“Τη βοηθεία Πνεύματος, Τσιγάρου κ’ Οινοπνεύματος” – Γ.Α.Βούζας

Βγαλμένη από τις ανώνυμες λαϊκές δέλτους η ποιητική Συλλογή του Γ.Α.Βούζα με τον μακροσκελή τίτλο “Τη βοηθεία Πνεύματος, Τσιγάρου κ’ Οινοπνεύματος” έρχεται για να μας θυμίσει ότι ο ξεχασμένος πια έμμετρος λόγος που εκπαίδευσε γενιές και γενιές αυτού του λαού, ο ίδιος που γέννησε το δημοτικό τραγούδι, ακόμα και σήμερα, έχει πάντα τον τρόπο του να δηλώνει “παρών”.Και είναι σα να φυλάμε στα υπόγεια της συλλογικής συνείδησης ένα αστείρευτο βαρέλι με παλιό κρασί και σε τακτά διαστήματα ξεχειλίζει.

Μας θυμίζει κι άλλα αυτό το βιβλίο, πολλά, πάρα πολλά, κυριότερο των οποίων είναι, μάλλον, ότι το Αριστοφανικό στοιχείο του Ελληνικού λαού δεν έπαψε ποτέ να γεννά καυστικούς στιχοπλόκους που σαν αόρατα ξωτικά κυκλοφορούν δίπλα μας και – χωρίς να παίρνουμε χαμπάρι – στοχάζονται για την πάρτη μας. Η ανώνυμη αυτή ποιητική φάρα είν’ εκείνη που – εδώ κι αιώνες – έγραφε για να παραδώσει στο έθνος χωρίς Copyright εκείνα τα γεμάτα με οξύ σατιρικά λαϊκά τραγούδια, ελάχιστο μέρος των οποίων συνέλεξε και διέσωσε στον καιρό μας η Δόμνα Σαμίου. Με την επέλαση του μικροαστισμού, τα πολλά χάθηκαν. Κάποιοι όμως, σαν τον Γ.Α.Βούζα, γεννούν νέα, όπως οι αμπελουργοί που καταβολιάζουν το παλιό κλήμα και δημιουργούν νέα φυτεία.

Ο Γ.Α.Βούζας (ψευδώνυμο αδήλωτου λαϊκού ποιητή που σε ολόκληρη την διαδρομή του έμεινε και θέλει να μείνει ανώνυμος) είν’ ένας σύγχρονος Σουρής. Καθ’ όλα ισάξιος εκείνου, του δοξασμένου. Στιχουργεί και σαρκάζει τα πάντα με τον τρόπο που οι ελεύθερες ψυχές, οι αληθινοί ιερείς του λαού, είχαν ν’ αποκρυπτογραφούν διαχρονικά την ατμόσφαιρα γύρω τους, να πορεύονται ακέρια οι ίδιοι, να κρατάνε σθεναρούς και τους χωριανούς στα “κρυφά σχολειά” της Τέχνης των Μουσών, πάντα με το κέφι, γιατί αυτό ήταν το ακαταμάχητο ψυχικό όπλο των Ελλήνων, το απείραχτο μέταλλο κάτω απ’ τη μακραίωνη σκουριά, με την απόλαυση του οποίου – αλλά και την απαγορευμένη ηδονή του – ο λαός άντεξε σκλαβιές και υποτάξεις, παλιές και νέες.

“Σ’ όσους δεν πήραν είδηση / και τρέχουν στους ναούς: / Θεός είν’ η συνείδηση / και διάβολος ο νους”, λέει αποκαλυπτικά ο Γ.Α.Βούζας.

Το βιβλίο με τα 66 έμμετρα (σατιρικά κυρίως) ποιήματα δεν κυκλοφορεί ευρέως. Τυπώθηκε μόνο για τους στενούς φίλους και πήγε από χέρι σε χέρι στους μερακλήδες. Για να μείνει. Τουλάχιστον αυτό: Να μείνει στους επόμενους! Να μείνει ο λόγος. Όπως έμειναν οι παροιμίες. Γιατί κι αυτές, από τέτοιους λαϊκούς ιερείς γεννήθηκαν.

Ο συγγραφέας ειδοποιεί πάντως για τις παρενέργειες:

“Προσοχή: Να φυλάσσεται σε ξηρό μέρος, μακριά από παιδιά, σοβαροφανείς και ηθικολόγους”.

Έχει τους λόγους του να προειδοποιεί και θα το καταλάβετε αμέσως από ένα ποίημα που παραθέτουμε εδώ ενδεικτικά:

“Το χρήμα δεν τ’ αγάπησα / τό ‘δα σαν “μέσον” πάντα. / Γι’ αυτό και δεν το κράτησα / δεν τό ‘βαλα στη μπάντα. // Όσοι τ’ αγάπησαν πολύ / τό ‘χουν στην άκρη όλο / κι όταν χορτάσουν το μουνί / πληρώνουνε για κώλο. // Μα σαν κι αυτόν τον βαρεθούν / αφού είν’ το ριζικό τους / δίχως πολύ να το σκεφτούν / δίνουνε τον δικό τους. // Η φτώχεια με προστάτευσε / από τα “κρίματά” τους. / Τον κώλο μου τον άφησε / να χέζω τα λεφτά τους”.

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top