Η μνήμη

Περπατούσαν αργά κοιτάζοντας τον ήλιο που έγερνε κόκκινα στ’ απέναντι βουνά και χρύσιζε τον ελαφρύ κυματισμό της λίμνης.

“Αυτό που ονομάζεις Μνήμη, θα μπορούσε να είναι μία ψευδής αίσθηση, η οποία φυσικά δεν διαφέρει από την επινόηση”, είπε ο Μυρτιδαίος.

“Σωστά”, είπε ο Ιάσων. “Επειδή όντως υπάρχει αυτή η πιθανότητα, δεν μπορείς να καταλήξεις σε ασφαλή συμπεράσματα παρά μονάχα όταν γεράσεις”.

“Μα… αυτό αποκλείει από τη γνώση τους νέους”.

“Αυτό δεν είναι σωστό. Αλλά μην ανοίξουμε παράλληλο θέμα τώρα. Χρειαζόμαστε κάποια δεδομένα για να προχωρήσουμε στο προηγούμενο. Αν μεταπηδήσουμε σε άλλο θέμα, σημαίνει ότι δεν μπορούμε να διαχειριστούμε τον διάλογο. Υποτίθεται ότι τ’ αναγκαία για τέτοιες συζητήσεις τα έχουμε επεξεργαστεί σε προηγούμενες μελέτες”…

“Ή θα το κάνουμε σε επόμενες”…

“Να το κάνουμε… Λέω λοιπόν ότι μπορείς να καταλήξεις σε ασφαλή συμπεράσματα, μονάχα όταν γεράσεις, επειδή – με την πάροδο ικανού χρόνου, με τον καιρό δηλαδή που μεσολαβεί ανάμεσα στο παλιό και το νέο – έχεις την ευκαιρία να συγκρίνεις το τώρα με το τότε, ως γέρος αποκτάς ένα καθαρό ζύγι που δεν είχες όταν ήσουν νέος”.

“Και ποιο είναι αυτό;”, ρώτησε ο Μυρτιδαίος.

“Τώρα που γέρασα, φέρνω στη μνήμη μου επιλογές που έκαμα όταν ήμουν νέος. Επιλογές που σημάδεψαν τη μετέπειτα ζωή μου, την πήγαν από δω και δεν την πήγαν από κει. Όμως δεν τις συγκρίνω με τις επιλογές που κάνω τώρα. Δεν θα ήταν αξιόπιστο αυτό, επειδή υπεισέρχεται η κόπωση από τη ζωή που μεσολάβησε, μπορεί και η μόλυνση από τις κυρίαρχες ιδέες της τρέχουσας εποχής. Οπότε συγκρίνω το πνεύμα των νεανικών μου επιλογών με το πνεύμα των αρχαίων και των νέων σοφών που άφησαν παρακαταθήκη στην ανθρωπότητα, είτε με ποιήματα, είτε με αποφθέγματα, είτε με την ίδια τους τη ζωή. Αυτό είναι το ζύγι μου. Έτσι με ζυγίζω. Και βγάζω φυσικά ένα πόρισμα για τότε που δεν γνώριζα τους σοφούς και την παρακαταθήκη τους, αλλά τώρα εξετάζω αν οι επιλογές μου συμβάδιζαν με τις αρχές των σοφών ή των ασόφων. Αυτό που βρίσκω, είναι το ζύγι που ονομάζω Μνήμη. Και με βάση αυτή τη Μνήμη κρίνω”.

“Μου εξηγείς τώρα έναν λόγο για να μελετώ τους σοφούς, να μην θεωρώ ξεπερασμένη την σκέψη τους”…

“Ακριβώς. Οι άνθρωποι έχουμε την τάση να θεωρούμε το νέο καλύτερο απ’ το παλιό ή και ανώτερο, αλλά μας διαφεύγει ότι, εκτός από το παλιό και το νέο, υπάρχει το διαχρονικό. Οι σοφοί ανήκουν σ’ αυτό το διαχρονικό. Που δεν έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος. Δεν είναι ούτε άκαιρο, ούτε επίκαιρο. Θα μπορούσα να πω ακόμα ότι κινείται έξω από τον χρόνο, σα να είναι η διάσταση του άχρονου. Αν είμαστε σύμμαχοι του νέου, αλλά εχθροί του παλιού, καταχωρούμε τους εαυτούς μας σε ένα από τα δύο στρατόπεδα της αντίληψης, άρα μας διαφεύγει αναπόφευκτα η ουσία που διέπει ομοιόμορφα και τα δύο”.

