Μπροστά στα παιδιά είσαι ανοχύρωτος. Μπορείς να πεις ό,τι θέλεις, μπορείς να ντυθείς με όποια φορεσιά σου αρέσει κι αισθάνεσαι άνετα με αυτήν, δε μπορείς όμως να τους κρύψεις αυτό που είσαι, ακόμα κι αν γίνεις κλόουν. Τα μάτια τους κάνουν ακτινογραφία το Είναι σου. Το διαβάζουν με ακρίβεια. Διαπερνούν τα κάστρα που έχτισες γύρω σου σαν ακτίνες Χ.
Πολλοί νομίζουν ότι όταν τα παιδιά σωπαίνουν, δεν έχουν κάτι να πουν. Ε, μπορεί να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο! Μπορεί να έχουν να πουν πολλά και να μη βγαίνει τίποτα. Ο συνωστισμός των αισθημάτων πεδικλώνει τον Λόγο. Και την Λογική.
Η δε ακτινογραφία των παιδιών δεν στηρίζεται στις λέξεις. Έχει άλλον κώδικα. Έχει έναν άλεκτο κώδικα. Άλεκτον ναι, άλογον όχι. Οι ενήλικες δεν γνωρίζουμε τον κώδικα, διότι… τον είχαμε και τον ξεχάσαμε. Τον είχαμε στην δική τους ηλικία, τον ξεχάσαμε στην δική μας. Η αλήθεια λοιπόν είναι πώς ανάμεσα στους μυθιστοριογράφους και τους παραμυθογράφους υπάρχει μεγάλη διαφορά: Οι πρώτοι μπορούν να είναι άριστοι λογοτέχνες χωρίς να θυμούνται τον κώδικα των παιδιών, οι δεύτεροι δε μπορούν! Αν δεν θυμούνται τον κώδικα, είναι καλύτερα να σωπαίνουν. Η συγγραφή ιστοριών δεν τους καθιστά συγγραφείς.
Τα παιδιά λοιπόν δε γίνεται να μεταδώσουν σε κανέναν, μα σε κανέναν, αυτό που “βλέπουν”. Το κρατάνε για τον εαυτό τους. Αυτή η ιδιότητα των παιδιών είναι εκείνη που τα καθιστά σοφά. Ή – όπως λέγαμε πριν – τα κάνει… ακτινολόγους.
Οι σοφοί όμως είναι Μυστικοί.
Αλλά “μυστικός” δεν σημαίνει κρυφός. Ούτε κρυμμένος. Σημαίνει ανείπωτος, αφανέρωτος. Έτσι είναι τα παιδιά: Είναι ανείπωτα και αφανέρωτα. Η επικοινωνία μαζί τους είναι αδύνατη, εκτός και αν μετατραπεί σε συγκοινωνία.
Άλλο ΕΠΙκοινωνία και άλλο ΣΥΓκοινωνία.
Επικοινωνία σημαίνει “αφ’ υψηλού”, μιλά ο κυρίαρχος και ο κυριαρχούμενος ακούει. Θα μπορούσες να πεις: Υπακούει. Αυτό αντιστοιχεί στο Δικτατορικό Πολίτευμα.
Συγκοινωνία όμως σημαίνει “εσύ κι εγώ, στην ίδια γλώσσα, στον ίδιο ρυθμό, στον ίδιο ήχο, στην ίδια διάσταση, κανένας από τους δυο ανώτερος, κανένας από τους δυο κατώτερος”. Αυτό αντιστοιχεί στην Δημοκρατία.
Αρχή που σημαίνει, απλά, κατεβαίνεις (ή ανεβαίνεις) στο γλωσσικό σύμπαν του παιδιού. Μόνο σ’ αυτή την (άλλη) διάσταση μπορείς να κερδίσεις την προσοχή του. Στην προέκταση δε αυτής της διάγνωσης θα μπορούσαμε ίσως να νικήσουμε τον αυτισμό.
Έχεις βέβαια την εξουσία να επιβάλλεις την παρουσία σου στην αίθουσα. Οπότε τα παιδιά “κάθονται σούζα”. Ε, είναι άλλο να τα κερδίσεις, εντελώς άλλο να σε ακούνε με την θέλησή τους, μεγάλη πρόκληση.
Τέτοια σκεφτόμουν την Παρασκευή, 12 Απριλίου, όταν βρέθηκα στο Δημοτικό Σχολείο Δοκιμίου, καλεσμένος από τους δασκάλους να μιλήσω για το παραμύθι στην Ε’ και την ΣΤ’ Τάξη.
