Νίκος Ξανθόπουλος: Ο πατερούλης του έθνους

Ο Νίκος Ξανθόπουλος δεν καταγράφηκε ποτέ ως μεγάλος ηθοποιός. Κι όμως ήταν ο πρωταγωνιστής του παλιού Ελληνικού κινηματογράφου που “άφησε εποχή”, όσο κανένας άλλος. Τα εισιτήρια που έκοβαν οι ταινίες του ζαλίζουν σήμερα:

1. Ο “ταπεινός και καταφρονεμένος” (1968) έκοψε 309.462 εισιτήρια.

2. Η καρδιά ενός αλήτη” (1968) έκοψε 385.313 εισιτήρια στις κινηματογραφικές αίθουσες.

3. Η “άδικη κατάρα” (1967) έκοψε 422.060 εισιτήρια.

4. “Η σφραγίδα του Θεού” (1969) έκοψε 443.871 εισιτήρια

5. Η “ξεριζωμένη γενιά” (1968) έκοψε 448.679 εισιτήρια

Για να έχετε ένα μέτρο σύγκρισης, δείτε τις πέντε εμπορικότερες ταινίες όλων των εποχών, τις μοναδικές που ξεπέρασαν τις επιδόσεις του Νίκου Ξανθόπουλου:

1. «Πολίτικη κουζίνα» του Τάσου Μπουλμέτη (2003) 1.560.000 εισιτήρια

2. «Safe Sex» των Ρέππα – Παπαθανασίου (1999) 1.400.000 εισιτήρια

3. «Λούφα και παραλλαγή: Σειρήνες στο Αιγαίο» του Νίκου Περάκη (2005) 1.500.000 εισιτήρια.

4. «El Greco» του Γιάννη Σμαραγδή (2007) 1.200.000 εισιτήρια.

5, «Νύφες»  του Παντελή Βούλγαρη (2004) 750.000 εισιτήρια.

Για να έχετε ένα ακόμα καλύτερο μέτρο σύγκρισης, πενήντα χρόνια μετά από τότε που διέπρεπε ο Ξανθόπουλος, δείτε τις εμπορικότερες Ελληνικές ταινίες του 2019:

1. “Ευτυχία” του Άγγελου Φραντζή 204.518 εισιτήρια.

2. “Ενήλικες στην Αίθουσα” του Κώστα Γαβρά 73.475 εισιτήρια.

3. “Περιμένοντας τη Νονά” του Νίκου Ζαπατίνα 57.368 εισιτήρια.

4. “Φαντασία” του Αλέξη Καρδαρά 14.687 εισιτήρια.

5. “Αναζητώντας τον Χέντριξ” του Μάριου Πιπερίδη 6.342 εισιτήρια.

Παραθέτω αυτά τα στοιχεία, επειδή εξηγούν καθαρά την κυρίαρχη άποψη που γεννήθηκε τότε, και, ούτε λίγο, ούτε πολύ, έλεγε ότι “οι ταινίες βγαίνουν από τη ζωή”. Το κοινό θεωρούσε ότι οι ταινίες του Νίκου Ξανθόπουλου είναι πέρα για πέρα αληθινές ιστορίες. Γι’ αυτό και μισούσαν και κυνηγούσαν άγρια στους δρόμους τον καημένο το Νέστορα Μάτσα (έναν ευπατρίδη στην αληθινή του ζωή ηθοποιό) που όμως έπαιζε το ρόλο του κακού στις ταινίες της εποχής.

Σ’ εκείνη όμως την θηρία “καλλιτεχνική παρακαταθήκη” το κοινό έχτισε απόψεις και ανιλήψεις για τον κόσμο, απόψεις που θα επικρατούσαν στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Οι έρωτες των νέων στα χρόνια της χούντας, αλλά και της μεταπολίτευσης, έγιναν “κλαψιάρικοι”, όπως ακριβώς σμιλεύτηκαν από τη Μάρθα Βούρτση που, σε κάθε ταινία, πλάνταζε στο κλάμα για τη χαμένη της αγάπη.

Την ένδοξη εκείνη κινηματογραφική παραγωγή, ακολούθησε η επίσης ένδοξη μουσική παραγωγή. Αν πάρεις όλα τα τραγούδια της εποχής, μηδέ εξαιρουμένου του περίφημου “νέου κύματος”, θα διαπιστώσεις ότι έπεφτε πολύ κλάμα! Ο Πάριος και ο Βοσκόπουλος αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Πολύ κλάμα… για τη χαμένη αγάπη πάντα!

