Ο καθρέφτης

Ήταν ένας καιρός που πήγαιναν στην καλύβα του Ιάσονα τρεις έφηβοι, μαθητές Γυμνασίου, δύο και τρεις φορές την εβδομάδα, μπορεί και παραπάνω.

Εκείνος δεν αρνήθηκε ποτέ την συζήτηση για όλα τα θέματα που τους απασχολούσαν, ακόμα και τα πιο ελαφρά. Καθόταν μαζί τους επί ώρες αφήνοντας στην άκρη όποια δουλειά κι αν είχε. Όποια έγνοια, επίσης.

“Πώς μπορείς και τους αφιερώνεις τόσο χρόνο;”, του είπε μια μέρα ο Μυρτιδαίος. “Έχεις δικά σου τόσα και τόσα προβλήματα για να νοιαστείς. Πού βρίσκεις αυτή την όρεξη να μιλάς με τα παιδιά σα να μην έχεις εσύ κανένα πρόβλημα”;

“Τα παιδιά έχουν προτεραιότητα, όχι εγώ”, είπε ο Ιάσων.

Έτσι περνούσε ο καιρός μέχρι τη μέρα που οι τρεις έφηβοι βρήκαν τον Ιάσονα στην πλατεία της πόλης να κάθεται σ’ ένα παγκάκι.

“Το συζητήσαμε εδώ με τα παιδιά”, του είπε ο ένας από τους τρεις μιλώντας και για λογαριασμό των υπολοίπων. “Θέλουμε να σου πούμε πως είναι καιρός να παραμερίσεις εσύ και η γενιά σου, να βρούμε χώρο εμείς, δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα μ’ εσάς μπροστά μας”.

Ο Ιάσων αγρίεψε ξαφνικά, όσο μαυρίζει ο ουρανός πριν από την καταιγίδα.

“Φύγετε και μην ξαναβρεθείτε μπροστά μου”, είπε άγρια.

Μπορεί και να φοβήθηκαν από την αγριάδα του.

Έφυγαν.

Στην καλύβα του δεν ξαναπήγαν.

Και πέρασαν κάμποσα χρόνια.

Ένα πρωί χτύπησε την πόρτα ο νεαρός που είχε ξεστομίσει εκείνη την φράση που εξόργισε κάποτε τον Ιάσονα. Δεν ήταν πια έφηβος.

“Μπορώ να μπω;”, είπε δειλά.

Ο Ιάσων δεν ξεχνούσε. Το ήξεραν όλοι.

Το μάτι του αγρίεψε πάλι, ξαφνικά, όσο και τότε, όσο μαυρίζει ο ουρανός πριν από την καταιγίδα. Σα να είχαν γίνει όλα την προηγούμενη στιγμή και όχι τόσα χρόνια πριν.

“Σου ζητώ να πω λίγες λέξεις μόνο”, πρόλαβε να πει ο νεαρός. “Αν με διώξεις, θα έχεις δίκιο, δεν θα σ’ ενοχλήσω ποτέ ξανά”, είπε.

“Σ’ ακούω”, είπε ο Ιάσων ξερά.

“Θέλω να πω… κοιτάχτηκα μια μέρα στον καθρέφτη και είδα εσένα. Εκείνη τη μέρα, συζήτησα με τον εαυτό μου όπως συζητούσα παλιά μαζί σου. Όποιο πρόβλημα κι αν έχεις, του είπα, το λύνεις με όσα είχες μάθει τότε από τον Ιάσονα. Πώς το ανέχεσαι αυτό; Ήσουν παντού: Σε κάθε πρόβλημα, σε κάθε λύπη μου, σε κάθε χαρά μου, σε κάθε μου έρωτα. Με καθοδηγούσες. Κι ας έλειπες. Με καθοδηγούσες με τον λόγο σου κι ας με είχες αποβάλει. Δε μπορούσα πια να ζω έτσι… για διλήμματα και σκέψεις να παίρνω απαντήσεις από την διαρκή αυτή παρουσία σου μπροστά μου, αλλά την ίδια ώρα να μη σου μιλώ, να μη σε βλέπω. Είχα ένα κενό”.

Έτσι μίλησε.

Ο Ιάσων σηκώθηκε από την καρέκλα του. Απότομα σκοτείνιαζε ο ουρανός, απότομα ξαστέρωνε. Τον αγκάλιασε τρυφερά και είπε:

“Καλώς όρισες”.

Από τότε τον είχε σα γιο του. Και τα παιδιά που ο νεαρός εκείνος έκαμε αργότερα, τα είχε σαν εγγόνια του.

Οι άλλοι δύο νεαροί της εφηβικής εκείνης παρέας, δεν ανέκτησαν την αγάπη του Ιάσονα. Όχι γιατί δεν διόρθωσαν ποτέ την άγουρη εφηβική τους στάση, αλλά γιατί, όταν πήγαιναν στον καθρέφτη τους, κάθε μέρα, το έκαναν μόνο για να χτενιστούν.

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top