Όσα δεν λέγονται για τους δημοσιογράφους και την δημοσιογραφία

Όταν υπερασπίζομαι την δημοσιογραφία, νιώθω σαν τον γλάρο Ιωνάθαν Λίβινγκστον του Ρίτσαρντ Μπαχ που πάει, ένας αυτός, κόντρα στο σμήνος.

Δεν ξέρω κιόλας αν η δημοσιογραφία χρειάζεται υπεράσπιση, και δη από μένα, τον δημοσιογραφίσκο μιας επαρχιακής πόλης. Αλλά “το επ’ εμοί” δε με αφήνει να ησυχάσω, αν δεν τοποθετήσω στον τοίχο απέναντι σαν πρόκα την επαγγελματική δουλειά τριάντα χρόνων.

Είναι όμως και τ’ άλλο που με κινεί:

“Εάν πενήντα εκατομμύρια άνθρωποι επαναλαμβάνουν μια ανοησία, εξακολουθεί να είναι ανοησία”, όπως έγραψε και ο μεγάλος Γάλλος συγγραφέας Ανατόλ Φρανς.

Αν, δημοσιογραφία είναι αυτό που “πενήντα εκατομμύρια άνθρωποι” λένε, ότι “τα παίρνει”, τότε σημαίνει ότι επί τριάντα χρόνια ήμουν ή πολύ βλάκας ή πολύ ανέντιμος. Άλλος χαρακτηρισμός δεν χωράει.

Βλάκας, γιατί δεν επωφελήθηκα από την διαπλοκή της δημοσιογραφίας με την πολιτική, αφού, ό,τι είχα τότε που μπήκα στην δημοσιογραφία, το τίποτα, το ίδιο έχω και τώρα, ένα ολοστρόγγυλο τίποτα. Όταν διαπιστώνεις λοιπόν ότι, όσα θυσίασες, ήταν σα να μην τα θυσίασες, όσα πάλεψες, ήταν σα να μην τα πάλεψες, ε, μένει η γεύση μιας πικραλίθρας στο στόμα…

Ανέντιμος, επειδή άσκησα ένα επάγγελμα που διαπλέκεται με την πολιτική, σε συνάφεια τουλάχιστο μ’ εκείνο το πολυφορεμένο για την γυναίκα του Καίσαρα. Αν όλος ο κόσμος πιστεύει ότι κάνεις την δουλειά του μαφιόζου, πώς είναι δυνατόν να διαχωρίσεις τον εαυτό σου απ’ αυτό;

Κι επειδή τόσο το ένα, όσο και το άλλο, δεν είναι για να… περηφανεύεται κανείς, έχω ψυχική ανάγκη (για χάρη των εγγονιών μου, όχι για τους τωρινούς) να διερευνήσω το θέμα και, όπως λέγαμε παλιά στ’ αμφιθέατρα – “να τοποθετηθώ”.

Πριν απ’ όλα, δε γίνεται να έχω δίκιο εγώ και να έχει άδικο όλος ο κόσμος γύρω μου, όλοι πλέον, ξεκινώντας από τους στενούς μου φίλους, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονται και κάποιοι – για ένα σωρό λόγους – αγαπημένοι.

Θα παραθέσω εδώ δύο αποσπάσματα από δημοσιευμένα κείμενα δύο λογίων φίλων μου που συνοψίζουν όχι μόνο την προσωπική τους άποψη αλλά και την πεποίθηση του πλήθους, ώστε να γίνει κατανοητό για ποιο πράμα ομιλώ:

Πρώτον:

“Ο φασισμός είναι τρυπωμένος στα τοπικά μέσα ενημέρωσης που σαπουνίζουν τ’ αρχίδια του κρατικού διαχειριστή, του παράγοντα, του βουλευτή, του δημάρχου, του ψωνισμένου πολιτευτή”.

