Τι βρίσκει ο δύτης στο βυθό

Δεν ξέρω πώς βλέπει τους ανθρώπους ένα μυρμήγκι. Μπορεί να μας βλέπει γίγαντες. Μπορεί να μη μας βλέπει καθόλου. Μπορεί να μας βλέπει σαν βουνά που κινούνται από σεισμό.

Ποιος ξέρει;

Αλλά κι εγώ… πώς βλέπω άραγε τον κόσμο;

Μπροστά στον κόσμο ένα μυρμήγκι δεν είμαι τάχα;

Μπορεί να βλέπω τον κόσμο σα γίγαντα που μ’ έχει για μεζεδάκι. Μπορεί να μην τον βλέπω καθόλου. Μπορεί να τον βλέπω σα βουνό που έρχεται κατά πάνω μου να πατήσει.

Θέλω να πω… ποια οπτική έχω για τον κόσμο;

Τον βλέπω σα χριστιανός; Σα μουσουλμάνος;

Βλέπω τον κόσμο σαν κομμουνιστής; Σαν εθνικόφρων;

Μεσαία μήπως; Λίγο από δω, λίγο από κει;

Πώς;

Δηλαδή… πώς ακριβώς. Αυτό είναι το θέμα.

Δοκίμασα όλες τις θεωρίες. Ξεκινώντας από χριστιανός, κατάλαβα πώς βλέπουν τον κόσμο οι θρησκείες.

Ξεκινώντας από κομμουνιστής, κατάλαβα πώς βλέπουν τον κόσμο οι κοσμοθεωρίες.

Όλα τα δοκίμασα και βρήκα ότι όλα ήταν λειψά. Κάτι καλό είχαν όλα, “έμπαζε” όμως από παντού, το οικοδόμημα ήταν γεμάτο τρύπες. Ένα γιαπί με πόρτες για να μπαίνεις και να βγαίνεις, χωρίς όμως παράθυρα για ν’ ανασαίνεις.

Για να είμαι σίγουρος, χωρίς αμφιβολίες, έμπαινα πάντα σαν πιστός. Για να μη δώσω έδαφος ποτέ στην καχυποψία. Ενστερνιζόμουν πάντα τη λογική του πιστού, εφάρμοζα τη φιλοσοφία του δόγματος σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, από τη δουλειά μέχρι τον έρωτα. Κι εκεί, μέσα στον κόσμο, καθόλου έξω από αυτόν, όχι στην σκήτη, πειραματιζόμουν με τις Αρχές, όχι μόνο στο παρόν τους, αλλά και στο μέλλον τους.

Μου πήρε πολύ αυτό το ταξίδι του Οδυσσέα. Πάρα πολύ. Αλλά νομίζω, τελείωσα. Έφτασα στο σημείο συντριβής των βεβαιοτήτων. Αν θέλεις να πω “των δογμάτων”, να πω: Έφτασα στο σημείο συντριβής όλων των δογμάτων.

Ξέρω από άλλους ότι όποιος έχει απορρίψει τα πάντα, ιδεολογικοποιεί το Τίποτα. Φτάνει στο σημείο να διαλαλεί: “Ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε, ό,τι αρπάξει ο κώλος μας”.

Έπρεπε να περάσω κι απ’ αυτό. Δεν κράτησε όμως πολύ. Κράτησε μόνο λίγους μήνες. Και “πήγε περίπατο” μόλις συνάντησα ένα κορίτσι, ένα συνηθισμένο κορίτσι, σαν όλα τ’ άλλα, μ’ ένα “κάτι” όμως που το ξεχώριζε απ’ όλα.

Εκείνο το κορίτσι δεν ήταν η νέα θεωρία μου, αλλά η νέα μου πρακτική.

Η μέρα που τα γράφω αυτά, είναι πρωτομαγιά, επέτειος δηλαδή ενός δικού μου κύκλου τριάντα έξι ετών από το πρώτο εκείνο φιλί κάπου στην παραλία της Τριχωνίδας. Πρακτικά, όχι θεωρητικά.

