Ο πολιτικός ρεαλισμός της Μεταπολίτευσης έγινε ρεντίκολο

Η ανακαίνιση του παλιού κτιρίου κοστίζει. Ενίοτε κοστίζει περισσότερο από την κατεδάφισή του για να κάνεις καινούριο στη θέση του. Πληρώνεις όμως συνειδητά το παραπάνω αυτό κόστος, επειδή θέλεις να σώσεις το κτήριο. Οι λόγοι στην περίπτωση αυτή δεν είναι οικονομικοί, αλλά ιστορικοί, μπορεί και συναισθηματικοί.

Που σημαίνει ότι η ζωή μας δεν είναι μόνο Οικονομία, δεν είναι μόνο ρεαλισμός. Η οικονομία από μόνη της είναι ένα μάτσο άχυρα. Ο ρεαλισμός επίσης. Όσοι διατείνονται ότι είναι ρεαλιστές και – διεκδικώντας ένα πρόσημο ανωτερότητας – το αντιπαραθέτουν στους άλλους που – και καλά – είναι ρομαντικοί, άλλο δεν κάνουν από το να γίνονται καταγέλαστοι. Ακόμα κι αν τους ανακηρύξει σε μάγκες η συγκυρία, μια άλλη συγκυρία θα τους γελοιοποιήσει.

Όπως γελοιοποίησε κι εκείνους που, ως πολιτικοί, διατείνονταν τα χρόνια της Μεταπολίτευσης ότι “πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού”, αξίωμα που γέννησε μετά την “πολιτική ορθότητα”.

Να τους πεις σήμερα ότι η τέχνη του εφικτού και η πολιτική ορθότητα που άσκησαν, αποδείχτηκε ότι ήταν μια ηλιθιότητα, θα τους πληγώσεις. Και θα πέσουν σε μελαγχολία, αν δεν “το ρίξουν στην παλαβή”. Αν τους πεις και ότι ο ρεαλισμός που σου έτριβαν στη μούρη εκείνα τα χρόνια, ήταν ένα φούμαρο, θα γίνεις “από δεκαοχτώ χωριά” μαζί τους…

Θυμάμαι πόσο άνιση ήταν η μάχη αυτή στην δεκαετία του ’90, όταν, με όχημα τον “αραμπά” μου, ισχυριζόμουν ότι, όχι, “πολιτική είναι η τέχνη του ανέφικτου”. Και δεν έγραφα μόνο σ’ αυτό το πνεύμα, έπραττα κιόλας, αλλ’ αυτό είναι άλλης τάξεως ζήτημα. Εδώ το λέω μόνο γιατί χρειάζομαι την αναφορά…

Οι πολιτικοί (της κεντρικής και της τοπικής σκηνής) και οι συνδικαλιστές (να μην ξεχνάμε τους συνδικαλιστές) που, με τις επιλογές τους εκείνες, οδήγησαν τη χώρα στα οδυνηρά μνημόνια, με εξόριζαν, ως όργανο ενάντιων σ’ αυτούς συμφερόντων. Αν κάποιος διαπλεκόταν με τους πολιτικούς την εποχή εκείνη, δεν ήταν τόσο ο δημοσιογράφος, όσο ο συνδικαλιστής. Αυτοί κι αν πλούτισαν…

Κατηγορώ ευθέως τους πολιτικούς και τους συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας ότι ήταν οι πρώτοι που απαξίωσαν τον Τύπο στην δεκαετία του ’90. Δεν το έκαμε πρώτος ο ΣΥΡΙΖΑ στην διάρκεια της τελευταίας οκταετίας. Όχι. Αυτό το πράμα που βιώσαμε και βιώνουμε σήμερα, το αίσθημα της καθολικής απαξίας που εξαπλώθηκε σαν χολέρα στο λαό κατά των δημοσιογράφων, το ξεκίνησαν οι πολιτικοί και οι συνδικαλιστές των δύο μεγάλων κομμάτων, της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ. Έβγαιναν στην πανίσχυρη τότε τηλεόραση κι έλεγαν για τον δημοσιογράφο που τους ασκούσε κριτική ότι εξυπηρετεί συμφέροντα. Την ίδια στιγμή εξαργύρωναν την υποστήριξη με πακέτα κρατικών διαφημίσεων στα φιλικά τους έντυπα. Αυτό, όπως ακριβώς το λέω, το έκαμαν τόσο στην κεντρική, όσο και την τοπική τηλεόραση. Αυτοί γέννησαν το αποτρόπαιο πράμα που ζούμε σήμερα.

