Ένας συγγραφέας σε μια επαρχιακή πόλη… Γίνεται; Ανέκαθεν οι συγγραφείς έψαχναν την τύχη τους στο μεγάλο αστικό κέντρο, ει δυνατόν στο Παρίσι, στην κατ’ εξοχήν κονίστρα των Γραμμάτων και των Τεχνών. Τι θα είχε γίνει, ας πούμε, ο Κώστας Χατζόπουλος, αν δεν είχε φύγει από το Αγρίνιο; Η Επαρχία ήταν πάντα για τον συγγραφέα θάνατος, στο αγροτικό Αγρίνιο δε, πολλαπλός. Έτσι ήταν! Τώρα όμως γίνεται αλλιώς… Μιλώντας για την παιδική λογοτεχνία, ο Σταύρος Σταυρίδης εξηγεί πώς…
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον Παντελή Φλωρόπουλο
Κύριε Σταυρίδη, λέω να μιλήσουμε σήμερα για την παιδική λογοτεχνία, ν’ αφήσουμε σε άλλη ευκαιρία την συζήτηση για την ποίηση, το μυθιστόρημα και το θέατρο που, επίσης έχετε γράψει…
Κύριε Φλωρόπουλε, χαίρομαι ιδιαίτερα που με καλέσατε για να μιλήσουμε γύρω από την παιδική λογοτεχνία. Έχοντας υπόψη μου το έργο σας, θεωρώ φυσικό να προέλθει από σας η πρόσκληση για μια τέτοια συζήτηση.
Έχω ειδικό ενδιαφέρον γι’ αυτήν. Κι εσείς έχετε να μας πείτε πολλά…
Ναι, έχω ασχοληθεί κι εγώ. Τα νεανικά μου έργα και το ένα παιδικό μου βιβλίο καταλαμβάνουν σχεδόν το ένα τρίτο του συνόλου των εκδόσεών μου. Αλλά αυτό το μέρος του έργου μου ομολογώ ότι το ξεχωρίζω και μου είναι ιδιαίτερα αγαπητό. Ο λόγος είναι ότι εργάστηκα για σαράντα πέντε χρόνια ως εκπαιδευτικός, στην ιδιωτική παιδεία, και θεωρώ τα βιβλία μου αυτά ως επιστέγασμα της προσφοράς μου στα παιδιά. Τρόπος του λέγειν «προσφορά», διότι σε τελική ανάλυση, γενικά, τα παιδιά έχουν τον τρόπο να προσφέρουν περισσότερα από όσα εισπράττουν, σε όλους τους τομείς.
Ανατρέπετε την κυρίαρχη Σχολή Σκέψης που λέει “να προσφέρουμε στα παιδιά”…
Δεν θα επιμείνω στο σημείο αυτό, αλλά νομίζω ότι εσείς κατανοείτε αυτό καλύτερα από κάθε άλλον, αν κρίνω από τον τεράστιο όγκο των παιδικών σας εκδόσεων και την επιμονή σας στην παραγωγή παραμυθιών, παράλληλα με την έρευνά σας στα παραδοσιακά παραμύθια. Το να καλύπτουμε τις ανάγκες των παιδιών, αισθάνομαι ότι είναι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε σ’ αυτή τη ζωή.
Ποιος είναι ο ρόλος του συγγραφέα, τελικά; Να διασκεδάσει το παιδί ή ν’ αφυπνίσει το αιώνιο παιδί που επιζεί στους ενήλικες;
Ναι, είναι κι αυτό. Και μάλιστα πολύ σημαντικό κίνητρο. Το παιδί μέσα μας, σε όλη μας τη ζωή απαιτεί την δική του ικανοποίηση, και αλλοίμονο σε όποιον αγνοεί αυτή την ανάγκη. Η έλλειψη της παιδικής ματιάς στον κόσμο, κατά την ταπεινή μου γνώμη, συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στην ψυχική ασθένεια που πλήττει σήμερα τον λεγόμενο πολιτισμένο, Δυτικό Κόσμο. Τόσο ο συγγραφέας, όσο και ο αναγνώστης, μικρός ή μεγάλος, ικανοποιούν αυτήν την ανθρώπινη ανάγκη, την αγνή και αθώα παιδική εμπειρία και την παρθένα ματιά στον κόσμο.
