Στη δεκαετία του ’90, όταν σε οποιαδήποτε αδιέξοδη συζήτηση έλεγε κάποιος “άποψή σου – άποψή μου”, σταμάταγες την κουβέντα επί τόπου, σώπαινες, “πήγαινες πάσο”. Γιατί σεβόσουν την άποψη της άποψής του.
Κανείς δε φανταζόταν τότε ότι – αυτό το φαινομενικώς αθώο μοτίβο – θα εξελισσόταν σε μαζικό φαινόμενο τριάντα χρόνια μετά.
Σήμερα, όταν κάποιος λέει “άποψή σου – άποψή μου”, δεν εννοεί σεβασμό στην αντίθετη άποψη, όπως θα ήταν λογικό. Εννοεί ότι θα μείνει αμετακίνητος σε ό,τι αυτός πιστεύει ως σωστό, ακόμα και αν εσύ του παραθέσεις ακλόνητα κι εμπεριστατωμένα επιχειρήματα για το αντίθετο.
“Ου με πείσεις καν με πείσης”, όπως είχε πει ο Αριστοφάνης.
Ο συνομιλητής όμως τώρα δεν αρκείται σ’ αυτό. Πάει πιο πέρα: Σε διαγράφει από τα κιτάπια του. Ακόμα κι αν είναι ο ίδιος που εκθείασε 99 θέσεις σου στο παρελθόν, φτάνει μία να του “τη σπάσει”, για να σε ρίξει στον Καιάδα ως ανάπηρο.
Είναι μια εκδήλωση ολοκληρωτισμού αυτό. Που σημαίνει ότι ο ολοκληρωτισμός δεν έχει να κάνει μόνο με την εξουσία εκεί πάνω, αλλά και με την ουσία εδώ κάτω.
Όμως, αν σε διαγράψει κάποιος απ’ τα κιτάπια του, είναι τραυματικό, αλλά δεν είναι δολοφονικό.
Δολοφονικό γίνεται, όταν αυτός που σε διαγράφει, μετατρέπεται σε εχθρό.
Χειρότερο κι απ’ αυτό είναι πάντως ότι εσύ παίρνεις ένα σκληρό μάθημα ζωής, ενίοτε δε, κατ’ επανάληψη, οπότε παύεις ν’ ανοίγεσαι στους ανθρώπους, κλείνεσαι, γίνεσαι στρείδι. Γιατί ξέρεις εκ των προτέρων, ότι στην πιο καλοπροαίρετη συζήτηση που θα κάνεις με κάποιον, θα έρθει μάλλον εκείνη η τρομοκρατική στιγμή που ο συνομιλητής θα πει: “Άποψή σου – άποψή μου”.
Και καταλαβαίνεις αμέσως ότι, πλέον, ο συνομιλητής δεν εννοεί σεβασμό στην αντίθετη άποψη. Εννοεί απόρριψη.
Αλλά η απόρριψή σου από τον συνομιλητή συνεπάγεται διαγραφή σου από τα κιτάπια του.
Τώρα… δεν ξέρεις πια τι θα είναι χειρότερο: Να χειραγωγείς τις σκέψεις και τις απόψεις σου για να μη φτάσει όπου νά ’ναι η στιγμή που θα χάσεις τον φίλο σου οριστικά ή να διεκδικήσεις το δικαίωμα στην άποψή σου;
Άντε και το κάνεις.
Τι θα συμβεί;
Αν σηκώσεις κεφάλι, “θα γίνετε από δεκαοκτώ χωριά”.
Πλέον, αυτό που συντηρεί τις συγγενικές και τις φιλικές σχέσεις, είναι “να κάνεις την πάπια”.
Αυτό που τις κατεδαφίζει, είναι να ορθώνεις ανάστημα.
Σ’ αυτή την περήφανη επιλογή, υποταγή κι ελευθερία είναι το δίπολο.
Η υποταγή όμως στην εξουσία ή τον εξουσιαζόμενο είναι ίδια με την υποταγή στο Θεό ή τον παπά, είναι – με άλλα λόγια – η νέα θρησκεία, η δε αμφισβήτησή της αποτελεί τη σύγχρονη αμαρτία.
Ο Έριχ Φρομ (1900 – 1980) είχε μιλήσει για τις ταυτοσημίες του χριστιανισμού και του κομμουνισμού, δεν ήξερε όμως (δεν ξέρω αν ήξερε) ότι τα δύο δόγματα θα συμμαχούσαν κάποτε ακόμα και στην λαϊκή εκδοχή τους.
Εναλλακτική λύση, όπως σημείωσα λίγο παραπάνω, είναι “να κάνεις την πάπια”.
Άντε και το κάνεις.
Τι θα συμβεί;
Θα συμβεί… αυτό που ήδη συνέβη: Κανείς δε μιλάει με κανέναν παρά μονάχα για θέματα χωρίς γωνίες, “στρογγυλά”, δηλαδή ανώδυνα θέματα που, ακόμα και αν προσπαθήσεις, δε γίνεται να μαλώσεις με τον πιο στρυφνό συνομιλητή.
Λοιπόν, ξέρεις πού φτάσαμε, πατριώτη;
Φτάσαμε στην ακύρωση του διαλόγου. Όχι μόνο μεταξύ δύο αδερφών ή δύο φίλων… Φτάσαμε στην ακύρωση του διαλόγου μεταξύ πολιτών.
Αλλά η Δημοκρατία που δεν βασίζεται στον διάλογο των πολιτών, γίνεται – δηλαδή έγινε ήδη – μια τυραννία.