Αν η επιρροή σταματούσε – κοινωνιολογικά – εκεί, δεν θα είχαμε λόγο να τα σκαλεύουμε αυτά σήμερα. Δε σταμάτησε όμως εκεί. Η “καλλιτεχνική παρακαταθήκη” του λαού, η επιδοτούμενη από το ΠΑΣΟΚ πρώτα (κι απ’ όλες τις κυβερνήσεις μετά) πολιτιστική παραγωγή της μεταπολίτευσης θεμελιώθηκε πάνω σ’ αυτό το χολερικό πολιτισμικό μοτίβο.

Η μετάλλαξη εκείνης της αισθητικής που καλλιεργήθηκε στο λαό, φτιασιδωμένη σήμερα και πίσω από τις μάσκες που αλλάζει κάθε τόσο για να βγει στην πολιτική σκηνή, δεν αναγνωρίζεται από τον ανιστόρητο πολίτη. Η ίδια εκείνη απλοϊκή αντίληψη ότι οι ταινίες του Ξανθόπουλου “είναι βγαλμένες απ’ τη ζωή”, γεννούν σήμερα τις θεωρίες συνωμοσίες. Κι αυτό, επειδή ο λαός εκπαιδεύτηκε να εκλαμβάνει ως πραγματικότητα την επινόηση του σεναριογράφου που βλέπει ενσαρκωμένη από ηθοποιούς στην οθόνη.

Έχουμε τώρα το αλάνθαστο προηγούμενο με τις ταινίες του Ξανθόπουλου, έχουμε όμως και την ίδια την επιστήμη που λέει ότι, μέχρι την ηλικία των τριών ετών (την περίοδο δηλαδή που κοινωνικοποιείται) το παιδί δεν πρέπει να βλέπει τηλεόραση, γιατί δε μπορεί να ξεχωρίσει την εικόνα από την πραγματικότητα.

Οι σημερινές γενιές όμως είδαν φουλ τηλεόραση από τότε που ήταν στην κούνια.

Τι μπορεί να γέννησε αυτό; Καλό πάντως δε γέννησε! Οι γενιές της μεταπολίτευσης εκπαίδευσαν τις σημερινές γενιές μ’ ένα μοντέλο βγαλμένο κατευθείαν από τους απλοϊκούς (συνήθως δε, διεστραμμένους) μύθους του σινεμά και της τιβούλας.

Βάλε τώρα ότι ο εκπαιδευμένος σ’ αυτό το μοτίβο σύγχρονος πολίτης βλέπει σήμερα ταινίες και τηλεοπτικές σειρές στο Netflix, οι οποίες βρίθουν από φανταστικές ιστορίες, τις οποίες όμως ο απλοϊκός άνθρωπος εκλαμβάνει ως αληθινές, όχι, λάθος, τις εκλαμβάνει ως προφητικές. Οι πανδημίες, ας πούμε, οι φονικοί ιοί που αμολάνε στον κόσμο τρελοί επιστήμονες, είναι αγαπημένο θέμα αυτών των κινηματογραφικών παραγωγών…

Από αυτό το σημείο και μετά, δεν θέλει πολύ να στηθεί στο μυαλό του σύγχρονου πολίτη μια καλή (όσο και ακαταμάχητη) θεωρία συνωμοσίας.

Όμως, για τον προσεκτικό ερευνητή είναι σαφές: Όλες – χωρίς εξαίρεση – οι θεωρίες συνωμοσίας που κυκλοφορούν στην πιάτσα, είναι σενάρια ταινιών που προβλήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια στη μικρή ή τη μεγάλη οθόνη.

Ο “Ξανθοπουλισμός” δεν είναι μόνο Ελληνικό φαινόμενο. Απλά, μ’ αυτή τη μορφή, είναι οικείος σ’ εμάς. Και μπορεί “το παιδί του λαού” να ζει τώρα ήσυχα γεράματα φροντίζοντας τ’ αμπέλια του στα περίχωρα της Αττικής, ο Ξανθοπουλισμός όμως, ελαφρώς μεταλλαγμένος, είναι πάντα εδώ. Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει.

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top