Συνέντευξη στην «Εβδομάδα» και τον Βασίλη Τραπέτσα

Ο Παντελής Φλωρόπουλος είναι ο εκδότης της εβδομαδιαίας «Αναγγελίας κι ένας απ’ τους κοινωνικά υγιείς ανθρώπους της πόλης μας. Για μένα είναι ένας απ’ τους δασκάλους μου σ’ αυτή την έντυπη «περιπέτειά μου». Του πρότεινα τη συνέντευξη. Νομίζω ότι λόγω συμπάθειας δεν μου αρνήθηκε. Μια συνέντευξη που δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο απ’ τις κουβέντες που κατά καιρούς κάνουμε οι δυο μας, και που τις κρατάω σφιχτά κρυμμένες στην καρδιά μου. Αυτή, απλά πήρε το δρόμο του τυπογραφείου…υτίσει με τον «Αραμπά», και τον ραδιοφωνικό και τον έντυπο. Εσύ νοιώθεις ταυτισμένος μ’ αυτό το πολιτιστικό κομμάτι του τόπου μας;

Παντελή, πολλοί σ’ έχουν ταυτίσει με τον «Αραμπά», και τον ραδιοφωνικό και τον έντυπο. Εσύ νοιώθεις ταυτισμένος μ’ αυτό το πολιτιστικό κομμάτι του τόπου μας;

Ταυτισμένος… είναι μια λέξη παράγωγη. Γιατί ο «Αραμπάς» είναι ένα δημιούργημα. Εκείνο το οποίο λέω σ’ αυτή την περίπτωση είναι ότι το δημιούργημα γίνεται δημιουργός. Θα ‘λεγα ότι είμαι ο δημιουργός του «Αραμπά» κι όχι ταυτόσημος του «Αραμπά» θα ‘λεγα ότι ο «Αραμπάς με δημιούργησε. Είναι ο δημιουργός μου, οπότε και πάλι δεν είμαι ταυτόσημος με τον «Αραμπά».

Η πορεία σου πότε ξεκινά;

Στις 7 Φλεβάρη του 1990, έκανα την πρώτη εκπομπή στον «9,37» και θεωρώ ότι αυτή η ημερομηνία είναι η αφετηρία.

Το ραδιόφωνο συνεπώς έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία σου…

Καταλυτικό! Χωρίς την αναγνώριση απ’ το ραδιόφωνο, δε νομίζω ότι σήμερα θα μιλούσαμε, τουλάχιστον γι’ αυτά τα θέματα.

Συνήθως, από τα έντυπα μέσα πάνε στα ηλεκτρονικά. Χωρίς κανένας να το καθορίζει ως αρχή…

Είμαι κι εγώ ένας εκπρόσωπος αυτής της δημοσιογραφικής γενιάς, όπως πάρα πολλοί άλλοι, που «γεννήθηκαν» στο ραδιόφωνο. Είναι μια αντιστροφή της κλασσικής συνταγής, για την ένταξη σ’ αυτόν τον επαγγελματικό χώρο της δημοσιογραφίας, αλλά με τη ραδιοφωνική άνοιξη που έγινε το ’89, συνέβη αυτή η αντιστροφή, που θα ‘λεγα μέτρησε ένα πολύ σημαντικό ρόλο στην άνθιση του τοπικού τύπου.

Ωραίες οι στιγμές στο ραδιόφωνο;

Οι πιο τρυφερές στιγμές που έχω περάσει. Περισσότερες κι από το έντυπο, παρότι θεωρώ ότι είμαι… «γραφιάς». Ότι είμαι… «εφημεριδάς». Μ’ αρέσει το έντυπο χαρτί, παρότι νοσταλγώ το ραδιόφωνο. Είμαι πιο προσηλωμένος στο τυπωμένο χαρτί. Ακόμα και τότε που ήμουν παιδί και δεν είχαμε την πολυτέλεια να ‘χουμε μπροστά μας πακτωλό εφημερίδων, έβλεπα σα μαθητής γυμνασίου το απόκομμα μιας εφημερίδας, το έπαιρνα και το διάβαζα. Το τυπωμένο χαρτί για μένα είναι ιερό πράγμα. Δε μ’ αρέσει να βλέπω πεταμένη εφημερίδα στο δρόμο, δε μ’ αρέσει να βλέπω τυπωμένο χαρτί πεταμένο στην πολυκατοικία, ακόμα κι αν είναι διαφημιστικό φυλλάδιο. Θεωρώ ότι είναι ιερό πράγμα είτε γιατί κουβαλάει μέσα του ένα επεξεργασμένο ξύλο απ’ το οποίο γίνεται το χαρτί ή γιατί κουβαλάει μια σκέψη αποτυπωμένη στο χαρτί. Είναι ιερή υπόθεση…