Να το μεταφράσω αυτό ως σύσταση να διαβάζουν παραμύθια όχι μόνο τα παιδιά, αλλά και οι μεγάλοι;
Και βέβαια θα το συνιστούσα. Προσωπικά διαβάζω τουλάχιστον ένα παραμύθι την εβδομάδα, απαρεγκλίτως αυτό που δημοσιεύετε εσείς στην εφημερίδα σας. Το διαβάζω πρώτα εγώ και έπειτα το δίνω στην εγγονή μου, η οποία το περιμένει.
Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες ανθεί μια βιομηχανία, τα προϊόντα της οποίας απευθύνονται στα παιδιά…
Επειδή βλέπω κινηματογράφο, παρατηρώ ότι κάθε χρόνο η παραγωγή ταινιών με ήρωες παιδιά, είναι σημαντική και βέβαια επιδιώκω να βλέπω τις ταινίες αυτές.
Επηρεαστήκατε στο γράψιμό σας από την κινηματογραφική ματιά;
Και βέβαια επηρεάστηκα. Με εξαίρεση τα «Θεατρικά Παραμύθια» μου, με το γενικό τίτλο «Το Σπίτι με τους Σταλακτίτες», που είχα τη χαρά να δω να παίζονται στη σκηνή πολλών Δημοτικών και λίγων Γυμνασίων, τα νεανικά μου μυθιστορήματα, τόσο τα ρεαλιστικά, «Το Μάνα Μαριάννα» και η «Συμμαχία των Αθώων», όσο και τα φανταστικά, οι «Ουρανοδρόμοι» και «Ο Άνθρωπος που Βγήκε από τον Καθρέφτη», απευθύνονται κυρίως σε παιδιά άνω των 12 ετών, οι ήρωες και οι ηρωίδες μου έχουν αυτή την ηλικία, και αυτή είναι περίπου η ηλικία των ηρώων των κινηματογραφικών ταινιών που σας ανέφερα. Πρέπει να έχω επηρεαστεί και από τον κινηματογράφο και από τα κλασσικά αριστουργήματα δικά μας, π.χ. της Πηνελόπη Δέλτα, καθώς και ξένα, π.χ. του Ντίκενς και του Ιουλίου Βερν.
Τα παιδιά ζουν “φυλακισμένα” σε διαμερίσματα, έχουν πια ελάχιστη επαφή με τη φύση… Πώς διαχειρίζεται ο συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας αυτή την πραγματικότητα των παιδιών;
Δεν μπορώ να πω ότι το βιβλίο μπορεί να αντικαταστήσει την επαφή του παιδιού με τη φύση. Ορισμένα παιδικά βιβλία που περιορίζονται στο αστικό περιβάλλον – έχω διαβάσει αρκετά από αυτά – όσο ωραία ή πετυχημένα κι αν τα χαρακτηρίσεις, κατά βάθος έχεις την αίσθηση ότι κάτι τους λείπει. Στα δικά σας παραμύθια όπως και στα παραδοσιακά και τα κλασσικά των επώνυμων κλασσικών παραμυθάδων, μιλάνε τα πουλιά, τα δέντρα, τα ζώα, ακόμα και τα άψυχα. Νομίζω ότι πρέπει να μάθει το παιδί να ακούει και να πιστέψει ότι όλα στη φύση μιλάνε και μεταξύ τους και σε μας. Η επικοινωνία αυτή εντός της φύσης, εκτός του ότι τα χαροποιεί, περνάει και έμμεσα στο παιδί η συνείδηση ότι η φύση είναι έμψυχη και ότι επικοινωνεί μαζί μας όπως κι εμείς με αυτήν, είτε για καλό, είτε, όπως στις μέρες μας, για κακό. Βλέπετε… εμείς τη θέλουμε τη φύση να προσαρμοστεί στις δικές μας ανάγκες, διατροφικές, ενεργειακές, επικοινωνιακές κλπ. Έτσι μεταμορφώνουμε τη φύση, αν μου επιτρέπετε, σε πάρα – φύση προς δικό μας όλεθρο, βέβαια. Είναι απαραίτητο να κατανοήσει από παιδί ακόμα ο άνθρωπος ότι η φύση δεν είναι ένα αντικείμενο στα χέρια του, όπως δεν είναι αντικείμενο το σώμα μας, ότι είμαστε μέλος, ένα κύτταρό της, και όταν αυτή πάσχει ή είναι υγιής, αυτό έχει άμεσο αντίχτυπο και σε μας.
