Οι έντεκα λέξεις

Με τον ποιητή Γιάννη Καραμητσόπουλο που, εύθραυστος ων, έφυγε νωρίς, κάναμε στενή παρέα εκείνα τα χρόνια του “αραμπά”. Ήταν ο μόνος εκείνη την εποχή που μου άρεσε να του διαβάζω ποιήματά μου, του άρεσε κι εκείνου να μου διαβάζει δικά του. Κανείς απ’ τους δυο μας δεν καιγόταν για να δημοσιεύσει τα ποιήματά του. Ήταν αρκετό να τ’ απαγγέλουμε ο ένας στον άλλο.

Μια μέρα του 1993 ήρθε, ως συνήθως, στο Γραφείο του “αραμπά” (ήταν η εποχή που χρησιμοποιούσα για Γραφείο το σπίτι) και μου είπε χαρούμενος ότι του ανέθεσαν από το καλό περιοδικό “Εμβόλιμον” (έβγαινε στ’ Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας) να κάνει μια ανθολογία Ανθολογία για τους Αιτωλοακαρνάνες ποιητές.

“Μπράβο, Γιάννη”, του είπα. “Έπρεπε να γίνει αυτό”.

“Δεν κατάλαβες”, μου λέει. “Θέλω και δικά σου ποιήματα”.

Όχι. Αυτό όχι. Του το απέκλεισα.

“Εγώ δεν δημοσιεύω ποιήματα, Γιάννη”, του είπα. “Βγάζω τρία χρόνια τον ‘αραμπά” και δεν δημοσίευσα ούτε ένα”.

“Δεν ξέρω τι μου λες”, απάντησε ο Γιάννης. “Εγώ θέλω να μου δώσεις μερικά ποιήματά σου να τα βάλω στην ανθολογία. Στον ‘αραμπά” μη δημοσιεύεις. Στο ‘Εμβόλιμον’ όμως θα δημοσιεύσεις”.

Με το λέγε – λέγε ο Γιάννης μ’ έπεισε να του δώσω κάποια παλιά ποιήματα, εφηβικά θα έλεγα. Πήρα μερικά απ’ το σωρό και του τα έδωσα.

Το είχα ξεχάσει ολότελα μέχρι τη μέρα που ο Γιάννης μου έφερε ένα τεύχος του περιοδικού, με αφιέρωμα στους Αιτωλοακαρνάνες ποιητές.

Ο Γιάννης έψαξε και βρήκε την δική μου σελίδα και μου έδειξε.

Είδα.

Και διάβασα τα δικά μου ποιήματα που δημοσιεύτηκαν στο “Εμβόλιμον”.

Κι ήταν σα να μην ήταν δικά μου. Σα να ήταν ξένα.

Ένα από αυτά – δεν θυμάμαι ποιο – το είχαμε απαγγείλει πολλές φορές στο Γιάννη. Έτσι όμως όπως το διάβαζα τυπωμένο στο χαρτί, κατάλαβα πρώτη φορά στους στίχους.

Εγώ το είχα γράψει, εγώ το είχα απαγγείλει τόσες φορές (όχι μόνο στο Γιάννη) αλλά… πρώτη φορά καταλάβαινα για τι πράμα μιλούσα, για ποια κατάσταση έγραφα τότε που ήμουν έφηβος ακόμα!

Το είπα στο Γιάννη συγκινημένος κι ο Γιάννης συγκινήθηκε επίσης και ήταν τη μέρα εκείνη η πιο ωραία απ’ όλες τις ποιητικές συναντήσεις που είχαμε κάνει ως τότε.

Και πάλι όμως δεν είχα συνδέσει αυτή την στιγμή με τα “Γράμματα σ’ έναν νέο ποιητή” του Ράινερ Μαρία Ρίλκε (1904) που θα διάβαζα μερικά χρόνια αργότερα, με την ανατολή του νέου αιώνα.

Χρειάστηκε να τα ξαναδιαβάσω τον Απρίλιο του 2020 για να καταλάβω ότι εκείνο το αίσθημα δεν ήταν δικό μου μόνο, ούτε ασυνήθιστο. Ιδού γιατί:

“… έχω αντιγράψει εδώ το σονέτο σας”, γράφει ο Ρίλκε στον νέο ποιητή, “επειδή βρίσκω πώς είναι όμορφο κι απλό και πώς ή φόρμα, όπου το ποίημά σας γεννήθηκε, του επιτρέπει να πορεύεται με τόσο γαλήνια σεμνότητα. Οι στίχοι αυτοί είν’ οι καλύτεροι σας – απ’ όσους έχω διαβάσει ως σήμερα. Και τώρα σας στέλνω τούτο το αντίγραφο, επειδή ξέρω πόσο σπουδαίο, πόσο διδακτικό είναι να ξαναβρίσκεις το έργο σου γραμμένο από ξένο χέρι. Διαβάστε αυτούς τούς στίχους, σα να ‘ταν ξένοι, και θα νιώσετε μέσ’ στα εσώτατα βάθη σας πόσο είναι δικοί σας”.

Αυτό διάβασα (ξαναδιάβασα δηλαδή) και πρώτη φορά καταλάβαινα τι σημαίνει να δημοσιεύεις ένα ποίημα ή ένα παραμύθι, ακόμα κι ένα ρεπορτάζ.

Ρεπορτάζ;

Ναι.

Γιατί τότε θυμήθηκα (κι όλα έδεναν πια μεταξύ τους) ότι κάθε φορά που άκουγα ότι κάποιος έλεγε καλή κουβέντα για ένα χρονογράφημα ή για ένα άρθρο μου στην εφημερίδα, εγώ έσπευδα να διαβάσω το χρονογράφημα ή το άρθρο στην εφημερίδα, κι ας ήμουν εγώ αυτός που το έγραψε, ας ήμουν εγώ εκείνος που το είχε δημοσιεύσει.

Τώρα, στην εφημερίδα πια, το διάβαζα και ήταν σα να ήταν ξένο, σα να το είχε γράψει κάποιος άλλος. Κι αυτό να έχει γίνει χίλιες φορές, όχι μία. Και τις χίλιες φορές που έγινε, ήταν σα να έγινε μία.

Ίδια ήταν και με τ’ άλλο:

Έκαμα περισσότερες από χίλιες εκδόσεις. Μα κάθε μία από αυτές ήταν σα να ήταν η πρώτη.

Εμ, και τ’ άλλο, πού το βάζεις;

Ότι έγραψα μερικά εκατομμύρια λέξεις, επί μισό αιώνα και πλέον δεν σταμάτησα να γράφω ποτέ, στα 66 μου όμως είναι σα να μην έγραψα λέξη…

Το νερό στην πηγή δε βγαίνει μόνο την αυγή. Βγαίνει όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα, όλες τις εποχές, όλο το χρόνο, για χρόνια.

Και θυμάμαι τώρα έναν καθηγητή μου στο Φροντιστήριο του Γιάννη Μαυρίκη, το 1973. Τον έλεγαν Γιάννη Παρτσάλη. Μία φίλη μου του έδωσε να διαβάσει ένα ποίημα , δε θυμάμαι ποιο, δεν το έχω άλλωστε.

Με κάλεσε στο διάλειμμα ο καθηγητής και μου είπε έντεκα λέξεις που δεν ξέχασα ποτέ: “Σου εύχομαι αγόρι μου να μη χάσεις ποτέ τη φρεσκάδα σου”.

Δεν την έχασα κύριε καθηγητά…

Μόνο εκείνο το “ποτέ” είναι λίγο βαρύ…

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top