Ποιο είναι το κέρδος σου Παντελή, μετά από τόσα χρόνια στη δημοσιογραφία;

Το μόνο κέρδος είναι ότι είμαι σημείο αναφοράς μερικών χιλιάδων ανθρώπων που με τιμούν, διαβάζοντάς με. Το μόνο κέρδος είναι αυτό. Από οικονομικής πλευράς, είμαι ακριβώς ίδια όπως όταν ξεκίνησα.

Δεν αφορά το οικονομικό, Παντελή, το ερώτημα που σου έθεσα…

… Οπότε μπορώ να πω ως κέρδος αυτή την καταξίωση στη συνείδηση του κόσμου ως… «γραφιά». Δεν θέλω να πω τι «γραφιά». Ξέρεις, δεν ήθελα ποτέ να γίνω εκδότης, έγινα από ανάγκη. Έπρεπε να δώσω δουλειά στον εαυτό μου. Ακόμα και σήμερα δεν θέλω να είμαι εκδότης. Αλλά πιστεύω ότι ποτέ δεν έγινα και δημοσιογράφος. Παραμένω… γραφιάς!

Οπότε αν σου ζητούσα να μου δώσεις έναν τίτλο του εαυτού σου, της προσωπικότητάς σου, ποιος θα ήταν;

Γραφιάς!

Σε κάποια απ’ τις κουβέντες μας, μού ‘λεγες πως η δημοσιογραφία σου στέρησε τη συγγραφική σου δυνατότητα, που είναι απ’ τις πιο αξιόλογες. Γιατί την επέλεξες;

Διότι δεν έγινα αποδεκτός από το σύστημα αξιών που θα μου επέτρεπε να γίνω συγγραφέας.

Σύστημα αξιών; Τι εννοείς;

Αυτό το σύστημα που θέλει τον συγγραφέα των μπεστ – σέλερς, τον συγγραφέα που να γράφει ό,τι θέλει ο κόσμος. Εγώ αρνήθηκα να γράφω ό,τι θέλει ο κόσμος. Γράφω ό,τι έρχεται απ’ την επεξεργασία του δικού μου μυαλού. Του δικού μου πνεύματος. Στην επιμονή μου αυτή, ναι, βρήκα σήμερα τους ανθρώπους που ήθελα, το αναγνωστικό κοινό που ήθελα. Αλλά δεν μπορούσε αυτό να γίνει τότε. Μπορώ να αναφέρω ένα παράδειγμα: Όταν το 1980 έγραψα την «Πολιτεία των λουλουδιών», το πρώτο μου βιβλίο, με κάλεσε κάποιος ο οποίος έβλεπε τότε ν’ ανθίζει το παιδικό βιβλίο και μου ζήτησε, δελεάζοντάς με μ’ ένα φοβερό ποσό για ‘κεινη την εποχή, να γράψω μια σειρά βιβλίων που να έχουν όμως το λεγόμενο χάπι εντ. Αρνήθηκα να το κάνω αυτό, γιατί η «Πολιτεία των λουλουδιών» δεν έχει χάπι – εντ. Κατεδαφίζεται αυτή η πολιτεία στο τέλος, φεύγει δηλαδή η φαντασίωση, φεύγει η εξιδανίκευση και μένει η πραγματικότητα. Αυτό το πράγμα ήθελα εγώ πάντα, ακόμα και στο παιδικό βιβλίο, ακόμα και στη δημοσιογραφία που άσκησα, αυτό έκανα. Και σ’ όλα μου τα κείμενα αυτή είναι η λογική μου. Όταν γράφω, δεν γράφω για να υποκαταστήσω τη νοημοσύνη του αναγνώστη. Γράφω μόνο για να την ερεθίσω. Δίνοντάς του την ευκαιρία να κάνει αυτός το δικό του άρθρο, χωρίς όμως να προδίδω εκείνο το οποίο σαν σκέψη και σαν όραμα με απασχολεί.