Η γενική αμφισβήτηση της πολιτικής και της δημοσιογραφίας που (όντως) διαπλέκονταν, οδήγησε την πλειοψηφία του λαού στην απόσταση, τόσο από τα κόμματα, όσο και από την πολιτική. Απόσταση που έγινε έχθρα και στο τέλος έγινε “φτύσιμο”. Τα δε κόμματα στελεχώνονταν απ’ όσους έψαχναν διορισμό, και όταν τον πετύχαιναν, εξαφανίζονταν, ήταν καιρός ν’ απολαύσουν το εξοχικό τους.

Όταν τα κόμματα δε μπορούσαν να διορίσουν άλλους (γιατί το πράμα είχε αρχίσει να μπουκώνει) δεν έβρισκαν να στελεχώσουν ούτε ψηφοδέλτιο Δήμου, τι λέω, ούτε γι’ αφισοκόλληση δεν έβρισκαν κανέναν. Ένας ολόκληρος κόσμος που ευεργετήθηκε από τα δύο μεγάλα “κόμματα εξουσίας”, πέρασε στην πολιτική αδράνεια. Η γενιά που ερχόταν από πίσω έγινε αυτομάτως απολίτικη.

Ακολούθησε ο τοκετός του τέρατος. Όταν “έσκασαν μύτη” τα αναπόφευκτα μνημόνια, η απολίτικη γενιά έχασε το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Ήταν η εποχή που αρχίσαμε να μιλάμε για ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας, όπως είχε γίνει πολλές φορές στην Ιστορία. Έλα όμως που δεν ήταν έτσι! Οι απολίτικοι νέοι, αντί να πολιτικοποιηθούν, 500.000 από αυτούς έφυγαν σε άλλες χώρες και άλλοι τόσοι θα έφευγαν ευχαρίστως, αν είχαν την ευκαιρία. Όλοι ήθελαν να φύγουν. Γιατί; Επειδή δεν είχαν πια καμία ελπίδα να διοριστούν στο Δημόσιο. Το όνειρο με το οποίο γαλουχήθηκαν, εξαερώθηκε. Και πώς θα μπορούσε να μην εξαερωθεί…

Όλος εκείνος ο κόσμος που ευεργετήθηκε από το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία, μετακινήθηκε αμέσως στον ΣΥΡΙΖΑ για να μη χάσει τη βολή του. Αυτοί είναι οι σημερινοί Συριζαίοι. Δεν είναι οι αριστεροί. Η αριστερά για τους σημερινούς Συριζαίους είναι άλλοθι.

Σε τελική ανάλυση, όλο αυτό είναι μια μαζική τραγωδία. Γιατί ανακήρυξε σε επαναστάτες τους βολεμένους και βάφτισε πουλημένους τους ασυμβίβαστους.

Φτάνουμε έτσι στην πανδημία. Συντριπτική μερίδα του λαού… δεν πιστεύει ότι υπάρχει ο κορωνοϊός! Με αποτέλεσμα ν’ ακυρώνονται στην πράξη τα μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση. Αντί να κοπάσει η λαίλαπα, εξαπλώνεται.

Πίσω απ’ αυτό κρύβεται η ίδια η παλιά ιστορία: Η θεωρία ότι η κυβέρνηση πληρώνει τους δημοσιογράφους για να μας λένε ψέματα. Η μαζική (απολύτως αναμενόμενη) αντίδραση σ’ αυτό καθιστά την είδηση αναξιόπιστη. Ο κόσμος πια πιστεύει ότι υπάρχει κορωνοϊός, αν χτυπήσει την πόρτα του, αν το δει ο καθένας με τα μάτια του. Μόνο τότε! Αν το πει ο δημοσιογράφος, είναι ψέμα…

Στην πρώτη κοινωνία της γραπτής Ιστορίας που οι πληροφορίες ρέουν ποτάμι, κάτι τέτοιο είναι παράδοξο, αν όχι ανήκουστο. Και όμως! Το ζούμε!

