Ο πολιτισμός του τυφλοπόντικα

Την ιδιότητα του δημοσιογράφου την οικειοποιήθηκαν οι σόουμαν των καναλιών με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που οικειοποιήθηκαν την ιδιότητα του Έλληνα οι Ρωμιοί.

Μιλώ για την διαχρονική έξι του πήλινου πολιτισμού μας να λεηλατεί το πρότυπο και να κηρύσσει αυθεντία το αντίγραφο.

Ζούμε τώρα σ’ έναν αντεστραμμένο κόσμο. Βλέπουμε το φως σαν σκοτάδι και το σκοτάδι σαν φως, όπως ο τυφλοπόντικες.

Αυτό που έχουμε, δεν είναι πολιτισμός ανθρώπου, αλλά πολιτισμός τυφλοπόντικα. Καμαρώνουμε κιόλας.

Αν όμως θέλουμε να είμαστε τίμιοι με τον εαυτό μας, δε χρειάζεται να νοιαζόμαστε για το πώς ή πόσο θα γίνει καλύτερη η ζωή μας.

Πόσο άραγε καλύτερη μπορεί να γίνει η ζωή του τυφλοπόντικα;

Αν τίθεται ζήτημα, τίθεται για να επαναφέρουμε ή, απλά, να φέρουμε στη γη τον πολιτισμό του ανθρώπου.

Και δε χρειάζεται να πολεμήσουμε κανέναν για να καταργηθεί ο πολιτισμός του τυφλοπόντικα. Φτάνει να εγερθεί μέσα μας ο έρωτας για το αντίθετό του. Αν πλημμυρίσουμε από έρωτα για τον πολιτισμό του ανθρώπου, ο πολιτισμός του τυφλοπόντικα θα εξαερωθεί “χωρίς ν’ ανοίξει μύτη”.

Φτάνει δηλαδή να βγούμε από την τρύπα όπου είχαμε προσαρμοστεί στα έγκατα της γης και να δούμε στο φως του ήλιου όλα τα λαμπρά και τα εξαίσια.

Δε μιλώ θεωρητικά. Θεωρητικά μιλούν μόνο οι φιλόσοφοι και οι διανοούμενοι. Εγώ μιλώ λαϊκά, για τα μικρά, χωρίς ν’ αγνοώ τα μεγάλα ή τα μέγιστα. Κουβαλώ τη γλώσσα του παππούλη μου που έλεγε παραμύθια το χειμώνα μπροστά στο τζάκι και χόρευαν οι φλόγες σαν πύρινα ξωτικά.

Ένα παραμύθι λέω κι εγώ. Που δεν καταλήγει στην διαβεβαίωση ότι “ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα”, αλλά στο ερώτημα:

Όντας μέσα σ’ αυτόν τον πολιτισμό του τυφλοπόντικα, τι νόημα έχει να τσακωνόμαστε για τα πολιτικά;

Θα το θέσω δε ακόμα πιο απλά: Κάνω κριτική σ’ ένα κόμμα κι αυτό με κατατάσσει αμέσως στο αντίπαλο κόμμα!

Ρε, σου κάνω κριτική, αλλά δε σημαίνει ότι ανήκω στο αντίπαλο κόμμα, έχω δική μου οπτική, δεν έχω τη δική του.

Όχι. Ανήκεις σ’ αυτό.

Βρε αμάν, βρε ζαμάν… Τίποτα!

Λοιπόν, άει σιχτίρ κι εσύ από δω, άει σιχτίρ κι εσύ από κει, άει σιχτίρ όλοι σας μαζί. Βάζω και τους δυο σας απέναντι και βγαίνω απ’ το μαντρί, γιατί δεν αντέχω ούτε τον τσοπάνη, ούτε τα τσοπανόσκυλα.

Ναι, ξέρω… Έξω απ’ το μαντρί με περιμένει ο λύκος. Έτσι θα πεις. Κι εσύ από δω, κι εσύ από κει, έτσι θα πείτε…

Λέτε να μην το έμαθα και περίμενα εσάς να με συνετίσετε;

Λες να μην τα έβαλα ήδη με το λύκο; Λες να μην πιάστηκα μέση με μέση μαζί του; Λες να γλίτωσα απ’ αυτόν κι είμαι ακόμα εδώ, επειδή κοιμόμουν στο μαντρί σου τόσα χρόνια; Όχι ρε… Γλίτωσα από το λύκο γιατί πολέμησα μαζί του.

Εκ πείρας σου λέω:

Από τον τσοπάνη που με άρμεγε για τον γαλατά και μ’ έθρεφε για τον χασάπη, προτιμώ το λύκο. Διότι, σύντροφε, ο λύκος δε με αρμέγει για τον γαλατά, ούτε με θρέφει για τον χασάπη. Με τρώει αν πεινά, με αφήνει όμως ελεύθερο, άμα είναι χορτάτος.

Τι λες τώρα; Δεν είναι καλύτερα μ’ αυτόν;

Σαφώς!

Οπότε το μόνο που μου μένει, είναι να προσέχω να μη με φάει ο λύκος όταν πεινά. Κι άσε που, άμα δεν πεινά, είμαστε και φιλαράκια.

Σε διαβεβαιώ: Μέχρι τώρα καλά τα πήγα μαζί του. Πολλές φορές παλέψαμε στα μαρμαρένια αλώνια κι άλλες τόσες ήπιαμε κρύο νερό παρεούλα στις πηγές.

Πολλές φορές με δάγκωσε ο λύκος, άλλες τόσες μάτωσα, ποτέ όμως δεν κατάφερε να με φάει. Κι απ’ τις πολλές φορές που πάλεψα με το λύκο στα βουνά, μάθαμε ο ένας τον άλλο και, σε βεβαιώ, αν και τρωγόμαστε, με σέβεται και τον σέβομαι.

Ξέρεις γιατί;

Γιατί κανένας απ’ τους δυο μας δε γουστάρει τους τσοπαναραίους, τα τσοπανόσκυλα και τα μαντριά…

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top