Η «Αναγγελία» είναι στο επίπεδο που την είχες οραματιστεί;

Όχι δεν είναι. Είναι ό,τι μπορεί να είναι… είναι ό,τι μπορεί να γίνει… Μέσα στις συνθήκες που διαμορφώνονται στον περιβάλλοντα χώρο. Μια εφημερίδα, όχι μόνο η δική μου, αλλά και οι άλλες που κυκλοφορούν, δεν είναι εκείνο που μπορούν να είναι. Διότι, ένα έντυπο και δη μια εφημερίδα, είναι αντανάκλαση του κοινωνικού περίγυρου, του κοινωνικού περιβάλλοντος, και δε μπορεί να το υπερβεί σε κραυγαλέο βαθμό. Μπορεί να προχωράει μόνο ένα βήμα μπροστά από το μέσο όρο. Αυτό οφείλει να το κάνει. Να μην προχωράει μπροστά από το σύνολο, να μην καθοδηγεί, αλλά να είναι ένα βήμα μπροστά από κείνο που δεχόμαστε σαν κοινή λογική. Να μην έρχεται σε μετωπική ρήξη, αλλά σε απαλή και τρυφερή, σε στοργική ρήξη με το αναγνωστικό κοινό.

Δεν βλέπουμε σήμερα ν’ ασχολούνται πολλοί με το χρονογράφημα όπως εσύ σε εβδομαδιαία βάση. Γιατί;

Το χρονογράφημα είναι το αγαπημένο μου είδος. Κι αυτό, γιατί αποτελεί γέφυρα ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία. Έχω ένα αξίωμα που λέει, ότι, η δημοσιογραφία είναι η ανώτερη συγγραφική σήμερα. Το χρονογράφημα είναι ένα είδος που έχει εγκαταλειφθεί απ’ τις αθηναϊκές εφημερίδες κι απ’ όλες τις εφημερίδες της Ελλάδος πια, αν και παλιότερα όλες οι εφημερίδες ξεκινούσαν απ’ αυτό. Είναι όμως το είδος εκείνο που συμπυκνώνει τους κώδικες όλων των ειδών του γραπτού λόγου. Κανείς δεν μπορεί να γράψει χρονογράφημα αν δεν κατέχει τον ποιητικό κώδικα, τον κώδικα του διηγήματος, τον κώδικα του μυθιστορήματος, τον κώδικα του παραμυθιού, τον κώδικα της κλασσικής δημοσιογραφίας, τον κώδικα του λαϊκού πολιτισμού, κι όλα αυτά πρέπει να αποτελούν εφόδια για τον χρονογράφο. Χωρίς αυτά τα εφόδια, δεν μπορεί κανείς να γράψει χρονογράφημα.

Τοπικός τύπος. Είναι αρκετή η συμβολή του στην τοπική μας κοινωνία ή χρειάζεται μεγαλύτερη προσπάθεια;

Είναι πάρα πολύ μεγάλη η συμβολή του και δεν έχει ποτέ αναγνωριστεί. Παρά τα μεγάλα προβλήματα που έχει, παρά τις μεγάλες ανεπάρκειες που έχει, τη διαμάχη που καλλιεργούν οι πολιτικοί στα «εντόσθιά» του, παρ’ όλα αυτά ο τοπικός τύπος έχει συμβάλλει αποφασιστικά στη διαμόρφωση ενός κοινωνικού περιβάλλοντος και συμβάλλει αποφασιστικά στην εξέλιξη αυτής της πόλης. Χωρίς κανένα κίνητρο. Αντιθέτως θα έλεγα, ότι ο τοπικός τύπος παλεύει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά ένα σύστημα αντι-κινήτρων!