Ως κοινωνία, έχουμε σοβαρό πρόβλημα. Και αυτό το σοβαρό πρόβλημα ΔΕΝ είναι ο κορωνοϊός. Είναι η κατάρρευση των θεσμών της Δημοκρατίας. Δεν έχει μείνει τίποτε όρθιο. Οι πρώην πια θιασώτες του “πολιτικά εφικτού” και της “πολιτικής ορθότητας” είναι, απλά, καλικάντζαροι στα κεραμίδια.

Θα ήθελα να κλείσω το σημείωμά μου με τον τρόπο που το ξεκίνησα, αλλάζοντας λίγο την διατύπωση:

Η ανακαίνιση της χώρας κοστίζει. Μάλλον κοστίζει περισσότερο από την κατεδάφισή της για να κάνεις μια καινούρια στη θέση της. Πληρώνεις όμως συνειδητά το παραπάνω αυτό κόστος, επειδή θέλεις να σώσεις τη χώρα. Οι λόγοι στην περίπτωση αυτή δεν είναι οικονομικοί, αλλά ιστορικοί, μπορεί και συναισθηματικοί.

Θα χρειαζόμασταν έναν Σόλωνα. Ωστόσο: Η πραγματικότητα λέει ότι ΔΕΝ έχουμε κανένα Σχέδιο για την ανακαίνιση της χώρας. Δεν έχουμε καν όρεξη για να το καταστρώσουμε. Αν πάρεις για εξέταση τον καθημερινό Δημόσιο Λόγο των πολιτών στο διαδίκτυο, θα καταλάβεις ότι φτάσαμε (συλλογικά και ατομικά) στο επίπεδο του χαζού, το λέω ήπια, ένας ψυχίατρος θα έλεγε άλλα… Βυθιστήκαμε σε μιαν απέραντη εθνική κατάθλιψη. Τα “ψυχοφάρμακα” που παίρνει ο καθένας κατά βούληση, γιγαντώνουν τις καχυποψίες και τις εμμονές. Είμαστε για “να μας κλαίν’ οι ρέγγες”… Μόνο που, αν δεν κατεδαφίσεις ελεγχόμενα το ερειπωμένο κτίριο, αν δεν το επισκευάσεις τελοσπάντων, σε κάποιο μικροσεισμό θα πέσει μοναχό του και θα καταπλακώσει όποιον περνάει από κάτω ή συνεχίζει (από πείσμα) να ζει εντός του…

Η άλλη λύση του προβλήματος είναι… η πραγματικότητα: Ο κάτοχος της πληροφορίας θ’ ασκήσει πάλι την εξουσία του πάνω στον όχλο. Εννοείται ότι η ολιγάριθμη ελίτ θα το κάνει ανεξέλεγκτα, θα το κάνει και κατά βούληση. Η Δημοκρατία πέθανε. Δεν θάψαμε καν το πτώμα της και ζέχνει, ενώ την κατασπαράσσουν τα όρνια…

Οι πολίτες δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό… Είμαστε και παραμένουμε όχλος.

Αλλά μέσα στον όχλο κρύβονται διάσπαρτα οι ανθρώπινες μονάδες που, όπως πάντα, κάνουν – και θα φέρουν εις πέρας – αυτό που ιστορικά είναι στη φύση τους να κάνουν: Να ευεργετήσουν τον κόσμο με το έργο και την παρουσία τους. Η μάζα δεν το βλέπει. Δεν το βλέπει γιατί “νους ορά”. Η μάζα δεν έχει νου, γι’ αυτό δεν ορά. Να της το πεις τότε…. Αυτό είναι το καθήκον του δημοσιογράφου και το οποίο καθήκον ΔΕΝ επιτελεί, λέει. Λοιπόν, ακόμα και να της το πεις, η μάζα δεν θα σε πιστέψει. Αλλά η αλήθεια για την οποία όλοι κόπτονται, κανείς όμως δεν θέλει ν’ ακούσει, λέει ότι: Τι πιστεύει η μάζα και τι δεν πιστεύει, δεν έχει καμία σημασία.

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top