Οι σοφοί δεν είπαν να είμαστε πάντα μειλίχιοι

Για να κατανοήσω (και τελικά ν’ απορρίψω) τον χριστιανισμό, έγινα χριστιανός. Για να κατανοήσω (και τελικά ν’ απορρίψω) τον κομμουνισμό, έγινα κομμουνιστής. Κι όσο ήμουν το ένα ή το άλλο, ακόμα κι όταν πήγα από το ένα άκρο στο άλλο, ήμουν ο καλύτερος χριστιανός, ο καλύτερος κομμουνιστής. Με τον ίδιο τρόπο που, όταν δούλεψα λαχανάς, ήμουν ο καλύτερος λαχανάς, όπως όταν έγραφα χρονογράφημα, ήμουν ο καλύτερος χρονογράφος.

Έτσι πάει.

Έμενε να κατανοήσω την λαϊκή τάξη που με γέννησε. Ήταν το δυσκολότερο εγχείρημα όλων. Γιατί δεν ήταν η μάνα μου που με γέννησε, αλλά η λαϊκή τάξη στην οποία κι αυτή κι ο πατέρας μου ανήκαν. Για να είμαι ακριβής, ανήκω σε μια από τις πιο φτωχές οικογένειες της αγροτικής τάξης. Όταν γεννήθηκα, οι γονείς μου ήταν άνεργοι, άμισθοι, ανασφάλιστοι, ακτήμονες, άστεγοι. Μόνο έναν τόπο είχαν δικό τους. Έναν τόπο που μοιράζονταν με όλους. Αυτόν τον τόπο λατρεύω σαν θεό, είναι το εικονοστάσι μου.

Αυτήν την κοινωνική τάξη που με γέννησε, ήθελα να κατανοήσω.

Ξεκίνησα την διαδικασία μ’ έναν όρκο στον εαυτό μου: Να ΜΗΝ ανέβω κοινωνικό σκαλοπάτι ποτέ, να μην ενταχθώ σε ανώτερη κοινωνική τάξη, να μη γίνω κάτι που δεν ανήκει στην κοινωνική μου τάξη, όχι μόνο σε ό,τι αφορά την πενία της, αλλά και σε ό,τι αφορά την κουλτούρα της.

Αυτό έκαμα στη ζωή μου. Αυτό έγινε.

Είναι όμως σα να μην έγινε. Είναι σα να μην το έκαμα. Οι άνθρωποι, ακόμα κι εκείνοι που με ξέρουν από τα γενοφάσκια μου, πολλώ δε μάλλον οι άλλοι, μου μιλούν σα να έκαμα κι εγώ όλα όσα έκαμαν ή κάνουν αυτοί.

Ό,τι έκαμαν ή κάνουν αυτοί, δεν τα κρίνω. Καλά ή κακά, δεν τα κρίνω. Μένω στη θέση ότι είναι “άλλα”, ότι είναι διαφορετικά από τα δικά μου, και, κατά συνέπεια, δεν κάνω αυτά που κάνουν οι συνάδελφοί μου στο επάγγελμα, ούτε κάνω αυτά που κάνουν οι συμπολίτες μου στον δημόσιο βίο.

Δεν κρίνω, ούτε κατακρίνω αυτά που έκαμαν και κάνουν οι άλλοι. Τα δέχομαι όλα πέραν του καλού και του κακού γιατί, το έμαθα, ο καθένας έχει τον δρόμο του, βαδίζει το μονοπάτι του, το καλό και το κακό είναι σχετικές έννοιες.

Το θέμα που έχω, είναι ότι με κρίνουν οι άλλοι για όσα έκαναν και κάνουν εκείνοι. Υπακούουν στην κοινή σκέψη ότι “αφού εγώ έκαμα έτσι, κι αυτός έτσι έκαμε”.

Να το κάνουν, εντάξει! Πάλι δε με πειράζει. Μη βγάζουν όμως ένοχο εμένα κι αθώο τον κωλάκη τους. Μη λένε ότι έκαμα εγώ, εκείνο που ΘΑ έκαναν οι ίδιοι. Σ’ αυτό έχουμε πρόβλημα. Έχω δηλαδή. Γιατί αυτό συνιστά επίθεση εχθρού.

Ο Έλληνας, τον οποίο σπούδασα, δεν επιτίθεται ποτέ, σε κανέναν, για τίποτε. Όμως… αμύνεται. Η Αθηνά ήταν θεά της Σοφίας, αλλά φορούσε περικεφαλαία πολεμιστή, κρατούσε δόρυ κι ασπίδα, δεν επιτέθηκε ποτέ σε κανέναν, όποιος όμως της επιτέθηκε, “τον πήρε ο διάολος και τον σήκωσε”. Γιατί η σοφία δεν είναι μουρόχαυλη, όπως νομίζουν οι λαπάδες. Είναι αντρίκιο πράμα. Αντρίκιο, τόσο για τον άντρα, όσο και για τη γυναίκα.

Με λίγα λόγια: Διαβάζω τι γράφουν, ακούω τι λένε γύρω μου οι συμπολίτες. Μελετώ τα θέματα, με τα οποία καταπιάνονται, αλλά και τ’ άλλα, που τους αφήνουν αδιάφορους. Μετά κοιτάω πώς κρίνουν ποιον, γιατί… Και, λέω, αποκλείεται αυτό να είναι ανθρώπινη σκέψη. Αυτό συνιστά σκέψη φιδιού.

Αλλά…πώς μπορεί να είναι λογικό αυτό; Πώς γίνεται να έχει σκέψη φιδιού ο άνθρωπος;

Έχω μια θεωρία, χωρίς να ισχυρίζομαι ότι είναι και η σωστή: Λέω, πως δύο τινά μάλλον συμβαίνουν: Ή ένα μεγάλο τμήμα της ανθρωπότητας είναι άψυχο αντίγραφο του ανθρώπου, πες κλώνοι, για να συνεννοούμαστε, ή, το πιθανότερο, η αντίληψη του φιδιού για τον κόσμο υπέταξε την αντίληψη του ανθρώπου για τον κόσμο και, με κάποιον τρόπο, έγινε κυρίαρχη ιδέα, για να μην πω εξουσία.

Όθεν, δεν τοποθετούμαι απέναντι στον άνθρωπο που έχει διαφορετική γνώμη από μένα. Τοποθετούμαι απέναντι στην φιλοσοφία του φιδιού που έγινε στην κοινωνία μας κυρίαρχη ιδέα, για να μην πω εξουσία.

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top