Διανύσατε την συγγραφική σας διαδρομή σε μια επαρχιακή πόλη. Μοιάζει με ασφυξία, αν υπολογίσεις αυτό που λένε πολλοί συγγραφείς, ότι δεν τους χωρά η Ελλάδα… Τι είναι λοιπόν αυτό για τον συγγραφέα; Πλεονέκτημα ή μειονέκτημα;
Είναι γεγονός ότι ο δημιουργός που ζει στην επαρχία, συγγραφέας, μουσικός ηθοποιός, σκηνοθέτης, ζωγράφος, εργάζεται ηρωικά, κάτω από αντίξοες συνθήκες. Εμείς στην περιφέρεια, είμαστε – επιτρέψτε μου να καυχηθώ – γνησιότεροι δημιουργοί, δουλεύουμε από μεράκι, δεν αποβλέπουμε στην γενική αναγνώριση, διότι ο τρόπος που ζούμε, δεν μας επιτρέπει να την διεκδικήσουμε, π.χ. να ταξιδεύουμε και να παρουσιάζουμε τα βιβλία μας σε όλη την Ελλάδα. Είμαστε σαν αυτούς που φυλάνε τις Θερμοπύλες στο ποίημα του Καβάφη, γνωρίζουμε ότι ο κύκλος των αναγνωστών μας είναι περιορισμένος. Αλλά αγαπάμε αυτό που κάνουμε και αγωνιζόμαστε, χωρίς μεγάλες φιλοδοξίες.
Εν τοιαύτη περιπτώσει, ποιο είναι το συγγραφικό σας όραμα;
Αυτό που με ενδιαφέρει, είναι να δημιουργήσω ένα αξιόλογο έργο, έστω ένα και μόνο βιβλίο που θα διαβάζεται στην πόλη μου με ενδιαφέρον, μου αρκεί η πόλη μου. Πήρα μεγάλες χαρές από παιδάκια του Δημοτικού, ακόμη και της τετάρτης τάξης που διάβασαν τα νεανικά μου μυθιστορήματα των τριακοσίων πενήντα σελίδων και δεν το πίστευα ότι είχαν την υπομονή και την αντοχή για κάτι τέτοιο. Έτσι σε μερικές περιπτώσεις έκανα την απρέπεια να τους κάνω “πονηρές” ερωτήσεις για να διαπιστώσω ότι έλεγαν αλήθεια. Και έλεγαν.
Ο Δήμος Αγρινίου φιγουράρει στην 15η θέση ανάμεσα στους μεγάλους Δήμους της χώρας. Ποια είναι η στάση του απέναντι στους συγγραφείς που τον τιμούν;
Νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια οι προσπάθειες του Δήμου να τονώσει το ηθικό των δημιουργών της περιοχής του είναι αξιόλογη και έχει θετικά αποτελέσματα. Για να είμαι δίκαιος, θυμάμαι ότι και στο περελθόν, όταν ήταν υπεύθυνος για τον πολιτισμό ο Θανάσης Κιτσάκης, είχαν γίνει με επτυχία τέτοιες προσπάθειες. Αλλά τώρα δόθηκε έμφαση στην επαφή των μαθητών με τους λογοτέχνες του τόπου μας. Οι επαφές αυτές έχουν κατά τη γνώμη μου ύψιστη σημασία. Μια τέτοια συνάντηση αντιστοιχεί με πολλές ώρες μαθήματος στη γλώσσα, τη λογοτεχνία και κυρίως στην κατανόηση κειμένων που, όπως τονίζω διαρκώς, νομίζω υστερούμε και είναι πάρα πολύ κακό για τον τόπο μας. Η αδυναμία κατανόησης κειμένων, συμβόλων και σημαινόντων του λόγου και όχι μόνον, δημιουργεί ανθρώπους που γενικά υστερούν σε κρίση και αισθητική. Επιπλέον, τα παιδιά γοητεύονται από την παρουσία των λογοτεχνών στα σχολεία τους και κάνουν ερωτήσεις εκπληκτικές. Η άμεση επαφή του λογοτέχνη με το παιδί είναι εξαιρετικό κίνητρο για να διαβάσουν οι μαθητές εξωσχολικά βιβλία, να δουν το εύρος και τη σημασία της λογοτεχνίας γενικότερα, και είναι κίνητρο ακόμη για να γράψουν και τα ίδια ένα παραμύθι, ένα ποίημα, μια ιστορία, έστω το δικό τους ημερολόγιο που είναι κι αυτό σημαντικό. Βλέπουν ότι ο συγγραφέας είναι ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ότι αγαπάει αυτό που κάνει, ότι ανοίγει δίοδο επικοινωνίας με τους συνανθρώπους του, ότι μαθαίνει από τη ζωή αλλά και διδάσκει.
