου απόφαση τα δικαιώματα των δημοσιεύσεων.

ια΄). Η θέση μου ως εκδότη τοπικής εφημερίδας ήταν – για τρεις δεκαετίες – σαφής. Την διατύπωσα πολλές φορές τόσο σε άρθρα μου, όσο και στις συνελεύσεις του συνδικαλιστικού μου οργάνου, κυρίως όμως την έκαμα στάση ζωής. Έλεγα και λέω: Να καταργηθεί η κρατική διαφήμιση από τα Μέσα Ενημέρωσης. Κι επειδή ο Τύπος παντού στον κόσμο χρειάζεται την στοργή της Πολιτείας, όπως ο αθλητισμός ή ο πολιτισμός, ας πούμε, έφτιαξα ένα εναλλακτικό Σχέδιο, ένα Πρόγραμμα Φιλαναγνωσίας για μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου. Το προωθούσα όπως και όσο μπορούσα. Σήμερα είμαι ευτυχής που η κυβέρνηση το συζητά για να το εφαρμόσει.

ιβ΄). Σε ό,τι αφορά την δικαιολογημένη και πάγια καχυποψία του κοινού απέναντι στις εφημερίδες, το 2005 πρότεινα με άρθρο μου να καταργηθεί διά νόμου η ιδιοκτησία των επενδυτών στον Τύπο και να ιδρυθούν Εταιρείες Λαϊκής Βάσης, ώστε η ιδιοκτησία των εφημερίδων να περάσει στα χέρια των αναγνωστών τους.

ιγ΄). Το 2017, μετά από μια ανήθικη και παράνομη ενέργεια των μηχανισμών (δεν θα μπω σε λεπτομέρειες) έπαψα αναγκαστικά να είμαι εκδότης της εφημερίδας. Συνέχισα όμως να εργάζομαι σε αυτήν ως δημοσιογράφος.

ιδ΄). Σήμερα πιστεύω ότι η δημοσιογραφία δεν έχει πεθάνει. Προσπαθούν όμως να τη σκοτώσουν, από τη μια, οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι, από την άλλη, τα κόμματα που θέλουν να χειραγωγούν τους δημοσιογράφους.

ιε΄). Η διάδοχη εκδοτική γενιά της “Αναγγελίας” έκαμε κάτι επαναστατικό: Επέστρεψε στην παλιά κλασσική γραφή της είδησης, εργάζεται τώρα πάνω στην χρησιμότητα της έντυπης έκδοσης, αποϊδεολογικοποιώντας χειρουργικά την εφημερίδα, αφαιρώντας από αυτήν το δικαίωμα στη γνώμη. Γιατί η εφημερίδα του μέλλοντος ΔΕΝ θα έχει Γνώμη. Θα είναι μια πλήρης συλλογή καλογραμμένων πρωτογενών πληροφοριών. Ο αναγνώστης θα διαβάζει την εφημερίδα χωρίς να παίρνει “γραμμή” από αυτήν. Η εφημερίδα θα του δίνει μόνο τις αναγκαίες πληροφορίες, κι αυτές λιτά, απέριττα, στεγνά. Ο αναγνώστης – σε όποιο κόμμα ή ιδέα και αν ανήκει – θα συνθέτει τις πληροφορίες κατά βούληση και θα σχηματίζει τη γνώμη που θέλει αυτός. Ακαθοδήγητος, ανεπηρέαστος, ελεύθερος. Ο σχηματισμός γνώμης του αναγνώστη θα φύγει από την εφημερίδα. Θα μετακομίσει στα βιβλία. Κι αυτό θ’ αναβαθμίσει τους συγγραφείς. Όχι μόνο τους συγγραφείς ως πρόσωπα, αλλά την ίδια τη Λογοτεχνία ως Τέχνη.

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top