“Είναι κάτι που δεν κατάλαβα παραπάνω”, είπε ο Μυρτιδαίος. “Όταν είμαστε νέοι και κάνουμε τη μία ή την άλλη επιλογή, πώς ξέρουμε αν είναι σοφή ή άσοφη, αφού δεν έχουμε ακόμα τις γνώσεις, ούτε γνωρίζουμε τους σοφούς και τα ποιήματά τους”;

“Σωστό κι αυτό”, απάντησε ο Ιάσων. “Μπορώ να πω τούτο: Αποφασίζουμε κάτι χωρίς να ξέρουμε γιατί αποφασίζουμε το ένα ή το άλλο. Εκ των υστέρων – και μερικές φορές πολύ αργά – βλέπουμε αν πράξαμε σωστά ή λάθος. Το χειρότερο που έχουμε να κάνουμε σ’ αυτήν την περίπτωση, είναι να μετανιώσουμε για ό,τι είχαμε πει ή για ό,τι είχαμε κάνει. Η μετάνοια είναι παγίδα, επειδή κρίνει το παρελθόν με δεδομένα του παρόντος. Γεγονός που οδηγεί σε λάθος ακολουθία, ένα λάθος που είναι δέκα φορές χειρότερο από το προηγούμενο επειδή την απόφαση που είχαμε πάρει στο παρελθόν, δεν την θεμελιώσαμε σε πληροφορίες που γνωρίζουμε στο παρόν, πολλοί δε το αποδίδουν στο ένστικτο. Αλλά τι είναι το ένστικτο; Η επιστήμη κάνει λόγο για την κυτταρική μνήμη. Αυτή που σε κάνει ν’ ανατριχιάζεις, όταν ακούς ένα γρατσούνισμα, επειδή τα κύτταρα θυμούνται το γρατσούνισμα των αγρίων θηρίων στα δέντρα, από την εποχή που οι άνθρωποι ζούσαν έκθετοι στα δάση και τα σπήλαια. Θ’ αφήσω την επιστήμη να κάνει τη δουλειά της όπως ξέρει, δεν θα την κρίνω, αλλά θα κάνω λόγο για την αιθερική μνήμη. Δεν θα το κάνω αυθαίρετα. Είδα ότι επιλογές που έκαμα κάποτε ορμώμενος από την κυτταρική μνήμη, διαψεύστηκαν, δεν ταυτίστηκαν ποτέ με τις παρακαταθήκες των σοφών που αργότερα ήρθαν σε γνώση μου. Επιλογές όμως που έκαμα και απέρρεαν από την αιθερική μνήμη, όλες, χωρίς έστω μία εξαίρεση, ταυτίστηκαν με τις παρακαταθήκες των σοφών κι ας μην τις ήξερα τότε. Αυτό με οδήγησε αυτόματα σε κάτι άλλο: Να εκτιμήσω τους σοφούς, όσο ακριβώς και την επιστήμη. Άρα έπρεπε να μελετήσω και τις άλλες παρακαταθήκες των σοφών, τις οποίες ο ίδιος δεν είχα βιώσει. Και τότε, αμέσως, αισθάνθηκα να συμβαίνει μία φοβερή επιτάχυνση του νου μου. Σα να φτερούγισα ψηλά και να πέταξα στα ουράνια. Μπροστά μου άνοιξαν νέοι κόσμοι, την ύπαρξη των οποίων δεν είχα πριν φανταστεί, κανείς δάσκαλος δε με είχε πληροφορήσει γι’ αυτούς, ούτε είχα διαβάσει στα βιβλία”.

