Εσύ. Που με την ψήφο σου ανεβάζεις και κατεβάζεις κυβερνήσεις.
Εσύ. Που ξιφουλκείς κάθε μέρα στο facebook κατά των ξεπουλημένων εφημερίδων.
Εσύ. “Που δε χωράει μύγα στο σπαθί σου”.
Αν σου πω ότι “δεν ξέρεις πού πάν’ τα τέσσερα”, τι θα πεις;
Αν σου πω ότι, αυτά που λες για τις εφημερίδες, είναι “του κώλου τα εννιάμερα”, τι έχεις να πεις;
Αλλά δεν θα σου πω αυτό. Θα σου πω κάτι που δε με νοιάζει αν θα το καταλάβεις.
Θα το πω μόνο και μόνο για τον άγνωστο μέσα στο πλήθος που ίσως υποψιαστεί ότι… “για να φωνάζει αυτός, κάτι θέλει να πει, αλλά μέσα στον θόρυβο, δεν ακούω καθαρά τι”…
Σ’ αυτόν μιλώ. Όχι σε σένα.
Σ’ αυτόν που δεν χρειάζεται να παραθέσω τεκμήρια επί τεκμηρίων για να πεισθεί. Φτάνει μόνο να κοιτάξει μια φορά το κείμενό μου και να καταλάβει αν λέω αλήθεια ή ψέμα.
Θα του μιλήσω από αυτό το δημόσιο βήμα, επειδή δεν ξέρω ούτε ποιος είναι, ούτε πού είναι. Για να με ακούσει αυτός, ο ένας, ο λίγος, πρέπει να φωνάξω σε όλους. Αυτό δεν σημαίνει ότι, αυτό που θα πω, σας αφορά. Δεν απευθύνομαι σ’ εσάς.
Σ’ εσένα που “δεν ξέρεις πού πάν’ τα τέσσερα”, ούτε θέλεις να μάθεις, όχι, δεν απευθύνομαι. Ούτε σ’ εσένα που νομίζεις ότι τα ξέρεις όλα μιλώ.
Μοιραία όμως θ’ ακούσεις κι εσύ ό,τι έχω να πω, μοιραία θα φάω κι εγώ το σκατό σου στη μάπα, δεν υπάρχει όμως άλλος τρόπος να ψάξω μέσα στη μάζα τον κόκκο του σιταριού που διέφυγε από τις μυλόπετρες.
Μεγάλη εισαγωγή για ένα μικρό θέμα.
Μικρό για σένα, μικρό μέχρι τώρα και για μένα, μεγάλο από δω και πέρα για τη Δημοκρατία:
Σ’ εσένα μιλώ, άγνωστε, κόκκε του σιταριού μέσα στη μάζα, και λέω:
Οι εφημερίδες στη χώρα μας διώκονται.
Δεν διώκονται από πρόσωπα, αλλ’ από θεσμούς.
Διώκονται από τους ανίδεους που διορίζονται στους θεσμούς.
Διώκονται από τα στελέχη τη Διοίκησης που ερμηνεύουν κατά βούληση έναν νόμο – κουρελού.
Θα σου πω επί παραδείγματι ότι ο δημοσιογράφος που αποφασίζει να γίνει εκδότης τοπικής εφημερίδας, χάνει την ιδιότητα του δημοσιογράφου και πρέπει να προσλάβει άλλον για δημοσιογράφο της εφημερίδας του.
Θα σου πω ακόμα ότι η τοπική εφημερίδα ΔΕΝ μπορεί να πουλήσει νόμιμα τα φύλλα της στα περίπτερα της πόλης που εκδίδεται.
Θα σου πω ότι ο ισχύων νόμος για τον Τύπο εκλαμβάνει ως νόμιμες τις ψεύτικες δηλώσεις του εκδότη, αλλά θεωρεί παράνομες τις αληθινές.
Θα σου πω επίσης ότι όποιες κρατικές διαφημίσεις φτάνουν στις εφημερίδες, δεν είναι εξαγορά συνείδησης, όπως λένε οι παπαγάλοι της πιάτσας, αλλά χρήματα των εφημερίδων που το κράτος τα έχει εισπράξει ήδη από τις εφημερίδες, καταχρηστικά, με διάφορους τρόπους, που δεν χρειάζεται να εκθέσω.
Αρκούν αυτά για να σου πω το συμπέρασμα:
Οι εφημερίδες στη χώρα μας διώκονται.
Αν υπάρχει ανάγκη να γίνει ένας νόμος, είναι να γίνει ένας νόμος που ν’ απαγορεύει κάθε νόμο για τις εφημερίδες. Η νομοθεσία που ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις φτάνει και περισσεύει.
Κάθε νόμος για τον Τύπο, είναι ΔΙΩΞΗ για τον Τύπο.
Η δημοσιογραφία στην Ελλάδα είναι υπόδουλη, όχι όμως για τους λόγους που λες εσύ, ανίδεε, αλλά για λόγους που δεν υποψιάζεσαι καν. Και για τους οποίους δεν βγάζεις κιχ, παρέχοντας έτσι την άνεση στους διώκτες να σταυρώνουν στην πλατεία όποιον δημοσιογράφο ή εκδότη γράψει μία αράδα εναντίον τους.
Είσαι συνένοχος αυτής της δίωξης.
Είσαι ασυνείδητος εχθρός της Δημοκρατίας, για την οποία τάχα μου κόπτεσαι.
Σκέψου μόνο πως, όταν σε λίγο θα εκλείψουν οι τοπικές εφημερίδες, τίποτα δεν θα εμποδίζει τους τυράννους να παρουσιάζουν “το μαύρο άσπρο”.
Σταματάω εδώ.
Τι άλλο θα μπορούσα να πω άραγε;
Ακόμα κι αυτό δεν ξέρω αν έχει νόημα. Ο άγνωστος μέσα στο πλήθος που εδώ και τριάντα χρόνια περιμένω, δεν εμφανίστηκε ποτέ.