Ο αντίλογος σε μια πανδημία

“Δέχεσαι όμως ότι τα πήραν;”, έβαλε το ακαταμάχητο ερώτημα ο φίλος μου.

“Ναι, το δέχομαι”, είπα.

Η ικανοποίηση φάνηκε ολοκάθαρα στο πρόσωπό του. Η παραδοχή μου αυτή δικαιολογούσε όλες τις ενστάσεις όλων των φίλων μου, ενστάσεις στα επίμονα γραπτά, με τα οποία εναντιωνόμουν – χρόνια τώρα – στην γενική πεποίθηση ότι “οι δημοσιογράφοι τα παίρνουν”.

Η αλήθεια είναι ότι έλεγα… την αλήθεια. Ότι “τα πήραν” οι δημοσιογράφοι, ήταν γεγονός.

Τι πήραν;

Πήραν από την κυβέρνηση διαφήμιση του συνθήματος “μένουμε σπίτι” (για τον κορωνοϊό) συνολικής αξίας είκοσι εκατομμυρίων ευρώ.

Ότι δεν τα πήραν οι δημοσιογράφοι, αλλά οι Εκδοτικοί Οργανισμοί που πληρώνουν μισθό στους εργαζόμενους δημοσιογράφους, είναι σα να μην έχει καμία σημασία.

Ότι η διαφήμιση που βάζει το κράτος σε ένα Μέσο Ενημέρωσης, δεν συνιστά ενοχή, ούτε καν επιλήψιμη πράξη, είναι σα να μην έχει καμία σημασία.

Ότι ο διαφημιζόμενος σε ένα Μέσο Ενημέρωσης (ακόμα κι αν είναι η ίδια η κυβέρνηση) δεν έχει δικαίωμα να υπαγορεύσει στο Μέσο την δημοσιογραφική κατεύθυνσή του, είναι σα να μην έχει καμία σημασία.

Ότι οι δημοσιογράφοι που δουλεύουν σε ένα Μέσο Ενημέρωσης, μεταδίδουν την δική τους γνώμη και όχι τη γνώμη του εκδότη τους, γνώμη που βασίζουν στα διαθέσιμα στοιχεία τους, και την οποία οφείλουν να μεταδίδουν, είναι σα να μην έχει καμία σημασία.

Ότι οι δημοσιογράφοι που δουλεύουν σε ένα Μέσο Ενημέρωσης μεταδίδουν την δική τους γνώμη και όχι τη γνώμη του διαφημιζόμενου στο Μέσο Ενημέρωσης όπου εργάζονται, είναι σα να μην έχει καμία σημασία.

Τελοσπάντων, ας υποθέσουμε ότι οι δημοσιογράφοι είναι άβουλα όργανα του εργοδότη που – μέσω κρατικής διαφήμισης – πληρώθηκε από την κυβέρνηση για να πει στους δημοσιογράφους του να πουν ψέματα στο λαό.

Και, τελοσπάντων, ας υποθέσουμε ότι οι δημοσιογράφοι είναι άβουλα όργανα του διαφημιζόμενου στο Μέσο Ενημέρωσης όπου εργάζονται, οπότε στο λαό λένε ό,τι θέλει αυτός.

Ποιο ήταν το φοβερό ψέμα;

Ότι υπάρχει κορωνοϊός, άρα πρέπει να μείνουμε σπίτι.

Αυτό ήταν το φοβερό ψέμα.

Αυτό ήταν το ψέμα που είπαν οι δημοσιογράφοι στο λαό, και για το φοβερό αυτό ψέμα πληρώθηκαν, λέει, από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, μέσω κρατικής διαφήμισης, συνολικής αξίας είκοσι εκατομμυρίων ευρώ.

Που σημαίνει ότι, αν ΔΕΝ πληρώνονταν από την κυβέρνηση να το πουν, δεν θα το έλεγαν.

Που σημαίνει επίσης ότι, αν δεν πληρώνονταν από την κυβέρνηση να το πουν, θα έλεγαν την αλήθεια στο λαό.