Δεύτερον:

“Ο ΛΟΓΟΣ των ΜΜΕ και των ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ, είναι απολύτως ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΣ. Αυτό είναι ΝΟΜΟΣ (κοινωνιολογικός). Τα «έργα και ημέραι» τους, αποδεδειγμένα στο χρόνο. Αν τόσα χρόνια, δεν έχετε καταλάβει, τι ρόλο παίζουν τα ΜΜΕ, αν τόσα χρόνια, δεν έχετε αντιληφθεί την κοροϊδία των Πολιτικών (και τις τεχνικές της Εξουσίας) αν δεν έχετε πεισθεί ότι αυτά πάνε μαζί (ψέμα, προπαγάνδα, εξαπάτηση, χειραγώγηση) και εξακολουθείτε ακόμα να τους ακούτε, να τους πιστεύετε, να τους παπαγαλίζετε, να τους ακολουθείτε… τότε είστε λογι(στι)κά ευνουχισμένοι, νοητικά ανεπαρκείς (αυτό φαντάζομαι ότι το φαντάζεστε – αν δεν το κατανοείτε – ότι έτσι είναι) και κατά συνέπεια ψυχικά διαταραγμένοι. Δεν μπορείτε να κρίνετε. Κι από σας δεν δέχομαι καμία κριτική, πόσο μάλλον πειθαναγκασμό κι επιβολή”.

Αυτά.

Και, πράγματι, δεν έχει κανένα νόημα να υπερασπίσεις εαυτόν απέναντι σε όλο αυτό το σκατόπραμα που, πλέον, έχει πάρει τις διαστάσεις (νέας) θρησκείας του λαού.

Αλλά…

Είναι έτσι;

Είναι όντως όπως τα λένε ΟΛΟΙ για τους δημοσιογράφους;

Διότι, αν είν’ έτσι, όντως, τότε… και λίγα λένε!

Εν πρώτοις, θεωρώ χείριστο να μου λένε κατάμουτρα εκείνο το φριχτό “εξαιρούνται οι παρόντες”. Όλοι όσοι μίλησαν κατά της δημοσιογραφίας ενώπιόν μου, με εξαίρεσαν, με κατέκριναν κιόλας (γλυκά) γιατί, καθώς είπαν, κάνω τον δικηγόρο των ενόχων. Όταν όμως με εξαιρούν, πετάνε στα σκουπίδια μια ολόκληρη φιλοσοφία που υπηρέτησα με ανυπολόγιστο κόστος ζωής (όχι μόνο προσωπικό, αλλά και οικογενειακό κόστος, όχι μόνο ψυχικό, αλλά και οικονομικό κόστος) μια δημοσιογραφική φιλοσοφία, η οποία ΔΕΝ έχει μόνο εμένα οπαδό της, αλλά και πολλούς άλλους, έντιμους (και γι’ αυτό) αφανείς δημοσιογράφους. Οι οποίοι βέβαια ολοένα και λιγοστεύουν, αφού – μέσα σε τόση απαξία, μέσα σ’ έναν τόσο γενικευμένο αφορισμό – ΔΕΝ έχει κανένα νόημα να επιμένουν…

Την πετάνε (φιλικά) στα σκουπίδια, όχι γιατί δεν την τιμούν, αλλά γιατί δεν της επιτρέπουν να καταστεί παράδειγμα, ώστε να βρει μιμητές, να συνεχιστεί δηλαδή από άλλους, να ΜΗ χαθεί η Δημοκρατία που θεμελιώνεται σ’ αυτούς τους πυλώνες. Γιατί η Δημοκρατία είναι στο βάθος, δεν είμ’ εγώ, ούτε άλλος.

Το ζητούμενο δεν είναι ο δημοσιογράφος, αλλά η δημοσιογραφία, όχι το πρόσωπο, αλλά ο θεσμός.

Γι’ αυτήν την αναγκαία διάκριση μάχομαι. Γι’ αυτήν επιμένω.

