Ένα παραμύθι από το “Παραμυθόπλοιο”
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και είχε δύο γιους. Ο μεγαλύτερος θα γινόταν βασιλιάς στη θέση του βασιλιά, ο μικρότερος πρίγκιπας.
Ο βασιλιάς και η βασίλισσα έκαμαν ό,τι καλύτερο μπορούσαν για να μορφωθούν τα δύο βασιλόπουλα, ν’ αποχτήσουν όλες τις γνώσεις του κόσμου. Κάλεσαν τους καλύτερους δασκάλους του βασιλείου. Ένας δάσκαλος έμπαινε στο παλάτι, ένας δάσκαλος έβγαινε.
Όλα τα έμαθαν. Όσα έλεγαν τα βιβλία και όσα δεν έλεγαν. Έμαθαν να ντύνονται ωραία και να χορεύουν, έμαθαν να παίζουν μουσική και να τραγουδούν, έμαθαν να μιλάνε ξένες γλώσσες, άσε που έγιναν οι σπουδαιότεροι αθλητές του βασιλείου.
Έτσι όμορφοι που ήταν και οι δύο, άλλοι έλεγαν ότι μοιάζουν με θεούς και άλλοι με αγγέλους, άσε που οι ομορφότερες αρχοντοπούλες ονειρεύονταν έναν χορό μαζί τους, έστω έναν, με το ένα ή το άλλο βασιλόπουλο, δεν είχαν προτίμηση.
Ωραία περνούσαν τα χρόνια…
Ο μεγάλος γιος που θα γινόταν βασιλιάς, αγάπησε τα βιβλία. Ο μικρός γιος που θα γινόταν πρίγκιπας, αγάπησε τα σπορ και τα γλέντια.
Μια μέρα, εκεί που έτρωγαν στο βασιλικό τραπέζι, λέει ο μεγάλος που θα γινόταν βασιλιάς:
“Εκεί που έψαχνα, βρήκα ένα παλιό βιβλίο σ’ ένα μπαούλο και γράφει πού να πάω για να βρω τ’ αθάνατο νερό”.
“Πού θα πας γιε μου;”, του είπε ο βασιλιάς, “εσύ εκπαιδεύεσαι για να γίνεις βασιλιάς”.
“Δε θέλω να γίνω βασιλιάς”, απάντησε το βασιλόπουλο.
Ο βασιλιάς και η βασίλισσα ταράχτηκαν.
“Εγώ θα πάω να βρω τ’ αθάνατο νερό”, έλεγε το βασιλόπουλο.
Ο βασιλιάς και η βασίλισσα ταράχτηκαν ακόμα πιο πολύ.
“Τι λες γιε μου;”, είπε η βασίλισσα. “Όποιος πίνει τ’ αθάνατο νερό, δε γυρίζει ποτέ”…
“Δε θέλω να γυρίσω ποτέ”, απάντησε το βασιλόπουλο.
Ο βασιλιάς και η βασίλισσα άρχισαν να τρέμουν από την ταραχή.
Τότε ο μικρός γιος που θα γινόταν πρίγκιπας, είπε:
“Ο αδερφός μου έχει δικαίωμα να ζήσει τ’ όνειρό του”, είπε.
Ήξεραν όλοι ότι, όποιος πίνει τ’ αθάνατο νερό, γίνεται αθάνατος. Άσε που δε γυρίζει ποτέ.
Τότε ο μεγάλος αδερφός είπε στο μικρό αδερφό:
“Εγώ θα πάω να βρω τ’ αθάνατο νερό. Δεν θα γίνω εγώ βασιλιάς, αλλά εσύ”.
Άλλο που δεν ήθελε ο μικρός.
Έκλαιγε η βασίλισσα, έπεσε στα γόνατα και παρακαλούσε το γιο της να μη φύγει.
“Θα φύγω”, είπε αυτός. Και σηκώθηκε απ’ το τραπέζι.
Την άλλη μέρα, πρωί, κίνησε το βασιλόπουλο για να βρει τ’ αθάνατο νερό. Βγήκαν όλοι στην αυλή του παλατιού να τον αποχαιρετήσουν.
“Κι αν δεν το βρεις;”, ρώτησε ο βασιλιάς.
“Όταν ξεκινάς για να βρει τ’ αθάνατο νερό, είναι σα να το βρήκες ήδη”, απάντησε το βασιλόπουλο.