Ποια είναι η αλήθεια;

Ότι ο κορωνοϊός δεν υπάρχει.

Αυτό θα έλεγαν.

Τώρα όμως λένε ότι… υπάρχει, επειδή πληρώθηκαν…

Λοιπόν, ότι ο κορωνοϊός δεν είναι ψέμα, αλλά αλήθεια, είναι σα να μην έχει καμία σημασία.

Ότι οι δημοσιογράφοι θα έλεγαν στο λαό τα ίδια που είπαν για τον κορωνοϊό, είτε έπαιρναν, είτε δεν έπαιρναν αυτή την γαμημένη διαφήμιση από την κυβέρνηση, είναι σα να μην έχει καμία σημασία.

Ότι η διαφήμιση που πήραν οι δημοσιογράφοι από την κυβέρνηση, δόθηκε για την στήριξη των Μέσων Ενημέρωσης, με τον ίδιο τρόπο που ενισχύθηκαν όλες οι άλλες επιχειρήσεις στην Αγορά (για τις οποίες “δε μάτωσε μύτη”) ώστε ν’ αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις από την πανδημία, είναι σα να μην έχει σημασία.

Συμπέρασμα:

Το περί ου ο λόγος φαινόμενο είναι μια πανδημία χειρότερη από εκείνη του κορωνοϊού. Ήταν εδώ πριν τον κορωνοϊό, θα είναι εδώ και μετά απ’ αυτόν.

Αισθάνομαι την ανάγκη να έχω ξεκάθαρη θέση απέναντι σ’ αυτήν την παλλαϊκή ανοησία. Και η θέση μου είναι αυτή:

Όσοι λένε ότι οι δημοσιογράφοι “τα παίρνουν” – θα το πω ευθέως – ανήκουν σε μια κατηγορία ψυχωτικών, οι οποίοι, δεν μαρτυρούν μόνο την νηπιακή άγνοιά τους για το τι εστί τι… μαρτυρούν κάτι χειρότερο:

Όταν δεν “κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια”, γίνονται θύματα της πιο κακόγουστης προπαγάνδας των πιο σκοτεινών κέντρων εξουσίας που απεργάζονται την άλωση της εξουσίας πάση θυσία, κατασκευάζοντας ανήθικα έναν εχθρό, ώστε να εξουδετερώνεται η δημόσια κριτική κατά των μικρών και των μεγάλων εγκλημάτων τους.

Γι’ αυτό και, όσοι αφορίζουν τη δημοσιογραφία, στα μάτια μου (δε μπορώ να κάνω κάτι άλλο, εκτός από το να καθορίζω την δική μου στάση μόνο) στα μάτια μου λοιπόν… είναι θύματα μιας απαίσιας εμμονής, με την οποία δεν έχω τίποτα να πω, έχω όμως να κάνω:

Να την αποκρούω για να μη μολύνει κι εμένα. Δεν αντέχω άλλο μέσα σ’ αυτόν τον ζόφο. Δεν τον θέλω στο φτωχό μου σαλόνι… Μου γυρίζει τ’ άντερα…

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ:

Ο λαός κρίνει και αφορίζει τα Μέσα Ενημέρωσης για θέματα που τα Μέσα Ενημέρωσης έχουν δίκιο και αδιαφορεί παγερά για τα θέματα που έχουν άδικο, αγνοεί δε ολότελα τα θέματα για τα οποία τα Μέσα Ενημέρωσης εγκληματούν, για θέματα δηλαδή που θα έπρεπε “να παίρνει το κοντόξυλο” και να δέρνει… Αυτό σημαίνει στην πράξη πως η οργή του λαού δεν ξεσπάει επί των ενόχων, αλλά επί των αθώων. Και τότε το κακό γίνεται διπλό. Όχι γιατί μένουν ατιμώρητοι οι ένοχοι, αλλά γιατί εξοντώνονται οι αθώοι. Και στο τέλος της μέρας περιμένει ο ζόφος.

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top