Μια μικρή και μια μεγάλη ιστορία για το Ελληνικό Δημόσιο

Πριν πολλά χρόνια, όταν έμαθα ότι θα πέθαινε ο γηραλέος φίλος μου Γιώργος Δεληγεώργης, πήγα για να τον δω. Νοσηλευόταν σε μια κλινική. Ξέραμε κι οι δυο την κατάληξη, αλλά “τα είπαμε”, σα να μην ήξερα και σα να μην ήξερε ότι θα ήταν η τελευταία φορά. Καλαμπουρίσαμε κιόλας, όπως κάναμε τον παλιό καιρό.

Ήρθε η ώρα να φύγω, αλλά δεν ήξερα πώς να τον χαιρετήσω. Τότε εκείνος ανασηκώθηκε λίγο στο κρεβάτι του και μου είπε:

“Καλή αντάμωση”.

Έφτασα στην πόρτα και γύρισα να τον δω τελευταία φορά. Είχε ακόμα σηκωμένο το χέρι του σ’ έναν αποχαιρετισμό που δε χρειαζόταν να συμμετέχω…

Εκείνο το “καλή αντάμωση” που είπε, φυτεύτηκε ανεξίτηλα στο μυαλό μου και θα μένει πάντα εκεί μέχρι να φύγω. Είμαι βέβαιος ότι ένας από τους πρώτους που θ’ ανταμώσω στα επέκεινα, θα είναι ο φίλος μου ο Δεληγεώργης.

Καταγόταν από αρχοντική οικογένεια της Γουρίτσας. Είχε τη μεγαλύτερη περιουσία στο χωριό, περιβόλια στον κάμπο και ελαιώνες στους λόφους. Ήταν ένας τσιφλικάς. Αυτός όμως έγινε αριστερός. Έγινε αριστερός την εποχή που η αριστερά έλεγε ότι θα μοιράσει την περιουσία των τσιφλικάδων στους φτωχούς.

Πολέμησε στην Αλβανία και κατέγραψε τις μνήμες του σ’ ένα υπέροχο βιβλίο που άφησε πίσω του με τίτλο “Αναμνήσεις” και είχα την τιμή να επιμεληθώ.

Στην δεκαετία του ’50 ήταν Δημόσιος Υπάλληλος. Ο εμφύλιος σπαραγμός είχε μόλις τελειώσει και οι νικητές ζητούσαν από τους Υπαλλήλους “Δηλώσεις μετανοίας”.

Σύμφωνα με την “Βικιπαιδεία”, η δήλωση μετανοίας και αποκηρύξεως του κομμουνισμού είχε πρωτοεμφανιστεί κατά την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, ήταν δε “κείμενο που συνέτασσαν και υπέγραφαν άτομα κατηγορούμενα για κομμουνιστική δραστηριότητα. Με την υπογραφή και την δημοσιοποίησή της σταματούσε η εκ μέρους των κρατικών αρχών δίωξή τους, καθώς και η κράτηση σε φυλακές και τόπους εξορίας, για όσους είχαν ήδη προφυλακιστεί, καταδικαστεί ή εκτοπιστεί”.

Ο Δεληγεώργης αρνήθηκε να υπογράψει τη “Δήλωση μετανοίας” και, φυσικά, απολύθηκε. Το τι ακολούθησε στη ζωή του, είναι μια άλλη ιστορία.

Η ιστορία που θέλω να πω εδώ, είναι ότι, μαζί μ’ εκείνον, αρνήθηκαν να υπογράψουν τη “Δήλωση μετανοίας” πολλοί άλλοι συνάδελφοί του. Θυμάμαι τα λόγια του:

“Το Ελληνικό Δημόσιο έχασε τότε την αφρόκρεμα των στελεχών του. Γιατί στην αριστερά εντασσόταν εκείνη την εποχή το πιο ζωηρό, το πιο ατίθασο, το πιο ονειροπόλο, άρα το πιο δημιουργικό κομμάτι της Ελληνικής νεολαίας. Που με την εντιμότητα και την δημιουργικότητά του θα μπορούσε να γίνει ο στυλοβάτης της μεταπολεμικής Ελλάδας, η κολόνα της παλινόρθωσης. Έφυγε λοιπόν από τον κρατικό μηχανισμό η πιο φρέσκια δύναμη της χώρας, αλλά χειρότερο κι απ’ αυτό, πολύ χειρότερο, ήταν ότι, όσοι αναγκάστηκαν και υπέγραψαν τη δήλωση για να μείνουν, ευνουχίστηκαν ως υπολήψεις… Ταπεινώθηκαν κι ένιωθαν έκτοτε ντροπιασμένοι, αίσθημα που κατεδάφισε τα όνειρά τους, γι’ αυτό έπαψαν να είναι παραγωγικοί. Αυτοί που έσκυψαν το κεφάλι κι έμειναν, συμμορφώνονταν με τα τυπικά του νόμου, όχι όμως με την ουσία του. Η επαφή του πολίτη με το Δημόσιο χάθηκε για πάντα. Μ’ εκείνη τη φουρνιά που έφυγε τότε, το Ελληνικό Δημόσιο έχασε την ψυχή του”.

Εκείνη η εθνική απώλεια (για την οποία δεν έγινε ποτέ καμία αναφορά) ήταν πολύ μεγαλύτερη από κάθε άλλη. Να σημειωθεί ότι, μέχρι τότε, το Ελληνικό Δημόσιο “δούλευε ρολόι”, ο πολίτης έβρισκε πάντα το δίκιο του, γρήγορα κι αποτελεσματικά. Σε παραγωγική απόδοση εθεωρείτο ισάξιο των Κρατικών Υπηρεσιών που παρείχαν οι μεγαλύτερες Ευρωπαϊκές χώρες. Είχε άλλωστε θεμελιωθεί στα Ευρωπαϊκά πρότυπα από Γάλλους ειδικούς που είχε καλέσει κατά το 1915 για τον σκοπό αυτό ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Αυτός άλλωστε ήταν που (τότε) καθιέρωσε και τη μονιμότητα των Δημοσίων Υπαλλήλων.

Ανατρέχοντας σ’ εκείνες τις ξεχασμένες πια εποχές, μπορούμε να ερμηνεύσουμε σήμερα γιατί και πώς το Ελληνικό Δημόσιο είναι εκνευριστικά ευθυνόφοβο, αντιπαραγωγικό, παράλογο, τρελό, ενίοτε δε, σχιζοφρενικό.

Ναι, μπορούμε να δούμε ότι κάποια πράγματα που έγιναν όπως έγιναν εβδομήντα χρόνια πριν, αντανακλούν απευθείας στο σήμερα, που, Ιστορικά, σημαίνει ότι, όσα κάνουμε σήμερα εμείς (και οι κυβερνήσεις μας) θ’ αντανακλούν εβδομήντα χρόνια μετά. Μπορεί όμως και νωρίτερα. Αν υπολογιστεί ότι, στις μέρες μας ο Χρόνος επιταχύνεται σα να πάτησε γκάζι ο Θεός, ναι, θα γίνει νωρίτερα…

Γράψε ένα σχόλιο...

Scroll to Top