Διάβασα (19.11.2020) ότι το “Βήμα”…. “ανοίγει παράθυρο στους μαθητές εκδίδοντας μαζί τους μαθητικές εφημερίδες. Με συνεντεύξεις, έρευνες και ρεπορτάζ οι μαθητές θ’ αναδεικνύουν ξεχωριστές στιγμές της ιστορίας των σχολείων και της περιοχής τους, καταθέτοντας προβληματισμούς, σκέψεις, ιδέες και αγωνίες με τη φλόγα και τον ενθουσιασμό της νιότης τους”.
Διάβασα την είδηση αυτή και χάρηκα πολύ. Άλλο τόσο λυπήθηκα. Όχι για την είδηση, αλλά για… μια πικρή ανάμνηση:
Ήταν τις παλιές εκείνες ένδοξες μέρες του “αραμπά”, αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν ήταν ακόμα εφημερίδα, πριν μεταμορφωθεί σε περιοδικό.
Μου τηλεφώνησε μια καθηγήτρια από ένα Λύκειο του Αγρινίου και με ρώτησε αν μπορώ και αν θέλω να φιλοξενήσω στο Γραφείο του “αραμπά” μια Ομάδα μαθητών που ενδιαφερόταν για την δημοσιογραφία. Σκοπός της επίσκεψης θα ήταν η ενημέρωσή τους για την έκδοση του “αραμπά”, καθώς και η υποβολή ερωτήσεων από τους μαθητές.
Δέχτηκα μετά χαράς.
Και ήρθαν περίπου 17 παιδιά με την καθηγήτριά τους. Συζητήσαμε για ώρες. Για όλα τα θέματα. Μιλώντας εκ μέρους τους η καθηγήτρια με ρώτησε αν θα μπορούν τα παιδιά να δημοσιεύσουν εργασίες τους στον “αραμπά”. Υπερθεμάτισα λέγοντας ότι με χαρά μου θα διαθέσω μία σελίδα της εφημερίδας για την τακτική δημοσίευση των εργασιών τους.
Τις επόμενες ημέρες περίμενα να έρθουν οι εργασίες των παιδιών, όμως… “ούτε φωνή, ούτε ακρόαση”. Ε, είπα, δεν θα τους άρεσε η συζήτησή μας, αλλά, στο τέλος – τέλος, παιδιά είναι… Εντάξει…
Είχε περάσει καιρός, όταν βαδίζοντας μια μέρα στην οδό Μπαϊμπά, συνάντησα τρία κορίτσια από την Ομάδα των μαθητών που είχε έρθει στο Γραφείο. Μόλις με είδαν, με χαιρέτησαν πρόσχαρα, οπότε βρήκα την ευκαιρία να ρωτήσω:
“Γιατί δε μου φέρατε εργασίες σας για δημοσίευση;”.
Κοιτάζονταν μεταξύ τους, δίσταζαν να μου απαντήσουν. Μου κίνησε την περιέργεια. Κι επέμεινα λίγο.
Ένα κορίτσι, πιο θαρρετό απ’ τ’ άλλα (θυμάμαι ότι η οικογένειά του είχε έρθει από το εξωτερικό) μου είπε ξεκάθαρα:
“Κύριε Παντελή, το συζητήσαμε αυτό με τα παιδιά και είπαν ότι δεν θα φέρουν κείμενά τους για δημοσίευση”.
“Το σέβομαι”, είπα, “όμως… μπορώ να μάθω γιατί;”.
“Τα παιδιά είπαν”, απάντησε το κορίτσι, “ότι δεν ανέχονται να μας εκμεταλλευτείτε”.
“Τι είπαν;” αναφώνησα έκπληκτος.
“Είπαν ότι δεν ανέχονται να μας εκμεταλλευτείτε”.
“Θα σας εκμεταλλευτώ εγώ… αν δημοσιεύσω τις μαθητικές σας εργασίες στην εφημερίδα μου;”…
“Ε, ναι”, μου είπε.
“Τότε, παιδιά μου, καλά κάνατε και δε μου φέρατε τις εργασίες σας”, είπα, χωρίς να μπορώ να χωνέψω τι άκουσα μόλις… Και συμπλήρωσα:
“Εύχομαι, παιδιά μου, να μη σας εκμεταλλευτεί ποτέ κανείς”…
Διάβασα τι θέλει να κάνει το “Βήμα” και σκέφτομαι ότι – τριάντα χρόνια μετά από τότε – τα παιδιά θα δεχτούν με ιδιαίτερη ευχαρίστηση να τα εκμεταλλευτεί ο Όμιλος Μαρινάκη.