Ο υφαντάκος μου. Στις αρχές του καλοκαιριού κάθε χρόνο κάνει βόλτες πάνω και γύρω από το Γραφείο που γράφω, σκαρφαλώνει στον τοίχο, περιφέρεται, κρέμεται από το ταβάνι, χώνεται στα βιβλία μου. Προσέχω μη μετακινήσω κάτι πάνω στη Γραφείο και τον τραυματίσω. Δε θέλω καν να σκεφτώ το χειρότερο.
Είν’ επίσης ένας κυνηγός που κάθε καλοκαίρι ψάχνει στο Γραφείο μου να χτίσει τη φωλιά του. Και κάθομαι ώρα πολλή στο παράθυρο για να βγει, να κλείσω το παράθυρο, να μην ξανάρθει, να πάει αλλού. Αυτός έρχεται στο τζάμι, αλλά δεν του ανοίγω. Σπαράζω για την πράξη μου, αλλά το κάνω για προστασία του… αν του ανοίξω κι αρχίσει να χτίζει τη φωλιά του, θα πρέπει ν’ αφήνω το παράθυρο του ισόγειου Γραφείου μου ανοιχτό μόνιμα για να μπαίνει και να βγαίνει. Μερικά χρόνια πριν, όταν έμεινα σε όροφο, ήρθε κι έχτισε φωλιά στη βιβλιοθήκη μου. Άφηνα τη μπαλκονόπορτα του σπιτιού ανοιχτή νύχτα και μέρα για να μπαίνει και να βγαίνει. Στην παλιά μου ξύλινη βιβλιοθήκη έχω ακόμα την πήλινη φωλιά του, απείραχτη. Ενθύμιο της φιλίας μας.
Από το σπίτι εκείνο μετακόμισα, ο κυνηγός όμως δεν ακολούθησε στο νέο σπίτι, όπου θα μπορούσα επίσης να του αφήνω ανοιχτή την πόρτα του μπαλκονιού, ήρθε ο κερατάς στο Γραφείο που δε μπορώ. Εδώ και χρόνια του λέω να έρθει στο νέο μου σπίτι, στον τέταρτο όροφο, αλλά δε μ’ ακούει.
Εκτός από τον υφαντάκο και τον κυνηγό, στο Γραφείο έχω κι ένα σαμιαμίδι. Που στην αρχή κάθε καλοκαιριού αρχίζει ν’ ανεβοκατεβαίνει τις κολόνες. Δε με πλησιάζει ποτέ, είναι όμως εκεί, πάντα εκεί, κάθε Ιούνιο, σα να ξέρει ότι δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από μένα, κρατάει όμως τις αποστάσεις, όπως ταιριάζει στα όντα που ξέρουν τη θέση τους στον κόσμο, ξέρουν και τη θέση των άλλων.
Με τους κατσιβάνους έχω μπελά. Μόλις πιάνουν οι ζέστες, μπαίνουν από το ανοιχτό παράθυρο του Γραφείου μου, αλλά παγιδεύονται στον χώρο. Βρίσκουν την είσοδο, χάνουν όμως την έξοδο. Κι όταν κουράζονται να την ψάχνουν, προσκρούουν κάπου και πέφτουν.
Αν πέσουν στο πάτωμα, είν’ εύκολο να τους πιάσω και να τους βγάλω από το παράθυρο. Αν πέσουν πίσω από τις βιβλιοθήκες, στήνω ολόκληρη περιπέτεια για να τους πιάσω. Πέφτω “στα τέσσερα” για να τους σώσω.
Δεν είναι λίγες οι φορές που μ’ έπιασε η μέση απ’ αυτό και χαροπάλευα μέρες. Κάνα δυο φορές έκαμα και καρούμπαλο, καθώς σηκώθηκα με φόρα και βρήκε η κεφάλα μου κάπου…
Εκείνο που με γοητεύει σ’ αυτά τα ζωύφια, είναι ότι, όταν πλησιάσω, κάνουν τον “ψόφιο κοριό”. Κάθονται ανάσκελα και ακίνητα, σαν πεθαμένα. Έχω φτιάξει όμως ένα αυτοσχέδιο χάρτινο χωνί, τους χώνω μέσα και τους πετάω από το παράθυρο έξω. Κι αυτοί, μόλις αισθανθούν ότι βρίσκονται στον αέρα, ανοίγουν τα φτερά τους, πετούν ελεύθεροι κι ωραίοι στον απέναντι κήπο.
Να μη σας πω και για τις αδέσποτες γάτες που συντηρεί το Γραφείο. Για τις γάτες του απέναντι κήπου θα μπορούσα να γράψω ολόκληρο βιβλίο με τις ιστορίες τους. Ένα μόνο θα σας πω: Κάθε γάτα έχει την δική της προσωπικότητα. Κάποιες από αυτές είναι θεές, κάποιες άλλες γρατζιάνες σκέτες…
Θα σας πω όμως μια παλιά ιστορία για μια σεισοπυγίδα.
Δεν ξέρετε τι είναι η σεισοπυγίς, ε;
Να σας πω…
Η σουσουράδα, καλέ! Η κωλοσούσα.
Ήταν το 1982. Έγραφα για λογαριασμό ενός Εκδοτικού Οίκου μια σειρά παραμυθιών, στη Μυρτιά. Ειρήσθω εν παρόδω, η σειρά εκείνη δεν εκδόθηκε ποτέ. Η Εφορία έκλεισε τον Εκδοτικό Οίκο για μια φορολογική αμέλεια του εκδότη από μια εκδοτική επιτυχία που είχε κάνει μ’ ένα Ελληνογερμανικό λεξικό στη Γερμανία.
Κοιμόμουν τη μέρα κι έγραφα τη νύχτα. Κάθε βραδάκι πήγαινα στου Καραγιάννη, στην εκβολή ενός ρέματος, ξάπλωνα στην αμμουδιά κι αγνάντευα το ηλιοβασίλεμα της Τριχωνίδας. Μέχρι που νύχτωνε. Γύριζα στο σπίτι κι άρχιζα το γράψιμο.
Είχα ένα τραπεζάκι κολλητά στο παράθυρο κι έγραφα μέχρι το πρωί. Έπεφτα για ύπνο αργά, κατά τις δέκα, όταν ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά κι άρχισε να ζεσταίνει ο τόπος.
Κάθε πρωί, ερχόταν στο παράθυρό μου και καθόταν στο περβάζι μια σουσουράδα. Μου έκανε παρέα. Όλο το καλοκαίρι εκείνο.
Τον Σεπτέμβριο πήγα στην Αθήνα για να συναντήσω τον εκδότη μου. Έλειψα ένα μήνα.
Όταν γύρισα, έψαχνα τη φιλενάδα μου.
Πουθενά.
Ρώτησα τη μάνα μου.
“Από τη μέρα που έφυγες, δεν ξαναφάνηκε”, μου είπε.