Έχω γράψει αμέτρητα άρθρα πάνω σ’ αυτό το θέμα. Εδώ, θα συνοψίσω τα επιχειρήματά μου, ώστε ν’ αποδείξω ότι, όσα λένε για την δημοσιογραφία, είναι μια μαζική ψύχωση, στην οποία ενδίδουν ακόμα και σκεπτόμενοι, ακόμα κι αισθαντικοί άνθρωποι, τους οποίους για πολλά άλλα τους εκτιμώ και τους σέβομαι.

Η ομοιότητα του λόγου τους με τον λόγο μου έγκειται στο ότι – με την ίδια ένταση – καταχεριάζουμε τους σύγχρονους δημοσιογράφους, τόσο εκείνοι, όσο κι εγώ. Η διαφορά του λόγου τους όμως με τον λόγο μου έγκειται στο ότι – με την ίδια ένταση – εγώ διαχωρίζω την δημοσιογραφία από τους δημοσιογράφους, ενώ εκείνοι μιλούν σα να είναι ένα και το αυτό.

Τους προκαλώ λοιπόν να κάνουν το ίδιο με τον χριστιανισμό και τους παπάδες, οι οποίοι υπηρετούν τον χριστιανισμό.

Γιατί δεν το κάνουν;

Γιατί διαχωρίζουν την θρησκεία από τους παπάδες;

Καλά κάνουν δηλαδή και διαχωρίζουν την θρησκεία από τους παπάδες ή τους παπάδες από την θρησκεία, όμως πρέπει να κάνουν το ίδιο κι εδώ, να διαχωρίσουν τους δημοσιογράφους από την δημοσιογραφία. Έτσι πάει. Αυτό είναι το λογικό.

ΑΝ έκαναν αυτό το πολύ απλό πράμα, ο λαός (όχι εγώ) θα είχε μέγιστο κέρδος. Να μην αναλυθώ εδώ γιατί… “Τα ευκόλως εννοούμενα, παραλείπονται”.

Και μη μου γλιστρήσει κανείς λέγοντας ότι με τον ίδιο αντικειμενικό τρόπο μιλά τάχα για τους παπάδες και τη θρησκεία (όπως μιλά για τους δημοσιογράφους και την δημοσιογραφία) γιατί έχω ακόμα πολλά να παραθέσω:

Γιατί, ας πούμε, διαχωρίζουν την ιατρική από τους ιατρούς; Γιατί το “φακελάκι” των γιατρών ΔΕΝ έχει να κάνει με την ιατρική; Γιατί αντίστοιχα το “φακελάκι” των δημοσιογράφων έχει να κάνει με την δημοσιογραφία, το “φακελάκι” όμως των γιατρών ΔΕΝ έχει να κάνει με την ιατρική επιστήμη;

Η πιο λογική απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι μία και μόνη:

Η δημοσιογραφία (ως πυλώνας της Δημοκρατίας) από το 1974 ακόμα έγινε στρατηγικός στόχος των επιγόνων της Απριλιανής χούντας, οι οποίοι θέλουν να επανέλθουν στην εξουσία, όχι με στρατιωτικό, αλλ’ – αυτή τη φορά – με “λαϊκό” πραξικόπημα. Όπλο του (δεξιού, σημειωτέον) “λαϊκού πραξικοπήματος” είναι ο αφορισμός της δημοσιογραφίας. Γι’ αυτό έγινε όλο αυτό. Που σημαίνει ότι… όλοι αυτοί οι αριστεροί και οι λόγιοι κήνσορες, “ρίχνουν νερό στο μύλο” των χουντικών, χωρίς καν να πάρουν χαμπάρι τι κάνουν… Με την σκέψη και με την πράξη τους στρώνουν χαλί στον δράκοντα που, υποτίθεται, καταγγέλλουν. Αυτό συνέβη το 2011, στην Πλατεία Συντάγματος, εκεί ενσαρκώθηκε.

Αλλά και πάλι θα είχαν δίκιο να καταχεριάζουν την δημοσιογραφία και τους δημοσιογράφους αντάμα, εάν ήξεραν πέντε βασικά πράματα για το πώς ασκείται ή δεν ασκείται η δημοσιογραφία.