Το σύνθημα «Αγρίνιο, πρωτεύουσα πόλη» το αφήσαμε να πάει στη γείτονα Πάτρα, ως προεκλογικό σύνθημα του καινούριου δημάρχου της, γράφεις στο προηγούμενο τεύχος. Τι σε πικραίνει γενικότερα στην εξέλιξη αυτής της πόλης;

Αυτή η κλοπή που συνέβη απ’ τον νέο δήμαρχο της Πάτρας, συμβολίζει την κλοπή ή την γη πολλών πραγμάτων που γεννιούνται σ’ αυτή την πόλη. Πολλών πραγμάτων, σε πολλούς χώρους, σε πολλούς τομείς. Χάνουμε τις έννοιές μας, εκείνο που γεννάμε, εκείνο που παράγουμε, αν δεν τα διώξουμε οι ίδιοι. Γιατί πολλές φορές τα διώχνουμε συνειδητά οι ίδιοι. Δεν έχουμε ακόμα αντιληφθεί αυτό που παράγουμε, δεν το έχουμε εκτιμήσει, μας λείπει η αυτοεκτίμηση, ο αυτοσεβασμός, ως κοινωνία εννοώ. Δεν ξέρουμε ότι έχουμε δυνάμεις. Κι είμαστε περήφανοι άνθρωποι. Με τεράστιες δυνάμεις. Είναι η περίφημη ρουμελιώτικη λεβεντιά για την οποία θα μιλούσα. Ε, δεν την εκτιμούμε αυτή τη λεβεντιά σήμερα. Κι έτσι μας έλεγαν δυνατά μυαλά, δυνατά πνεύματα και απορώ με μερικά μυαλά και πνεύματα που επιμένουν να ζουν εδώ. Γιατί έχουμε πολλές τέτοιες ανθρώπινες μονάδες μέσα σ’ αυτή την πόλη, οι οποίες καταθέτουν την τρυφερότητά τους και την φαντασία τους, μ’ έναν τρόπο που δεν τον βλέπει κανείς. Το ξέρουν μόνο οι ίδιοι τις νύχτες που ξαγρυπνούν…

Έχουμε μάθει ως πολίτες αυτής της πόλης να διεκδικούμε;

Διεκδικούμε λάθος πράγματα, κατά τη γνώμη μου. Δεν διεκδικούμε την ταυτότητά μας, τις αξίες μας, φέρνουμε νέες αξίες. Και τις μιμούμαστε. Τις δικές μας αξίες αργούμε να τις καταλάβουμε. Υπάρχει ένα καλό όμως σ’ αυτό, με την έννοια ότι, μπορεί να βγάλουμε την πίστη – για να χρησιμοποιήσω μια λαϊκή έκφραση – σε κάποιον ο οποίος έχει να μας δώσει κάτι, αλλά στο τέλος όταν τον κάνουμε σύντροφό μας, τον κάνουμε ανεξίτηλα. Μόνο που θα πρέπει αυτός να έχει την τεράστια εκείνη αντοχή, που σπανίζει στις μέρες μας, να περιμένει για την δικαίωση η οποία πολλές φορές δεν έρχεται εν ζωή.

Σε πικραίνουν και οι λεγόμενοι «πνευματικοί» άνθρωποι της πόλης μας, διάβασα κάπου. Καταρχάς πες μου ποιόν θεωρείς πνευματικό άνθρωπο και μετά το γιατί σε πικραίνουν οι άλλοι «πνευματικοί»…

