Μια νύχτα του χειμώνα ο Ιάσων κι ο Μυρτιδαίος κάθονταν στο τζάκι και χάζευαν με τις φλόγες που χόρευαν.
“Πες μου ένα παραμύθι, δάσκαλε”, είπε ο Μυρτιδαίος.
Και ο Ιάσων είπε ένα παραμύθι. Αυτό:
Την εποχή του Φαραώ Άνεση έκανε μεγάλη ξηρασία και ανυπόφορη ζέστη. Όλοι έσπαγαν την κεφάλα τους να βρουν μια κάποια λύση. Η βασίλισσα να δεις! Δεν άντεχε κανένα ρούχο πάνω της κι ας ήταν από μετάξι…
Ο Φαραώ ήρθε σε απόγνωση. Αν είναι δυνατόν να πετάει όλα τα ρούχα της μπροστά σε δούλους και ξένους ανταποκριτές μια βασίλισσα!
Ντροπή!
Αίσχος!
Τι να κάνει, τι να κάνει…
Πώς να σκεφτεί κάτι έξυπνο με τέτοια ζέστη; Φαραώ – Φαραώ, αλλά ο ήλιος καίει επί δικαίων και αδίκων, ίδια τους κάνει αλοιφή…
«Μωρέ, μήπως οι γιοι μου έχουν καμιά ιδέα;»
Σκέφτηκε.
Τους κάλεσε, το συζήτησαν, αλλά… τζίφος! Ο ένας έλεγε το κοντό του κι ο άλλος το μακρύ του. Όχι ότι δεν είχαν ένα όραμα, ένα σχέδιο, αλλά, σα γνήσιοι διάδοχοι του βασιλιά, το κρατούσαν για τον εαυτό τους.
Σιγά τώρα μην έδιναν λύση στο μέγα πρόβλημα, έτσι, χωρίς αντάλλαγμα! Στο κάτω-κάτω εδώ παιζόταν μια αυτοκρατορία…
Ο Φαραώ κατάλαβε το κόλπο και τους την κάνει γυριστή. «Όποιος βρει πρώτος λύση» τους είπε, «θα γίνει διάδοχός μου». Και πρόσθεσε: «Δε θέλω θεωρίες. Θέλω πράξη. Αγαπάς την Αίγυπτο; Απόδειξη!».
Οι δύο πρίγκιπες «σβήστηκαν» από μπροστά Του, κλείστηκαν στα δώματά τους, ξάπλωσαν ανάσκελα στο κρεβάτι, κάρφωσαν τα μάτια τους στο ταβάνι, όπως έκαναν οι σοφοί, όταν έψαχναν για κάποια φαεινή και ρίχτηκαν σε σκέψεις με τα μούτρα, που λέει ο λόγος.
Εκείνες τις μέρες αυτοί οι δυο ήταν οι μόνοι σ’ όλο το βασίλειο, που δεν τους ενοχλούσε ο καύσωνας.
Σκέφτηκαν, σκέφτηκαν…
Ο ένας…
… έχτισε παλάτι ψηλά σ’ ένα λόφο. Για να το βλέπουν όλοι, όπως γίνεται με τα παλάτια, έκοψε και τα δέντρα, που έκρυβαν τη θέα. Σε κάθε δωμάτιο έβαλε κι ένα δούλο να κάνει αέρα με μια τεράστια βεντάλια. Πήρε την ιδέα από τις μέλισσες, που κουνάνε τα φτερά τους για ν’ αερίσουν και να δροσίσουν το μελίσσι. Κανόνισε ωράρια εργασίας, έκαμε βάρδιες σε εικοσιτετράωρη βάση, σχεδίασε ημερήσιο, νυχτερινό και ηλιακό πρόγραμμα.
Έξυπνο μεν, αντιοικονομικό δε. Γιατί έτσι κατανάλωναν πολλή ενέργεια, χώρια που ήταν όλοι απασχολημένοι με την αντιμετώπιση του καύσωνα κάνοντας αέρα και όλες οι άλλες δουλειές, ακόμα κι οι καλλιέργειες, πήγαιναν κατά διαόλου…
Τότε ήταν που οι κακεντρεχείς έβγαλαν τη γνωστή μέχρι και σήμερα έκφραση που λέει για «αέρα κοπανιστό»…
Το οικονομικό κόστος ήταν τεράστιο ακόμα και για έναν πρίγκιπα.
Ο άλλος…
…ανέβηκε στον απέναντι λόφο. Πέρασε μόνος του εκεί μέρες και μέρες, χωρίς να κάνει τίποτα. Αφουγκραζόταν μονάχα τον αέρα της ερήμου και παρακολουθούσε πού γίνονται οι σκιές. Εντόπισε τα ρεύματα του αέρα και την θερμοκρασία του κάθε ρεύματος. Κοιμήθηκε σε διάφορα σημεία και μετρούσε την διαφορά ευχαρίστησης από μέρος σε μέρος. Έτσι βρήκε το κατάλληλο μέρος. Δεν ήταν ψηλά στον λόφο, δεν το έβλεπαν όλοι, ήταν εκεί που θα έχτιζε ο καθένας, ποτέ κάποιος πρίγκιπας, κάποιος βασιλιάς,
Έχτισε το παλάτι του με τις πόρτες και τα παράθυρα όπου ακριβώς ήταν τα ρεύματα και αρκούσε μονάχα ένας δούλος να τ’ ανοίγει τις κατάλληλες ώρες και του είπε ποιες. Οι άλλοι εργάζονταν κανονικά στις καλλιέργειες και όλα πήγαιναν ρολόι. Φύτεψε φυτά στις γλάστρες κι έκαμε κάτι πολύ απλό, αλλά προπαντός άκρως οικονομικό και βέβαια δροσερό, απίθανα δροσερό.
Το παλάτι του απ’ έξω δεν είχε τίποτα το εξαιρετικό, ήταν μια σκέτη πυραμίδα. Μέσα όμως ήταν υπέροχα. Ο πρίγκιπας είχε πετύχει την τέλεια κα την αιώνια μόνωση.
Ο Φαραώ με τη βασίλισσά του πήγαν για επίσκεψη στους πρίγκιπες. Στο παλάτι του ενός έκανε ανυπόφορη ζέστη κι έβγαλαν τα ρούχα τους, εκτός από την βασίλισσα και ο Φαραώ και όλοι τους κι έγινε τέτοιο σκάνδαλο, που οι ιερείς του Άμμωνος Διός έκαμαν συμβούλιο να τους αφορίσουν.
Στο παλάτι του άλλου πρίγκιπα όμως έκανε μια θεϊκή δροσιά το καλοκαίρι, βασιλική ζεστασιά το χειμώνα και φυσικά δεν το κούνησαν ρούπι. Την άραξαν κανονικά, κάλεσαν και τους ιερείς του Άμμωνος Διός να δροσιστούν, γλίτωσαν τον αφορισμό, την πέρναγαν ζωή και κότα…
Ο λαός κόλλησε παρατσούκλια στους πρίγκιπες. Τον ένα τον έβγαλε «Ιδρωμένο» και τον άλλο «Δροσερό».
Δεν πέρασε καιρός και ο λαός ο ίδιος απαίτησε από τον Φαραώ Άνεση να χρίσει διάδοχό του τον «Δροσερό» κι ο Φαραώ άλλο που δεν ήθελε, αφού γλίτωσε μια για πάντα από τα δημόσια τσιτσιδώματα της βασίλισσάς του.