Ο Μυρτιδαίος ένιωσε μ’ αυτά τα λόγια μια έξαψη. Και ρώτησε αχόρταγα:

“Αλλά πώς διαχωρίζουμε την κυτταρική από την αιθερική μνήμη, δάσκαλε”;

“Η κυτταρική μνήμη είναι αντίδραση του σώματος. Εκφράζεται με την ανατριχίλα στο δέρμα ή με τα υλικά συναισθήματα που σε κατακλύζουν, συναισθήματα φόβου, λύπης ή χαράς. Αυτό μπορεί όντως να το ανιχνεύει με ακρίβεια η επιστήμη. Αντίθετα, η αιθερική μνήμη δεν εκφράζεται με κανέναν τρόπο στο σώμα, δεν εκδηλώνεται μέσω υλικών συναισθημάτων, δεν είναι μετρήσιμη αντίδραση, άρα η επιστήμη δε μπορεί να το ανιχνεύσει. Η αιθερική μνήμη εκδηλώνεται στην περιοχή του στήθους μέσω θερμότητας, του ζεστού ή του κρύου. Υποθέτουμε ότι κάπου εκεί, στο στήθος, κατοικεί μικροσκοπικά η ψυχή μας, η οποία είναι πάνσοφη, γνωρίζει, δηλαδή θυμάται τα πάντα. Δεν θυμάται μόνο αυτά που διδάχτηκε στην τρέχουσα ζωή της, αλλά όσα διδάχτηκε σε όλες τις προηγούμενες ζωές της. Οπότε, αν αποθηκεύσεις στη μνήμη του εγκεφάλου σου αυτή την αίσθηση θερμότητας, είτε είναι ζεστή, είτε είναι κρύα, και την συγκρίνεις κάποια στιγμή με την πραγματικότητα που ακολούθησε ή θ’ ακολουθήσει, θα διαπιστώσεις ότι ο βαθμός του κρύου ή του ζεστού που ένιωσες, είναι ευθέως ανάλογος του χαρακτήρα που έχει η πραγματικότητα, η οποία έπεται της είδησης. Στο πέρασμα του καιρού θ’ αντιληφθείς – και θα είναι πέραν πάσης αμφιβολίας – ότι η κυτταρική μνήμη σε ειδοποιεί λάθος, ενώ η αιθερική σε ειδοποιεί αλάνθαστα. Γεγονός που δεν συνιστά μονοσήμαντα την αξία της μίας ή της άλλης, συνιστά κυρίως την γήινη ή την υπεργήινη διάσταση μέσα στην οποία κινείσαι ο ίδιος ως οντότητα, ορίζει την διάσταση μέσα στην οποία κινούνται όλα τα όντα γύρω σου, τα δίποδα και τα τετράποδα”.

“Για την υλική διάσταση μιλάς”;

“Μιλώ για όλες τις διαστάσεις. Τις υλικές και τις άυλες. Και είναι πολλές. Δεν είναι μόνο τρεις”.

“Να υποθέσω τώρα ότι σ’ αυτή την προσέγγιση έγκειται και η αναγνώριση της ιδιότητας του σοφού ή του ασόφου”;

“Να το υποθέσεις. Και να προσθέσεις ότι έτσι μπορείς να διακρίνεις τον αληθινό ποιητή από τον ψεύτικο, μπορείς επίσης να διακρίνεις το αρχέτυπο από την αντανάκλασή του, το πρότυπο από το αντίγραφο. Διότι στη Γη, με κάποιο τρόπο, κάποτε, το πρότυπο απέκτησε αντίγραφα, ο άνθρωπος απέκτησε κλώνους. Αν πούμε ότι ο άνθρωπος είναι έμψυχος και οι κλώνοι του άψυχοι, θα πάμε σε άλλο μεγάλο θέμα, όμως τώρα, εδώ, ένα μόνο είναι το θέμα μας: Να χαρούμε τα χρώματα που άφησε ο ήλιος για λίγη ώρα πάνω απ’ τη λίμνη”…

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top