Πνευματικό άνθρωπο εγώ θεωρώ εκείνον που γεφυρώνει τη μοναχικότητά του με τον κοσμοπολιτισμό του. Που δεν αποδρά, που δεν διαφεύγει. Που δεν φοβάται να εκτεθεί, που δεν φοβάται να μπει μέσα στο πλήθος και να γλεντήσει μαζί του, και να πονέσει μαζί του, να λασπωθεί μαζί του. Αυτόν θεωρώ πνευματικό άνθρωπο, που έχει την τόλμη και τη γενναιότητα να χάσει τη δική του αγιότητα και να ανακατευτεί με το βούρκο, με το λούμπεν στοιχείο και να γίνει ένας κόμπος από αυτό. Δεν εκτιμώ τον λεγόμενο πνευματικό κόσμο, όχι μόνο της πόλης αλλά και γενικότερα, για το λόγο ότι επιφυλάσσει για τον εαυτό του το ρόλο ενός καθοδηγητή. Δεν θέλουμε καθοδηγητές. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να είναι καθοδηγητής. Ο καθένας έχει χρέος να αναμιγνύεται με τον κόσμο, να μιλάει για το πρακτικό πρόβλημα. Αυτός είναι ο λόγος που ασχολούμαι με το ποδόσφαιρο. Ενώ δεν ξέρω από ποδόσφαιρο και δεν είμαι οπαδός καμιάς ομάδας. Δεν είμαι άνθρωπος που γνωρίζει το άθλημα. Ασχολούμαι όμως με το ποδόσφαιρο γιατί το αγαπά ο πολύς ο κόσμος. και ξέρω γιατί το αγαπά. Διότι το ποδόσφαιρο συμβολίζει τη δική του ζωή: το φάουλ που του γίνεται, το πέναλτι που του γίνεται, η ντρίπλα που του γίνεται, το γκολ του «τρώει»…

… το πέναλτι που δεν του δίνεται…

Το πέναλτι που δεν του δίνεται… Όταν βλέπω ποδόσφαιρο, βλέπω μόνο αυτά. Δεν βλέπω τις προσπάθειες των παιχτών. Μ’ αρέσει όμως ο συμβολισμός. Και μέσα σ’ αυτόν τον συμβολισμό θέλω να είμαι, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο αισθάνομαι ένα μόριο αυτό του λαού που πάσχει, αυτού του λαού που πονάει, ελπίζει, ονειρεύεται και οραματίζεται τον Παναιτωλικό στην Α Εθνική. Οραματίζεται δηλαδή κάτι άλλο απ’ αυτό το οποίο είναι. Θέλει να ανέβει. Αυτό για μένα είναι πνευματικό στοιχείο και δεν έχω κανένα πρόβλημα ν’ ακούσω τη βρισιά, την Αριστoφανική βρισιά, δεν έχω απέναντί της τη λόγια εκείνη συμπεριφορά όπου θα με διαχωρίσει εμένα τάχα μου τον πνευματικό άνθρωπο, από τον απλό εργαζόμενο που πάει στο γήπεδο για να εκτονωθεί, για να φωνάξει επειδή δεν μπορεί να φωνάξει τη γυναίκα του που τον δέρνει…

Θεωρείς ότι ένας δημιουργός θα πρέπει να τιμάται μετά θάνατον κι όχι εν ζωή. Για ποιον ή για ποιους λόγους;

Να κάνω μια διευκρίνιση σ’ αυτό. Θεωρώ ότι η κοινωνία, ιστορικά και μέσα από τους αιώνες, έχει βρει μια ασφαλιστική δικλείδα για να μην πέσει θύμα όλων αυτών που αναγορεύονται σε αξίες και σύμβολα. Το να αναγνωριστεί ένας πνευματικός άνθρωπος μετά θάνατον, είναι ασφαλιστική δικλείδα της κοινωνίας που την προστατεύει από το να γίνει θύμα ενός λαϊκιστή ή ενός «πνευματικού απατεώνα». Ο χρόνος, ο οποίος δημιουργεί μια απόσταση απ’ τα πράγματα κι από τα πρόσωπα, πραγματικά είναι αυτός που δημιουργεί τις αξίες που χρειάζεται η κοινωνία για να συνεχίσει να ζει. Άρα, ο αληθινός πνευματικός άνθρωπος δεν έχει καμία διεκδίκηση να αναγνωριστεί εν ζωή. Δεν πρέπει να έχει καμία διεκδίκηση! Η παρακαταθήκη του δεν αφορά την τωρινή γενιά. Αφορά τις επόμενες γενιές. Γι’ αυτό κι έχω σημειώσει κάπου ότι δεν γράφω για τον τωρινό αναγνώστη. Γράφω για τον μελλοντικό αναγνώστη. Αν αυτό σημαίνει κάτι και μπορεί να συνδυαστεί με το προηγούμενο…