Διαπίστωσα με χαρά ότι τα παιδιά είχαν ακούσει παραμύθια από παππούδες, γιαγιάδες και γονείς. Να μια μεγάλη αλλαγή που συνέβη αυτά τα πέτρινα χρόνια! Είχε σταματήσει να γίνεται για μισό αιώνα περίπου. Ξανάρχισε. Αυτό είναι είδηση. Μια είδηση που δεν θα τη δείτε στο τηλεοπτικό Δελτίο, ούτε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Είναι όμως μία σημαντική είδηση. Κι έχω την δημοσιογραφική χαρά να την αποκαλύπτω. Εδώ. Σ’ εσάς.
Όσο αθόρυβη κι αν είναι, όσο αφανής και αν είναι αυτή η ΑΛΛΑΓΗ, κάνει τη δουλειά της, και την κάνει καλά, γιατί αυτή χτίζει τον (νέο) κόσμο.
Και ήθελα να τονίσω στα παιδιά που με άκουγαν τι σημαίνει ν’ ακούς παραμύθια, αντί να διαβάζεις. Ήθελα να τονίσω τι σημαίνει ν’ αγοράζουν βιβλία με παραμύθια οι γονείς και να μην τα δίνουν στα παιδιά να τα διαβάζουν, αλλά να τα διαβάζουν οι ίδιοι στα παιδιά τους. Γιατί αυτό σημαίνει αποκατάσταση της αλυσίδας των γενεών, της αλυσίδας που αστόχαστα και άσοφα έσπασαν οι κρίκοι. Αλλ’ αυτό σημαίνει πρακτικά ότι τα βιβλία που γράφονται για παιδιά, δεν είναι ανάγκη να έχουν φαντασμαγορικές εικόνες. Μακάρι να το άκουγαν αυτό οι εκδότες. Είναι όμως ανάγκη να έχουν ΛΟΓΟ. Μακάρι να το άκουγαν αυτό οι συγγραφείς.
Η αφήγηση είναι το μυστικό. Όχι η ανάγνωση.
Η αφήγηση ενεργοποιεί τους νευρώνες του εγκεφάλου. Το λένε οι επιστήμονες, έχουν κάνει έρευνες…
Διότι αφήγηση, πατριώτη, σημαίνει αυτί. Ανάγνωση, πατριώτη, σημαίνει μάτι. Μεγάλη διαφορά, αν σκεφτείς ότι ο άνθρωπος δεν βλέπει με το μάτι. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι βλέπει με το… αυτί! Βλέπει δηλαδή με το (διεγερμένο) μυαλό.
“Νους ορά”, έλεγαν οι αρχαίοι. Το μυαλό βλέπει.
Γι’ αυτό και αφηγήθηκα στα παιδιά ένα παραμύθι, ανέγνωσα ένα άλλο. Για να δουν τη διαφορά της αφήγησης από την γραφή.
Και είπα ότι:
“Το παραμύθι που θα σας αφηγηθώ, είναι αρχαίο, ζει χιλιάδες χρόνια, επομένως είναι αθάνατο. Το παραμύθι που θα σας διαβάσω αμέσως μετά, το έγραψα εγώ, έχει ηλικία μόλις ενός έτους, είναι μωρό, κάνει ακόμη πάκια – πάκια. Θέλω να δείτε την διαφορά ανάμεσα στο ένα και στο άλλο”.
Ναι, δεν φοβήθηκα να συκριθεί το παραμύθι μου με το αρχαίο παραμύθι, δε φοβήθηκα να συντριβεί μπροστά στη στοιχειωμένη πια μαγεία του λαϊκού. Ήξερα εκ των προτέρων ποιο από τα δύο θα επιλέξουν τα παιδιά. Εν γνώσει μου πέρασα το στενό κάτω από τη μύτη της Σκύλλας και της Χάρυβδης… Τι πειράζει να συντριβείς ως συγγραφέας αν είναι να λάμψει το αθάνατο στοιχείο του κόσμου;
Αλλά πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να φτάσουμε στην ανάγκη να καταγράψουν τα παιδιά τα παραμύθια που άκουσαν από τον παππού και τη γιαγιά ΤΟΥΣ;
Γιατί αυτό μπήκε θέμα στο τέλος:
Να καταγράψουν εκείνα όποιο παραμύθι τους πει ο παππούς, η γιαγιά, ο μπαμπάς, η μαμά. Κι αποφασίσαμε: Τα τρία καλύτερα παραμύθια να δημοσιευτούν στην “Αναγγελία”. Να ζήσουν εκεί δημοσιευμένα.
Για το αν θα είναι θνητά ή αθάνατα, θα το κρίνει ο Χρόνος. Που δεν είναι γιατρός, όπως λένε, αλλά βασιλιάς.