Δεν θα γράψω εδώ ΠΩΣ ασκείται η δημοσιογραφία. Δεν έχουν κανένα λόγο να μάθουν όλοι πώς ασκείται, γιατί ασκείται έτσι και γιατί δεν ασκείται αλλιώς. Αν πρέπει να μάθουν αυτό, πρέπει να μάθουν και πώς ασκείται η ιατρική. Αν πρέπει να μάθουν πώς ασκείται η δημοσιογραφία, πρέπει να μάθουν και πώς ασκείται η αστρονομία.

Για να βάλουμε τα πράματα στη θέση τους δηλαδή…

Θα πω όμως μερικά άλλα, πολύ απλά:

Ακόμα και την καλύτερη δημοσιογραφία του κόσμου να είχαμε στην Ελλάδα, αυτοί πάλι τα ίδια θα έλεγαν, πάλι τα ίδια θα έγραφαν. Γεγονός που θα έπρεπε να τους (ή μας) ειδοποιεί ότι εδώ, τώρα, μιλάμε για μαζική ιδεοληπτική νεύρωση.

Αν και είναι πρόθυμοι να φτύσουν την δημοσιογραφία, αν και “βγάζουν σπυράκια” μόλις ακούσουν τη λέξη “δημοσιογράφος”, δεν είναι κανείς πρόθυμος να συζητήσει για το πώς θεραπεύεται η – θλιβερή όντως – κατάσταση που επικρατεί στον δημοσιογραφικό χώρο. Γιατί θεραπεύεται. Κι όσοι ασχολούμαστε με την δημοσιογραφία, ξέρουμε πώς… Μπορώ να παραθέσω άρθρα που το αποδεικνύουν “με χαρτιά και ντοκουμέντα”. Γεγονός που θα έπρεπε να τους (ή μας) ειδοποιεί ότι εδώ, τώρα, μιλάμε για μαζική εμμονή, στην οποία οι κήνσορες έπεσαν θύματα. Μια μαζική εμμονή που ορθώνεται ως αποτρεπτικός φράχτης για να γίνει οτιδήποτε υγιές ή θετικό στον χώρο.

Για όλους τους παραπάνω λόγους (και για πολλούς άλλους ακόμα) πάω “κόντρα στο ρεύμα”. Και δεν δέχομαι από κανέναν κήνσορα την υποτίμηση ότι (ως ηλίθιος που είμαι) ανέλαβα αυτόκλητος υπερασπιστής των δημοσιογράφων…

Διότι: Απ’ όλους αυτούς των οποίων διάβασα εμβριθώς τα εμέσματα για τους δημοσιογράφους και την δημοσιογραφία, ποτέ δεν διάβασα έστω μια άρνηση για την αφόρητα εξαρτημένη κομματική δημοσιογραφία που ασκούν οι αριστερές εφημερίδες (όργανα των κομμάτων) και τα κομματικά ραδιόφωνα. Ποτέ δεν μπήκαν στο τραπέζι της κρίσης τους η “Αυγή”, το “Πριν”, ο “Ριζοσπάστης”. Μόνο οι δημοσιογράφοι των Ιδιωτικών Μέσων Ενημέρωσης είναι στο στόχαστρο… Δεν διάβασα ποτέ ούτε μια αράδα για τους χιλιάδες δημοσιογράφους της κρατικοδίαιτης ΕΡΤ, όπου όλοι εκεί (γενιές και γενιές) βρίσκουν δουλειά με βάση την κομματική τους ιδιότητα.

Αλήθεια, αυτό… το τόσο απλό, το τόσο εξόφθαλμο πράμα… δεν λέει τίποτα σε κανέναν;

Ποιος λοιπόν γλείφει “κατουρημένες ποδιές” που να με πάρει ο διάολος; Ποιος είναι αυτός που “τα παίρνει”;

Μήπως “φωνάζει ο κλέφτης για να φύγει ο νοικοκύρης”;

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top