Αν τύχει και αναγνωριστεί εν ζωή ένα έργο ενός δημιουργού, αυτό είναι πραγματικά μια μεγάλη τιμή και ευτυχία, έτσι;

Ναι. Αυτό θα σημαίνει ότι ξεπεράστηκαν κάποια όρια, όμως ότι ξεπεράστηκαν αυθεντικά, δηλαδή έλαμψε από μόνο του χωρίς την παρενέργεια άλλων παραγόντων. Τότε ναι, είναι αποδεκτό αυτό.

Με πρωτοβουλία των ιδιοκτητών του 9,37 και κυρίως του κ. Πάνου Καλτσά, το βιβλίο σου «Το ταξίδι» μεταδίδει ραδιοφωνικά τα βράδια της Τετάρτης. Πως αισθάνεσαι Παντελή γι’ αυτή την πρωτοβουλία;

Ο Πάνος με την πρωτοβουλία του με τίμησε και μάλιστα μου ζήτησε να απαγγείλω τα ποιητικά μέρη του βιβλίου. Το έκανα γιατί έχω αυτό το δέσιμο με τον 9,37 και με έπεισε με αυτή τη φράση: «Να ακουστεί πάλι η φωνή σου απ’ τον 9,37». Γι’ αυτό το έκανα και μόνο. Ο 9,37 θα είναι ένα μεγάλο μέγεθος πάντα για μένα, γιατί εκεί «γεννήθηκα» αν θέλεις ως γραφιάς αποδεκτός από τον κόσμο, γιατί πρέπει να πω ότι το γράψιμο το έκανα από μαθητής δημοτικού σχολείου. Έχω δηλαδή μια θητεία γραφής πολλών δεκαετιών, τεσσάρων τον αριθμό.

Λίγο πριν μου είπες ότι γράφεις για τους μελλοντικούς αναγνώστες. Γράφεις όμως για σημερινά πράγματα, για σημερινές καταστάσεις…

Ναι, αλλά τα γράφω με τρόπο που να έχουν ισχύ για το μέλλον. Δε νομίζω ότι έχει ισχύ για το μέλλον κάτι που δεν εμπεριέχει την τοποθέτησή του μέσα στον χώρο και τον χρόνο. Αλλιώς είναι ένα σάντουιτς που το τρως σ’ ένα φαστ – φουντ. Διασκεδάζεις την πείνα σου για λίγη ώρα. Δεν έχει καμιά αξία αυτό. Μόνο μια διατροφική αξία και τίποτα περισσότερο.

Τελικά που ανήκεις; Τι είσαι;

Είμαι αυτό που πιστεύουν οι άλλοι. (γέλια). Και οι άλλοι αρνούνται να με καταχωρήσουν κάπου. Η Νέα Δημοκρατία με λέει Πασοκτζή, το ΠΑΣΟΚ με λέει αντιπολίτευσή του, το ΚΚΕ με λέει προδότη, ο Συνασπισμός με λέει πουλημένο στο διπολισμό, οι λογοτέχνες με λένε δημοσιογράφο, οι δημοσιογράφοι με λένε λογοτέχνη, οι θρησκευόμενοι με λένε άθεο, οι άθεοι με λένε μεταφυσικό, κ.ο.κ. Διασκεδάζω βέβαια μ’ όλα αυτά. Κανείς δε με θέλει για το σινάφι του.