Μα, και πάλι, το κορίτσι εκείνο, ετούτο δηλαδή, δεν είναι η θεωρία μου, ίσως δεν είναι ούτε η πρακτική μου, σίγουρα όμως είναι η Πύλη που άνοιξα σ’ έναν κόσμο άλλης διάστασης. Αυτός ο κόσμος δεν χρειάζεται ούτε τις θεωρίες, ούτε τις πρακτικές, χρειάζεται κάτι άλλο, το νιώθω, κάτι που, εδώ και πολλά χρόνια πια, συνεχίζω να ψάχνω.

Έξω απ’ όλα τα συστήματα πια, χωρίς να γίνω εχθρικός απέναντι σε κανένα, βρήκα το “Μη Σύστημα”. Κατάλαβα ότι το “παν” μπορούσε να γίνει “άπαν”. Με τον ίδιο τρόπο που η “λήθη”, έγινε “αλήθη”, από την οποία προέκυψε η “αλήθεια”.

Μετά από όσα έχω γράψει, θα φανεί περίεργο να πω ότι η ανακάλυψή μου αυτή έγινε διαβάζοντας την Καινή Διαθήκη. Θα εξηγήσω πώς:

Στην αρχή αισθάνθηκα ότι στο βυθό των λέξεων που διάβαζα, κρυβόταν ένας κόσμος που η επιφάνεια της θάλασσας ήθελε ν’ αποκρύψει. Δεν ήθελα πολύ να υποψιαστώ μετά ότι αυτό που βρίσκω στην πρώτη ανάγνωση, δεν είναι αυθεντικό, αλλά κλεμμένο. Βούτηξα τότε στα βαθιά. Έγινα δύτης. Και είδα. Μια βυθισμένη πολιτεία όπου στραφτάλιζαν μπροστά στα μάτια μου τα χρυσά παλάτια κι οι διαμαντένιοι δρόμοι της. Είδα δηλαδή ότι οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης έλεγαν πράγματα που δεν ένιωθαν, τα χρησιμοποιούσαν, αλλά δεν τα καταλάβαιναν.

Όμως αυτό συμβαίνει, όταν αυτά που λες, δεν είναι δικά σου!

Αν δεν είναι δικά σου, τίνος είναι;

Βρήκα ψάχνοντας ότι ήταν των αρχαίων Ελλήνων σοφών.

Διαπίστωσα ότι οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης τ’ άρπαζαν, τα έντυναν με δικές τους φορεσιές και τα παρουσίαζαν ως δικά τους, όπως κάνουν όλοι οι άτιμοι κλέφτες, όταν βγαίνουν στην αγορά για να πουλήσουν ως δικά τους τα κλοπιμαία.

Κλέφτες οι ευαγγελιστές;

Από μόνο του αυτό με συντάραξε. Διότι, αν ήταν κλέφτες σοφίας οι ευαγγελιστές, αν απέδιδαν στον Χριστό τη σοφία των Ελλήνων, μπορεί ο Χριστός να ήταν ένας μύθος, δεν θα διαστρέβλωναν για άλλο λόγο τη σοφία, δεν θα την εγκιβώτιζαν σε κανάλι που οδηγούσε αλλού…

Βεβαιώθηκα για την ατιμία όταν διάβασα τον Ιωάννη Χρυσόστομο και τον Μέγα Βασίλειο που έβριζαν και συκοφαντούσαν τους Έλληνες δασκάλους τους.

Ήμουν σίγουρος πια! Τι άλλο να πιστέψεις, όταν “φωνάζει ο κλέφτης για να φύγει ο νοικοκύρης”;

Έμεινα εκστατικός από την απάτη που κρατούσε τόσους αιώνες και είδα να ξεδιπλώνεται μπροστά μου σαν πλυμένο σεντόνι στον ήλιο.

Βάλθηκα τότε να μάθω τι έλεγαν οι νοικοκυραίοι και όχι οι κλέφτες.

Αυτό που βρήκα, αυτό που συνεχίζω να βρίσκω στις ανασκαφές μου, αντικαθιστά επαρκώς όλες τις ιδεολογίες και τις κοσμοθεωρίες που στο μεταξύ είχα απορρίψει.

Κι άλλο χρέος δεν έχω, από το χρέος να πω σε όποιον θέλει ν’ ακούσει ότι η βυθισμένη πολιτεία όπου νά ’ναι, θα βγει στην επιφάνεια και θα στραφταλίσει στον ήλιο.

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top