Η παιδική λογοτεχνία χρησιμοποιείται για μια “νέα κατήχηση”. Τελευταία εξειδικεύεται μάλιστα σε ζητήματα ιδεολογικά και καθημερινά. Οι εκδότες προτιμούν συγγραφείς που καθοδηγούν τα παιδιά προς τη μία ή την άλλη αντίληψη…
Όχι δεν είμαι υπέρ του διδακτισμού. Τα κείμενα από μόνα τους σημαίνουν πολλά. Και το πιο μικρό παραμύθι στέλνει μηνύματα, λόγου χάριν ότι το καλό τελικά υπερισχύει, ότι το κακό τιμωρείται, ότι ο πονηρός τελικά ζημιώνεται και το ψέμα σβήνει μπροστά στην αλήθεια. Τα συμπεράσματα αυτά θα τα βγάλει μόνο του το παιδί ή θα κατακαθίσουν στην ψυχή του χωρίς να το καταλάβει. Δεν πρέπει να του δοθούν σαν δίδαγμα, διότι αυτό που κατακτάται, μένει, και αυτό που δίδεται σαν φάρμακο, απωθεί. Νομίζω είμαι σαφής.
Αυτό, σε γενικές γραμμές, κάνει το κλασικό παραμύθι, όχι όμως το σύγχρονο. Και σα να μην έφτανε αυτό, η γλώσσα των παιδικών βιβλίων που εκδίδονται, ολοένα και περισσότερο αδιαφορεί για την καλή σύνταξη. Για ποια λογοτεχνία μιλάμε λοιπόν;
Για τη γλώσσα έχω να πω ότι – με λύπη μου – βλέπω την ελάττωση του λεξιλογίου στους νέους μας. Κάτι δεν πάει καλά με την παιδεία μας. Δεν έχουμε δώσει σημασία στο γεγονός ότι το πλούσιο λεξιλόγιο βοηθάει μεταξύ άλλων τη σκέψη, τη σύλληψη ιδεών, την κρίση και την αισθητική καλλιέργεια του ανθρώπου. Όταν προσελκύσει το παιδί να διαβάσει ένα ωραίο κείμενο που θα το γοητέψει, θα ενδιαφερθεί να μάθει μια καινούργια λέξη που δεν κατάλαβε ή, ακόμη καλύτερα, θα την κατανοήσει από τα συμφραζόμενα και θα του μείνει η λέξη και η σωστή λειτουργία της και θα την χρησιμοποιήσει και το ίδιο. Η απλοποίηση της γλώσσας για εμπορικούς λόγους που δυστυχώς παρατηρώ σε πολλά παιδικά βιβλία μεγάλων Εκδοτικών Οίκων, δίνει ένα λάθος μήνυμα στους συγγραφείς: “Γράψτε απλά για να σας καταλαβαίνουν τα παιδιά και να σας αγοράζουν”. Είναι λάθος μήνυμα και πολύ επιζήμιο. Έχω προσέξει ότι είστε της ίδια γνώμης με τη δική μου, διότι δεν κάνετε ούτε εσείς γλωσσικούς συμβιβασμούς, αλλά διατηρείτε ένα λεξιλόγιο λίγο πιο πάνω από τις ηλικίες στις οποίες απευθύνεστε. Νομίζω ότι το κάνετε συνειδητά από αίσθημα ευθύνης.
Το κάνουμε αυτό κι εσείς κι εγώ, αλλά το πληρώσαμε ακριβά. Πάμε κόντρα στην κυρίαρχη ιδέα, υπηρετώντας το χρέος και το καθήκον μας. Σας ευχαριστώ για την συνέντευξη αυτή. Δεν τελειώσαμε όμως την θεματολογία μας. Πρέπει να τα ξαναπούμε…
Σας ευχαριστώ πολύ κι εγώ. Ευχαρίστως θα ξανάρθω γιατί αυτά που είπαμε, είναι μια πολύ μικρή εισαγωγή σε ένα πολύ μεγάλο και εξαιρετικά ενδιαφέρον ζήτημα.
“Αναγγελία” 785 – 25.1.2019