Γιατί;

Εγώ φταίω γι’ αυτό. Το «φταίω» το λέω διασκεδαστικά. Στη ζωή μου βρήκα τρόπους επιβίωσης που δε θα μου στερούσαν τη δυνατότητα να κρατήσω τη φρεσκάδα μου. Αυτό μ’ έκανε πολύτροπο και πολυμήχανο. Έτσι οι δρόμοι που πάτησα ήταν έξω απ’ τους συμβατικούς δρόμους, κι όντας πολύτροπος και πολυμήχανος δεν μπορώ να καταταχτώ κάπου. Δεν μπορεί μα με κατατάξει κανείς, με ευκολία τουλάχιστον, κάπου. Έμαθα την τέχνη να κρατάω το πνεύμα μου χωρίς να το προδίδω την ίδια στιγμή που συναλλάσσομαι με την αγορά, τους ανθρώπους κι ότι αποτελεί κανόνα ζωής. Αν τώρα απαντούσα στην ερώτησή του Βασίλη, τι είμαι, θα έλεγα ότι είμαι ένας άνθρωπος που έχει μέσα του ένα ολοζώντανο παιδί. Που ερωτεύεται, που πονάει, που χαίρεται, που λυπάται, που γλεντάει… Θα έλεγα ότι είναι ο τύπος του κλασσικού Έλληνα που είναι ταυτόχρονο πολύ σκληρός και πολύ τρυφερός. Γι’ αυτό λέω ότι είμαι σαν το νερό. Αν ξέρεις να κολυμπάς, δροσίζεσαι. Αν δεν ξέρεις να κολυμπάς, πνίγεσαι…

Μιας κι ήρθαμε και στα νερά, πες μου και για τη Μυρτιά. Θα ‘ναι το παντοτινό σου καταφύγιο;

Είναι η αρχή και το τέλος του κύκλου μου. Όσες φορές στη ζωή βρέθηκα στριμωγμένος και στεναχωρημένος, κατέφυγα εκεί. Και συνεχίζω να το κάνω. Δεν υπάρχει κανένας άλλος τόπος στον κόσμο που να μου προσφέρει ευτυχία. Σ’ ότι αφορά τη γεωγραφική διάσταση της ζωής… Σ’ ότι αφορά τα υπόλοιπα πράγματα της ζωής, ολόκληρη η γη για μένα είναι ο τόπος μου. Η Μυρτιά είναι η γη μου.

Σκέφτεσαι τη στιγμή που θα αποσυρθείς απ’ τα της εφημερίδας;

Κάθε πρωί ξυπνάω με το όραμα ν’ αποχωρίσω απ’ αυτό που κάνω τώρα. Αλλά σκέφτομαι ότι οι αλήθειες της ζωής έρχονται και σε συναντούν σ’ εκείνο που είσαι υποχρεωμένος να κάνεις. Δεν είναι ανάγκη να φύγεις απ’ αυτά που κάνεις για να σε συναντήσουν οι αλήθειες. Εκείνο για το οποίο λυπάμαι είναι που δεν μπορώ να διαθέσω περισσότερο χρόνο σε αγαπημένους φίλους, σε αγαπημένα πρόσωπα ή σε Πράγματα τα οποία αποτελούν για μένα σημαντικές αξίες της ζωής, όπως το διάβασμα ενός καλού βιβλίου που τελευταία δεν έχω το χρόνο να διαβάσω. Γιατί δεν έχω και τις αντοχές πλέον να στερηθώ τον ελάχιστο ύπνο που μου αναλογεί όπως έκανα παλιότερα.

Καινούργια πράγματα όσον αφορά τα βιβλία ή την «Αναγγελία», να περιμένουμε;

Η «Αναγγελία» είναι συνεχώς ένα αναπτυσσόμενο έντυπο. Δεν θα σταματήσει ποτέ να εξελίσσεται. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι η μία έκδοση θα είναι ίδια με την προηγούμενη, όπως και μέσα στους χώρους μου κατά καιρούς αλλάζω τη θέση των γραφείων, των πραγμάτων, των βιβλίων… Το ίδιο περιβάλλον θέλω να το βλέπω διαφορετικό. Συνεχώς! Γι’ αυτό κάποιοι στην αρχή, μέχρι να με καταλάβουν, το χαρακτήρισαν ως αστάθεια. Κατάλαβαν αργότερα ότι ήταν η σταθερότητα της αστάθειας. Τώρα νομίζω ότι το ‘χουν εμπεδώσει αυτό.

Παντελή, σ’ ευχαριστώ πολύ!

Κι εγώ Βασίλη σ’ ευχαριστώ.

Scroll to Top