Τ’ άλογό του χλιμίντρισε.
“Κι αν δεν το βρεις, θα γυρίσεις;”, ρώτησε η βασίλισσα.
“Όταν ξεκινάς για να βρεις τ’ αθάνατο νερό, μπορεί να φτάσεις μέχρι την άκρη της γης ψάχνοντας και να μην το βρεις, αλλά στο σπίτι σου δε γυρίζεις ποτέ, ούτε στη μάνα σου, δεν είσαι πια ίδιος”, απάντησε το βασιλόπουλο.
Τ’ άλογό του χλιμίντρισε πάλι. “Πάμε αφεντικό”, έλεγε.
Τα πράγματα ήταν σοβαρά!
Είτε έβρισκε, είτε δεν έβρισκε τ’ αθάνατο νερό, το βασιλόπουλο δεν θα γύριζε ποτέ. Ούτε και τ’ άλογό του.
Λίγες μέρες μετά ο βασιλιάς πέθανε απ’ τον καημό του. Κι έγινε βασιλιάς το μικρό βασιλόπουλο.
Το μεγάλο βασιλόπουλο είχε πάρει το μονοπάτι για τα βουνά.
Το βιβλίο έλεγε ότι τ’ αθάνατο νερό έβγαινε σε μια βρυσούλα μέσα σε μια σπηλιά του μεγάλου βουνού. Κι έβγαζε μία σταγόνα το χρόνο, κανείς δεν ήξερε πότε ακριβώς, ποιο μήνα, ποια μέρα, ούτε το βιβλίο. Έλεγε μόνο πως, αν χάσεις τη σταγόνα της βρυσούλας, έπρεπε να περιμένεις πολύν καιρό να ξαναβγάλει. Γι’ αυτό και όσοι το κατάφεραν, είναι λίγοι στον κόσμο.
Καθώς πήγαινε το βασιλόπουλο καβάλα στ’ άλογο, άνοιγε το παλιό βιβλίο, διάβαζε και ξαναδιάβαζε τις σελίδες και τις λέξεις, να καταλάβει καλά τα λόγια των αρχαίων σοφών για να μη χάσει το δρόμο του, το μονοπάτι που θα τον πήγαινε στ’ αθάνατο νερό.
Μα κάθε φορά που διάβαζε τα ίδια λόγια, καταλάβαινε άλλα.
“Πώς γίνεται αυτό;”,σκέφτηκε φωναχτά. “Να διαβάζω τα ίδια λόγια και να καταλαβαίνω άλλα τη μία φορά και άλλα την άλλη;”…
Τ’ άλογό του χλιμίντρισε.
“Εγώ δεν ξέρω τίποτε, αφεντικό”, είπε.
“Ναι, αλλά εγώ πρέπει να ρωτήσω κάποιον για να μου πει”, είπε το βασιλόπουλο.
“Άσε με να πάω όπου θέλω κι εγώ θα βρω κάποιον που θα μπορεί να σου πει”, απάντησε το άλογο.
Τότε το βασιλόπουλο άφησε το άλογο να πάει όπου θέλει. Αυτός καβαλάρης.
Στην αρχή το άλογο κάλπαζε πέρα – δώθε, μετά πάνω – κάτω, σαν μην ήξερε πού πατά και πού πηγαίνει. Όταν κουράστηκε από τα άσκοπα τρεχαλητά, στάθηκε ακίνητο και σκεφτόταν.
“Τι σκέφτεσαι;”, είπε το βασιλόπουλο.
“Σσσσσσσς”, είπε το άλογο.
Πέρασε ώρα.
“Τι σκέφτεσαι;”, είπε πάλι το βασιλόπουλο.
Το άλογο δεν έκαμε ούτε “σσσσσσσς”… Μόνο σκεφτόταν.
Πέρασε κι άλλη ώρα. Μόνο τα πουλιά λαλούσαν. Αλλά τα πουλιά δεν ενοχλούσαν την σκέψη του αλόγου.
Κι εκεί που ετοιμαζόταν να ξαναρωτήσει “τι σκέφτεσαι;”, το άλογο άρχισε να βαδίζει προς ένα μέρος. Έφτασαν σ’ ένα καλύβι. Ένας γέρος έκοβε ξύλα στην αυλή.
“Πάτε αντίθετα” τους είπε. “Από κει”.
Τους έδειξε το μονοπάτι προς το βουνό και συνέχισε να κόβει ξύλα.
Γύρισαν. Βγήκαν στο ανηφορικό μονοπάτι κι όσο πήγαιναν, το μονοπάτι στένευε.
Ανέβαιναν, ανέβαιναν…
“Κατέβα αφεντικό”, είπε το άλογο.
Το βασιλόπουλο κατέβηκε. Συνέχισε με τα πόδια. Το βασιλόπουλο μπροστά, το άλογο πίσω. Μα όσο πήγαιναν, το μονοπάτι στένευε κι άλλο. Βράχος επάνω, γκρεμός κάτω.
Πήγαιναν, πήγαιναν…
“Δε μπορώ άλλο”, είπε το άλογο. Και γύρισε πίσω.
Το βασιλόπουλο συνέχισε μόνο του. Πήγαινε, πήγαινε, μα όσο πήγαινε, το μονοπάτι χανόταν, για να συνεχίσει έπρεπε να κρέμεται από τις μύτες των βράχων.
“Μακάρι νά ‘μουν πουλί να πετάξω”, είπε.
Κάποια στιγμή κοίταξε και είδε πάνω βράχο, κάτω γκρεμό, ζαλίστηκε. Μετά έκλεισε τα μάτια.
“Πού πάω;”, αναρωτήθηκε.
Σα να του μίλησε η γη, σα να του είπε ο βράχος: “Έφτασες”.
Άνοιξε τα μάτια του και είδε κοντά του μια σπηλιά. Ήταν η σπηλιά με τ’ αθάνατο νερό.
Μπήκε μέσα. Και τι να δει! Σωρός οι σκελετοί από παλικάρια που είχαν έρθει εδώ και περίμεναν να στάξει η βρυσούλα τ’ αθάνατο νερό μια φορά το χρόνο.
“Εγώ δεν θα πεθάνω” είπε το βασιλόπουλο.
Άνοιξε το σακούλι του κι έβγαλε 365 αμύγδαλα, ένα παγούρι κι ένα πιάτο. Έβαλε στη βρυσούλα το πιάτο. Άμα έπεφτε η σταγόνα, θα τη μάζευε για να την πιει.
Έφαγε έν’ αμύγδαλο, ήπιε μια γουλιά νερό κι έγειρε να κοιμηθεί.
Έτσι περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, έτσι περνούσε ο καιρός. Κάθε μέρα το βασιλόπουλο, κοίταγε το πιάτο αν έπεσε η σταγόνα τ’ αθάνατου νερού όσο κοιμόταν. Κι όσο το έβλεπε στεγνό, έτρωγε έν’ αμύγδαλο, έπινε μια γουλιά νερό…
“Αύριο πάλι”…
Περνούσαν οι μέρες, οι μήνες…
Κόντευαν να τελειώσουν τ’ αμύγδαλα στο σακούλι και οι γουλιές στο παγούρι του, όταν άκουσε στο πιάτο ένα “τακ”…
Ήταν η σταγόνα.
Πήρε το πιάτο στα χέρια του σαν δισκοπότηρο. Ήπιε.
Κι εκεί που περπατούσε η βασίλισσα στον κήπο της, είδε το παλάτι να λάμπει μέσα σ’ ένα φως, είδε τα ξερά δέντρα ν’ ανθίζουν. Άνθισαν μεμιάς όλα τα λουλούδια κι ας μην ήταν η εποχή τους. Κοίταξε κι έξω από τον κήπο, είδε πέρα την αλεπού ν’ αγκαλιάζεται με το κοκοράκι και να χορεύουν. Πήγε παραπέρα και είδε στρατιώτες να πετάνε τα όπλα τους.
Αυτά όμως δεν τα έβλεπε μόνο η βασίλισσα. Όλοι τα έβλεπαν.
Άλλοι έλεγαν – και ήταν πολλοί – ότι τρελάθηκε η φύση, άρα ήρθε το Τέλος του Κόσμου.
Άλλοι έλεγαν – και ήταν λίγοι – ότι μόλις σήμερα γεννήθηκε ο κόσμος απ’ την αρχή. Κανείς όμως δεν ήξερε ακόμα γιατί…